website analysis Ο Μάρκος Μέσκος της «κομμένης γλώσσας» / Ένα ντοκιμαντέρ που έγινε επίκαιρο με τη λογοκρισία στην Φλώρινα – Epikairo.gr

«Με κομμένη γλώσσα τραυλίζουν μιλώντας,
μουσικές κοκαλωμένες στη λίμνη»
(Μάρκος Μέσκος -Ο ΧΟΡΟΣ απόσπασμα – 1995)

Ο ποιητής Μάρκος Μέσκος έζησε ως παιδί και ως έφηβος στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, τη δύσκολη δεκαετία του ’50 στην επαρχία της Έδεσσας. Σε τόπο διαρκούς επιτήρησης της γλώσσας, σε καιρούς δυστοπίας. Έφυγε το 1965, μπήκε σε ένα λεωφορείο για την Αθήνα χωρίς να το πει σε κανέναν.

Η σκηνοθέτρια Πηγή Δημητρακοπούλου με το ντοκιμαντέρ «Όσα είπαμε παλιά ισχύουν – (Ένα ταξίδι στα Βοδενά του Μάρκου Μέσκου)» κάνει μια καταβύθιση όχι μόνο στη ζωή του ποιητή αλλά και στην ιστορία εκείνης της «κομμένης γλώσσας» όπως ο ίδιος την αποκαλούσε.

Η πρόσφατη λογοκρισία από τον δήμαρχο Φλώρινας Βασίλη Γιαννάκη, των σλαβόφωνων τραγουδιών, επικαιροποιεί αυτή την υπέροχη ταινία για την οποία η ίδια η σκηνοθέτρια γράφει:

«Η “κομμένη γλώσσα” ήταν το κοινό μυστικό των προηγούμενων γενεών στη δυτική Μακεδονία..

Παππούδες και γιαγιάδες, που για πολλά-πολλά χρόνια μιλούσαν κρυφά, ψιθυριστά, μην ακούσουν τα παιδιά, μη μάθουν καμιά λέξη, μην τους ξεφύγει στο σχολείο, μη φάνε τιμωρία, μη, μη, μη…

Ενα συλλογικό τραύμα που έχει τις ρίζες του σχεδόν έναν αιώνα πριν -ναι, τόσο παλιά είναι η απαγόρευση- κι ένας πληθυσμός που απ’την μια μέρα στην άλλη δεν είχε γλώσσα να μιλήσει γιατί αυτή που ήξερε, τα “εντόπια”, απαγορεύτηκε.

Έτσι ξαφνικά, χωρίς σχέδιο, χωρίς ενημέρωση, χωρίς προετοιμασία, βρέθηκαν “άλαλοι”, να χορεύουν στα πανηγύρια μόνο τους σκοπούς και να λένε τους στίχους μέσα τους γιατί δεν έπρεπε να ακούγεται η “απαγορευμένη” γλώσσα.

Το 2022, γυρίζοντας ντοκιμαντέρ για τον Εδεσσαίο ποιητή Μάρκο Μέσκο, είχα την τύχη να μου αποκρυπτογραφήσουν τον γρίφο, στενοί φίλοι του ποιητή και γνώστες του έργου του και της ιστορίας της “κομμένης γλώσσας”. Ο συγγραφέας και εκδότης Κώστας Δεσποινιάδης, ο Εδεσσαίος ποιητής Βασίλης Παπάς και η επίκουρη καθηγήτρια τμ. Φιλολογίας ΑΠΘ Ιωάννα Ναούμ. Στο βίντεο το σχετικό 8λεπτο απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ “Όσα είπαμε παλιά ισχύουν”»

Επίκαιρη είναι δυστυχώς ξανά και η συνέντευξη στο tvxs του πολύτιμου συνεργάτη της μουσικού της ταινίας φίλου του Μέσκου και ερευνητή της ιστορικής συνέχειας Dine Doneff όπου καταθέτει την δική του εμπειρία από το τραύμα της “κομμένης γλώσσας”.

Ο μουσικός μεταξύ άλλων είπε στην Φωτεινή Λαμπρίδη:

«Δεν είναι απλά τα τραγούδια που απαγορεύτηκαν αλλά η συνολική χρήση της γλώσσας. Οι παλαιότεροι που δεν γνώριζαν άλλη γλώσσα, μιλώντας την θεωρούνταν από τις αρχές ως παράνομοι και επικίνδυνοι για το έθνος. Τιμωρίες, εξευτελισμοί, πρόστιμα και ρετσινόλαδα για μια λέξη που μπορεί να ξέφευγε σε δημόσιο χώρο. Μαρτυρίες συγγενών και φίλων από τα χωριά και τις πόλεις της ευρύτερης περιοχής βρίθουν από περιστατικά όπου χωροφύλακες, μαζί με τους εκάστοτε χαφιέδες, τις νύχτες παραφυλούσαν κάτω από τα παράθυρα των κατοίκων, να προβαίνουν σε συλλήψεις επ’ αυτοφώρω, οδηγώντας τους παραβάτες στο τμήμα για την ανάλογη τιμωρία. Χαρακτηριστικές οι στροφές από το ποίημα με τίτλο «Μουγγό», το οποίο εκδίδει ο Μάρκος Μέσκος το 1963, οι οποίες λακωνικά μαρτυρούν την για δεκαετίες ισχύουσα πραγματικότητα:

Η μάνα μου δεν ξέρει ελληνικά, καμιά γλώσσα του κόσμου δεν μιλεί». Όσοι δεν άντεξαν τις διώξεις αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν κακήν κακώς τη χώρα. Πάρα πολλά χωριά γηγενών στην ελληνική Μακεδονία άδειασαν «οικειοθελώς». Μεγάλη η διασπορά, ειδικά σε Καναδά, Αμερική, Αυστραλία.. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 που έτυχε να βρεθώ αρκετές φορές ως μουσικός στα μέρη αυτά κατάφερα να εντοπίσω τα χαμένα για πολλές δεκαετίες, δύο τρίτα της οικογένειας του πατέρα μου από το Όστροβο, τη σημερινή Άρνισσα. Εκεί άκουσα για τα παθήματά τους και οι ιστορίες τους με στοίχειωσαν.

Αλληλογραφία που δεν έφτανε ποτέ στον προορισμό της, ένθεν και ένθεν. Άνθρωποι που προσπάθησαν σε όλη τους τη ζωή να επισκεφτούν έστω και για λίγες μέρες τα αδέλφια τους και που σε όλα τα συνοριακά φυλάκια και τα αεροδρόμια τους απαγορεύτηκε η είσοδος στη χώρα και που ως το τέλος δεν σταμάτησαν να προσπαθούν ελπίζοντας πως κάποιος νέος νόμος θα τους το επέτρεπε, ώσπου τελικά έσβησαν στις χώρες όπου κατέφυγαν δήθεν προσωρινά.

Σκληρές πραγματικότητες που με έφεραν αντιμέτωπο με έντονα συναισθήματα καθώς κούμπωναν με τα μισόλογα, τις αφηγήσεις και τα μοιρολόγια που έτυχε να ακούσω ως παιδί. Με το πέρασμα του χρόνου η συνειδητοποίηση αυτής της αδικίας που μετατράπηκε σε μια εντεινόμενη τυραννία μέσα μου, μου δημιούργησε τάσεις φυγής. Δεν υπήρχε, τουλάχιστον για μένα τότε στη Θεσσαλονίκη, ο κοινωνικός περίγυρος όπου θα μπορούσα να το επικοινωνήσω. Κανείς δεν ήταν έτοιμος να ακούσει και δεν το τολμούσα.

Έτσι μαζεύτηκε ένα κουβάρι ακατέργαστης μελαγχολίας μέσα μου το οποίο σιγά σιγά μετατράπηκε σε μουσική. Ταυτοχρόνως με υπομονή και επιμονή σε μακροχρόνια επιτόπια έρευνα, κάνοντας καταγραφές στα χωριά, συνέλεξα στοιχεία και θραύσματα τραγουδιών τα οποία προσάρμοσα πάνω σε ένα σύνθετο ηχητικό αφήγημα, αφήνοντας τη γλώσσα ελεύθερη σε έναν φιλόξενο μουσικό περιβάλλον να τραγουδήσει, να μοιρολογήσει αλλά και να εκφράσει τη δυσαρέσκειά της. Υπό αυτήν την συναισθηματική κατάσταση ηχογραφήθηκε το Ρουσίλβο τον Απρίλιο του 2004.»