Τα τελευταία χρόνια παράλληλα με τα καθημερινά επίμονα προβλήματα της Θεσσαλονίκης -ή ακόμη και ως αντίβαρο σε αυτά- αναπτύσσεται πολύ έντονα η παραφιλολογία για τη «Θεσσαλονίκη του 2030». Όταν (υποτίθεται ότι) θετικές εξελίξεις όπως η ολοκλήρωση και ωρίμανση κάποιων μεγάλων έργων, τα οποία μας έρχονται ως εκκρεμότητες από τα βάθη των δεκαετιών, θα οδηγήσουν σε μια άλλη… Θεσσαλονίκη. Μια διαφορετική πόλη, η οποία θα ικανοποιεί τα αιτήματα της κοινωνίας και θα εξελιχθεί σε μία περιοχή αξιοζήλευτη για να ζει και να εργάζεται κανείς.

Καθόλου τυχαία το συγκεκριμένο αφήγημα υπερασπίζονται και προωθούν κυρίως πολιτικά πρόσωπα, ενώ το ενστερνίζονται και αρκετοί κοινωνικοί και οικονομικοί εκπρόσωποι της πόλης, η αξιοπιστία των οποίων δοκιμάζεται -στην πραγματικότητα τίθεται εν αμφιβόλω- εδώ και χρόνια. Κι αυτό επειδή είτε είναι προσκολλημένοι σε πολιτικές καταστάσεις και η κρυφή τους επιθυμία και στόχευση είναι να μεταπηδήσουν στην κεντρική πολιτική σκηνή ή στην αυτοδιοίκηση, είτε δουλεύουν για ίδια συμφέροντα, αυτό που λέμε προσωπικό τους όφελος. Οι περισσότεροι τουλάχιστον. Και η μία (πολιτικοί) και η άλλη (εκπρόσωποι) κατηγορία πάσχουν από την ασθένεια της «τύφλωσης», αφού οι άνθρωποι έχουν ανάγκη το αισιόδοξο μήνυμα και προκειμένου να το έχουν, συχνά παρασύρονται από όμορφες κουβέντες, σχέδια επί χάρτου και φουτουριστικές εικόνες, που -όπως διδάσκει η ιστορία- είναι καταδικασμένες να βουλιάξουν αύτανδρες στα κύματα της σκληρής πραγματικότητας.

Η ολοκλήρωση εμβληματικών έργων και η υλοποίηση σχεδίων, όπως είναι -για παράδειγμα- το μετρό που φέτος συμπληρώνει 18 χρόνια κατασκευής και περίπου 40 χρόνια σχεδιασμού ή η επέκταση της 6ης προβλήτας του λιμανιού της Θεσσαλονίκης, που υποτίθεται ότι θα ξεκινήσει κάποια στιγμή εντός του 2024, επίσης μετά από δεκαετίες σχεδιασμών και παλινωδιών, μακάρι να συμβούν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εγγυώνται το πέρασμα της Θεσσαλονίκης σε άλλο καλύτερο και ανώτερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Το πιθανότερο σενάριο είναι ότι το 2030 η Θεσσαλονίκη θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στη μειονεκτική θέση που είναι σήμερα και ο προφανής λόγος είναι απλός: η εγκληματική καθυστέρηση στον σχεδιασμό και την υλοποίηση όλων αυτών των έργων, σχεδίων και παρεμβάσεων, που όταν σχεδιάστηκαν μπορεί να ήταν εμβληματικά, αλλά μετά από τόσες δεκαετίες η λάμψης του έχει ξεθωριάσει και η αξία τους έχει υποτιμηθεί. Προφανώς και χρειάζονται και καλώς γίνονται και ολοκληρώνονται, αλλά η δυναμική που θα προσδώσουν στην περιοχή είναι σήμερα πολύ μικρότερη και πιο περιορισμένη απ’ ότι στην αρχή του σχεδιασμού τους.

Η Θεσσαλονίκη του 2030 δεν θα είναι μια επί της ουσίας άλλη, πιο αναβαθμισμένη πόλη και περιοχή, επειδή η συγκεκριμένη εκτίμηση – εξαγγελία εδράζεται μονοσήμαντα στα έργα που βρίσκονται σε εξέλιξη και θα ολοκληρωθούν ή θα ωριμάσουν μέχρι τότε.  Διότι ενώ όλοι ασχολούνται με την ενίσχυση  του ιδανικού για τα δεδομένα της πόλης… παρονομαστή, ουδείς ασχολείται με τον… αριθμητή, που δεν είναι άλλος από το συνδυασμό αφενός των σύγχρονων αναγκών για τη λειτουργικότητα και την ανάπτυξη της πόλης και αφετέρου των επιθυμιών για την ταυτότητα της στον βαθύ 21ο αιώνα. Διότι οι περισσότερες από τις μεγάλες παρεμβάσεις που (υποτίθεται ότι) θα αναδείξουν την λαμπερή Θεσσαλονίκη του 2030 σχεδιάστηκαν στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 και μέχρι σήμερα η πόλη αγωνίζεται -και αγωνιά- να κλείσει τις ατζέντες περασμένων δεκαετιών. Του τελευταίου τέταρτου του 20ου αιώνα δηλαδή. Για να φτάσει στο σημείο μετά να ξεκινήσει να σκέφτεται τι θα κάνει για να ενταχθεί επιτυχώς και να προσαρμοστεί ασφαλώς στην εποχή της ψηφιακότητας, της κλιματικής αλλαγής και των νέων προκλήσεων στην οικονομία και στην κοινωνία. Διότι πολύ απλά μια πόλη, όπως η Θεσσαλονίκη, με εξαιρετικά ελλιπείς ψηφιακές υποδομές επιβαρυμένα περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά (από το μικρό ποσοστό πρασίνου, που είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρώπη, την κάκιστη ποιότητα αέρα κλπ.) δεν μπορεί να πάει πολύ… μακριά. Ούτε μια πόλη με ένα περιορισμένου μεγέθους μετρό, ένα λιμάνι που ακόμη κι αν υποδέχεται περισσότερα φορτία θα επιβαρύνει την πόλη με τη λειτουργία του, αλλά και με μία ή δύο περιφερειακές οδούς (επίγειες και υπερυψωμένες), οι οποίες θα εξυπηρετούν οριακά τους Θεσσαλονικείς, που είναι έτσι κι αλλιώς λάτρεις του αυτοκινήτου τους, έχει τρόπο να προβάλλει τη δική της πρόταση. Κι αν κάποιος θέλει να γίνει πιο συγκεκριμένος και χειροπιαστός στους προβληματισμούς του, αρκεί να σκεφτεί και να αναρωτηθεί εάν υπάρχουν αξιόπιστες εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της Θεσσαλονίκης σε πέντε ή 15 χρόνια, το μέγεθος, την κατεύθυνση και τους όρους της αστικής επέκτασης στα χρόνια που ακολουθούν, το βαθμό της έντασης της κινητικότητας εντός του πολεοδομικού συγκροτήματος, αλλά και την αύξηση της επισκεψιμότητας της πόλης από το εξωτερικό.

Εάν όλα αυτά κινηθούν ανοδικά στον αυτόματο πιλότο -και μόνο με την στήριξη της γεωγραφίας, τη συνηγορία της ιστορίας και την ώθηση της οικονομίας- είναι σαφές ότι τα μεγαλεπίβολα και κάποτε εμβληματικά έργα, μόνο ως… μπαλώματα και περιορισμένες λύσεις θα λειτουργήσουν. Οι εξελίξεις θα εξακολουθήσουν να τρέχουν πιο μπροστά και οι αρμόδιοι της πόλης και οι υπεύθυνοι για την πόλη θα εξακολουθήσουν να ασθμαίνουν, αλλά και να μεταθέτουν από δεκαετία σε δεκαετία την αναβάθμισή της. Πολύ περισσότερο που αυτές οι μάχες χαρακωμάτων και οπισθοφυλακών δεν αφήνουν περιθώρια -ούτε χρόνο, ούτε ενέργεια, ούτε καθαρό μυαλό- για τη διαμόρφωση στρατηγικής για το χαρακτήρα της Θεσσαλονίκης στον βαθύ 21ο αιώνα. Ίσως σήμερα η μόνη βεβαιότητα σε αυτή την κατεύθυνση να είναι η σχέση της πόλης με τη θάλασσα, που παραμένει σε εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο. Στην ουσία η Θεσσαλονίκη έχει γυρισμένη την πλάτη της στο υγρό στοιχείο λες και το αποστρέφεται. Με αυτή την έννοια το μόνο μακρόπνοο έργο που ακούγεται, αλλά ακόμη η υλοποίηση του απέχει πολλά χρόνια, είναι η ανάπλαση του παραλιακού μετώπου από το Καλοχώρι μέχρι το Αγγελοχώρι. Και δι’ αυτού η ανάδειξη μιας Θεσσαλονίκης των ανοιχτών οριζόντων προς πάσα κατεύθυνση, αλλά και μιας Θεσσαλονίκης της κινητικότητας. Διότι εάν το πλάνο εξαντληθεί στον ποδηλατόδρομο των 30 – 40 χιλιομέτρων, που θα δημιουργηθεί, μία ακόμη ευκαιρία θα έχει πάει χαμένη.