website analysis Σιβηρία – Παζυρύκ / Tο «ξεπάγωμα» ενός θησαυρού – Epikairo.gr

Εκατό χρόνια πριν από σήμερα, στα μέσα της δεκαετίας του 1920, κόσμος πολύς πήγαινε κι ερχόταν στο οροπέδιο του Ουκόκ, στους πρόποδες των χρυσών βουνών Αλτάι, στη Νότια Σιβηρία, εκεί που πηγάζει ο μεγάλος ποταμός Ομπ, κοντά στα σύνορα Ρωσίας, Κίνας και Μογγολίας.

Όσοι δούλευαν εκεί, κάθε τόσο σήκωναν το βλέμμα για να απευθύνουν μια σιωπηρή προσευχή προς το ιερό βουνό της περιοχής, την περίφημη Μπελούχα, τον «Λευκό Άνθρωπο», σύμβολο του σαμανισμού και της μυθικής Σαμπάλα, του ιδεατού «βασιλείου του φωτός» που τόσοι και τόσοι περιηγητές και μυθογράφοι έψαχναν.

Οι ντόπιοι ένιωθαν ανέκαθεν δέος για αυτά τα καθαρά φυσικά όρια και τα αρχέγονα σύμβολα και τους φαινόταν περίεργο που -μερικά χρόνια πριν- είχαν φτάσει στην περιοχή τους ρώσικα κλιμάκια για να οριοθετήσουν τα σύνορα, για να κτίσουν φυλάκια, για να περιορίσουν και να καταγράψουν αυτή την αμόλυντη και απέραντη ομορφιά.

Η αναστάτωση στον καταυλισμό καλά κρατούσε. Βοσκοί και χωρικοί πήγαιναν να φέρουν όσο πιο πολλά ξύλα μπορούσαν, οι γυναίκες τάιζαν τα καζάνια, άλλοι φρόντιζαν μια μεγάλη φωτιά στην κορυφή ενός γυμνού λόφου, δίπλα σε αρχαίους λιθοσωρούς.

Οι οδηγίες ήταν σαφείς και αυστηρές από τους καθηγητές και τους ανθρώπους που ήρθαν από την πόλη, που ήταν σπουδαγμένοι όλοι τους και φάνταζαν σοφοί και σπουδαίοι στα μάτια των φτωχών αλογοτρόφων που ζούσαν σε ταπεινές γιούρτες: «θέλουμε φωτιά, πρέπει το χώμα να μαλακώσει, πρέπει η πετρωμένη λάσπη να σπάσει, πρέπει να λιώσει ο πάγος, αλλιώς είναι αδύνατο να σκάψουμε».

Όλοι ένιωθαν περηφάνια αλλά και μια προληπτική συστολή για αυτό που έκαναν, είχαν ένα μεγάλο ζήλο και πάθος για αυτό που έψαχναν, έδειχναν μια αυθόρμητη περιέργεια για το μέρος που έσκαβαν, είχαν όμως κι έναν φόβο μέσα τους που τάραζαν τον ύπνο των προγόνων.

Όλοι ήξεραν ότι αυτή η μικρή πληγή στην παγωμένη γη, δίπλα στους σωρούς από πέτρες που άφηναν χιλιάδες χρόνια πριν, όσοι ταξίδευαν έφιπποι στο απέραντο τοπίο της στέπας, έκρυβε μυστήρια και μυστικά.

Η γη με το ζεστό νερό έλιωσε και μαλάκωσε. Μερικές πέτρες κατρακύλησαν στο μικρό χάσμα που δημιουργήθηκε. Η διπλανή φωτιά έκανε ακόμα πιο προσιτό το μέρος που είχε μείνει κλειστό για αιώνες. Εκείνη τη στιγμή δεν θα την ξεχνούσε κανείς.

Οι αρχαιολόγοι διάλεξαν να ρίξουν καυτό νερό στα μικρά πηγάδια που είχαν κάποτε ανοίξει τυμβωρύχοι και είχαν σχηματίσει ένα μικρό βύθισμα στην ιερή γη της ταφής.

Το καυτό νερό και η φωτιά δεν έκαναν μόνο το μόνιμα παγωμένο χώμα (πέρμαφροστ) να χαλαρώσει και να αφήσει τις σκαπάνες να το διαπεράσουν. Ένα στρώμα ατμού σηκώθηκε στον δροσερό αέρα του οροπεδίου και μια μυρωδιά από ρετσίνι και πεύκο γέμισε τον ουρανό.

Ένα θυμίαμα της τάιγκα, του βόρειου δάσους των κωνοφόρων, που είχε μείνει φυλακισμένο για πολλούς αιώνες, βρήκε διέξοδο, ξύπνησε με το ερέθισμα της υψηλής θερμοκρασίας και προσέδωσε στην αρχαιολογική επιχείρηση μια ατμόσφαιρα τελετουργίας.

Αυτή θα ήταν η μυρωδιά στο ίδιο σημείο όταν κτίστηκε το μνήμα αυτό, 23 αιώνες πριν, την ημέρα της ταφής του ηγεμόνα.

Το έδαφος υποχώρησε και το σκάψιμο έγινε πιο εύκολο. Ο τάφος είχε τοιχώματα από κορμούς λάρικας, αγριοπεύκου και ύστερα είχε σκεπαστεί με χώμα και με έναν λιθοσωρό που λειτουργούσε ως «σήμα» της ταφής ενός σημαίνοντος προσώπου. Αυτό ο λόφος, ο τεχνητός γήλοφος, το ιερό ύψωμα, η καθαγιασμένη ταφή, ήταν ένα «κουργκάν», ένας ταφικός τύμβος της Ευρασίας.

Τα κουργκάν έχουν βρεθεί κατά εκατοντάδες σε μια τεράστια έκταση, από τις παρυφές του Πεκίνου, τη Μογγολία, τη Νότια Σιβηρία, τη Βόρεια πλευρά του Καυκάσου, τις στέπες στα βόρεια του Ευξείνου πόνου, την Κριμαία, ως τα βόρεια Βαλκάνια.

Σε αυτά τα μέρη που δεν γνώριζαν σύνορα και οριοθέτηση όπως εμείς την εννοούμε σήμερα, ζούσαν αυτοί που στην αρχαιότητα λέγονταν συλλήβδην «Σκύθες». Υπήρχαν και άλλα ονόματα που τους αποδόθηκαν κατά καιρούς, Σάκες, Σαρμάτες, Μασσαγέτες.

Άλλοι τους είπαν «ιρανικά φύλα», άλλοι τους θεωρούσαν Μογγόλους και τουρκικά φύλα της Σιβηρίας, άλλοι τους ονόμασαν βαρβάρους… Ήταν επιδέξιοι τοξότες, ευκίνητοι κι έφιπποι μισθοφόροι, έμποροι σε καραβάνια, άνθρωποι της στέπας και των αλόγων.

Ήταν οι λαοί που ζούσαν διαχρονικά στην περιφέρεια του Κινεζικού, του Περσικού και του Ελληνικού κόσμου. Δεν είχαν πρωτεύουσα ή μεγάλες πόλεις, αγαπούσαν τους ανοικτούς ορίζοντες, συνήθιζαν τις μετακινήσεις και χειρίζονταν άριστα τα άλογα και τα βέλη.

Στο μέρος όπου οι χωρικοί χρησιμοποίησαν το ζεστό νερό και τη φωτιά για να αποκαλύψουν το εσωτερικό των κουργκάν, οι τάφοι ήταν πολλοί κι αξιόλογοι, παρόλο που αρκετοί είχαν συληθεί πολύ παλιά, κατά την αρχαιότητα.

Όταν όμως η μυρωδιά από το αρχαίο πεύκο είχε καταλαγιάσει και τα μυστικά του τάφου ξεκλειδώθηκαν, οι αρχαιολόγοι βρήκαν πολλά και κατάλαβαν περισσότερα: ανθρώπινα υπολείμματα, ταφές αλόγων, χρυσά κτερίσματα και εξεζητημένα διακοσμητικά αντικείμενα που παρέπεμπαν σε επαφές με την Περσία αλλά και με την Κίνα και ίσως και με τον ελληνικό κόσμο.

Οι ανασκαφές της δεκαετίας του 1920 δεν προχώρησαν όπως θα έπρεπε. Οι επικεφαλής αρχαιολόγοι δεν σκόνταψαν μόνο στο παγωμένο έδαφος, αλλά και στις σταλινικές διώξεις που ξεκίνησαν λίγο μετά.

Ο επικεφαλής της έρευνας, ο Ουκρανός ανθρωπολόγος Σεργκέι Ρουντένκο (Серге́й Руде́нко 1885 – 1969) στάλθηκε για να δουλέψει σε καταναγκαστικά έργα στο κανάλι της Λευκής Θάλασσας. Ευτυχώς, τα προσόντα του τον έσωσαν και τον έστειλαν στα γραφεία της υδρογραφικής υπηρεσίας, όπου τουλάχιστον έσωσε τη ζωή του και την σωματική του ακεραιότητα.

Ο άλλος συνεργάτης του, ο Μιχαήλ Γκριάζνοφ (1902 – 1984), βρέθηκε κι αυτός διωκόμενος από το 1933 και για μερικά χρόνια κι επίσης εξορίστηκε. Οι διώξεις τα ανέτρεψαν όλα. Ο πόλεμος τα «πάγωσε» όλα.

Οι ανασκαφές στους τάφους του Παζυρύκ συνεχίστηκαν από τον Ρουντένκο ξανά, από το 1947 και ύστερα. Οι ανακαλύψεις ήταν πολλές και εντυπωσιακές: στολίδια για τα θαμμένα άλογα, χαλιά με πυκνή ύφανση και πέλος, τα πιο παλιά στο είδος τους στον κόσμο, ίσως από την Περσία ή την Αρμενία, το μουμιοποιημένο σώμα ενός ηγεμόνα με τατουάζ, μικρά χρυσά αντικείμενα, κατεργασμένο μαλλί σε μορφή φελτ, βαριά φέρετρα.

Ένας μυστηριώδης πολιτισμός που αναπτύχθηκε κατά τους προχριστιανικούς αιώνες και αποδεικνύει το εύρος των ταξιδιών και του εμπορίου αυτών των λαών της στέπας. Το εσωτερικού του κάθε ταφικού τύμβου είχε καταψυχθεί κυριολεκτικά λόγω του νερού που είχε εισχωρήσει και παγώσει λίγο μετά την ταφή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διατηρηθούν υφάσματα και οργανικά υλικά σε πολύ καλή κατάσταση, μέσα σε ένα καλά κλεισμένο ψυγείο…

Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι επιστήμονες σαν τον Ρουντένκο και τον Γκριάζνοφ ασχολήθηκαν με έναν χαμένο κόσμο για τον οποίο ελάχιστα γνώριζαν οι Ευρωπαίοι ως τον 20ο αιώνα.

Οι επιστήμονες αυτοί αφιέρωσαν τη ζωή τους για να εξετάσουν τους λαούς της Σιβηρίας και τις ρίζες τους, τα τουρκόφωνα φύλα που ζούσαν για αιώνες ως έφιπποι νομάδες, βάλθηκαν να αποκαλύψουν τους πληθυσμούς της Ευρασίας που η Ιστορία είχε αδικήσει και παραμελήσει, καθώς επισκιάζονταν πάντοτε από τους μεγάλους πολιτισμούς των εγκατεστημένων στα πιο νότια.

Όμως ο πρώτος ανθρωπολόγος και γλωσσολόγος που ασχολήθηκε συστηματικά με αυτή την περιοχή ήταν ο Βίλεμ Ραντλόφ (1837 Γερμανία – 1918 Ρωσία), ένας Γερμανός επιστήμονας που πολιτογραφήθηκε Ρώσος σε ηλικία 22 ετών, έχοντας ήδη σπουδάσει στην πατρίδα του.

Είχε μάθει αρχαίες γλώσσες, είχε βαθιά γνώση όλων του τουρκογενών γλωσσών της Σιβηρίας και της Κεντρικής Ασίας, έγινε διευθυντής του Ασιατικού Μουσείου στην Αγία Πετρούπολη και ήταν ο πρώτος που έκανε ανασκαφές στα κουργκάν του Παζυρύκ τον 19ο αιώνα, συγκεκριμένα από το 1865 και μετά. Θεωρείται ως ο πρώτος τουρκολόγος.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι και αυτός, όπως και οι μεταγενέστεροι συνάδελφοί του Ρουντένκο και Γκριάζνοφ, «διώχθηκε» από τον σταλινικό παροξυσμό της δεκαετίας του 1930! Διώχθηκε μετά θάνατον, μιας και είχε πεθάνει από το 1918! Κατηγορήθηκε όμως ο ίδιος και το έργο του ως «παντουρκικό» και αυτό επηρέασε το έργο πολλών άλλων επιστημόνων.

Μεταξύ αυτών, ο τουρκολόγος και μελετητής της ευρασιατικής Ανατολής Αλεξάντερ Σαμοΐλοβιτς, ο οποίος παρότι είχε ενεργό ρόλο στην ανάπτυξη και ακαδημαϊκή δομή της δημοκρατίας του Σοβιετικού Καζακστάν, καταδικάστηκε για κατασκοπεία υπέρ τρίτων χωρών και για «παντουρκισμό», εκτελέστηκε το 1938 και αποκαταστάθηκε το 1956.

Ενώ η νεοσύστατη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του 1920 είχε δείξει μεγάλο σεβασμό σε γλώσσες και μειονότητες, μέσα σε ένα πολιτικό πλαίσιο διεθνισμού κι ένταξης των πολλών λαών στη νέα χώρα, κατά τη δεκαετία του ‘30 κι εν μέσω ενός κλίματος εξωτερικών απειλών, προκρίθηκε η πολιτική του πανρωσισμού και της αναγκαστικής γλωσσικής ομογενοποίησης.

Οι μεγάλες ανακαλύψεις στο Παζυρύκ ολοκληρώθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990, όταν βρέθηκε η «παρθένα των πάγων», μια γυναίκα μουμιοποιημένη και αυτή λόγω των συνθηκών, η οποία έζησε τον 5ο αιώνα π.Χ.

Επικεφαλής της έρευνας αυτή τη φορά ήταν μια γυναίκα αρχαιολόγος, η Ναταλία Πολοσμάκ (1956 -), η οποία επίσης χρειάστηκε να «ξεπαγώσει» με ζεστό νερό το έδαφος και τα αντικείμενα προκειμένου να τα αποσπάσει από τον τύμβο.

Μετά από πολλές περιπέτειες και διαμάχες ειδικών και τοπικών παραγόντων, η «παγωμένη πριγκίπισσα» (Алтайская принцесса) επέστρεψε στα πάτρια εδάφη κι εκτίθεται στο μουσείο Ανόχιν στο Γκόρνο Αλτάισκ, την τοπική πρωτεύουσα της περιοχής.

Τα ρούχα και τα κοσμήματα της γυναίκας αυτής ήταν από μαλλί προβάτου και καμήλας, είχε επίσης τατουάζ και δερμάτινα υποδήματα και σύμφωνα με τους ειδικούς πέθανε σε ηλικία περίπου 30 ετών.

Υπάρχουν ακόμα συζητήσεις και διαφωνίες με τις τοπικές κοινότητες και ιδίως με τους σαμάνους και όσους ακολουθούν τις παραδοσιακές λατρείες της Σιβηρίας, για το αν θα πρέπει η «πριγκίπισσα» να θαφτεί ξανά…

Οι επιστήμονες που δούλεψαν στα οροπέδια του Παζυρύκ όλες αυτές τις δεκαετίες αποκάλυψαν έναν πολιτισμό για τον οποίο γνωρίζαμε ελάχιστα.  Αυτός ο θησαυρός που ήταν προσεκτικά τοποθετημένος ανάμεσα σε κορμούς από πεύκα, βρήκε μια «δεύτερη ζωή» στις αίθουσες του δαιδαλώδους Ερμιτάζ. Δεν εκτίθεται όμως σε περίοπτη θέση, δεν χαίρει της εκτίμησης και της δημοφιλίας που του αρμόζει.

Η ξενομανία της τσαρικής Ρωσίας προσανατόλιζε την τέχνη και τα μουσεία προς την Ευρώπη, προς τα δυτικά, με έμφαση στους κλασσικούς ζωγράφους και στα στολίδια της Αναγέννησης.

Δεν δινόταν έμφαση ή σημασία σε λαούς της Ευρασίας άγνωστους και «περιθωριοποιημένους» από την παγκόσμια ιστορική συνείδηση, που ζούσαν στην αραιοκατοικημένη άκρη της Αυτοκρατορίας.

Ο λαοί της Σιβηρίας και τα υπέροχα τέχνεργά τους από τα βουνά Αλτάι βρίσκονται στην μεριά εκείνη του μουσείου όπου πηγαίνουν ελάχιστοι επισκέπτες.

Ακόμα και οι φύλακες του μουσείου δυσκολεύονται να υποδείξουν πού ακριβώς βρίσκονται τα υπολείμματα από τις ταφές του Παζυρύκ, τα χαλιά, τα κοσμήματα των αλόγων, οι πόρπες και τα μάλλινα στολίδια.

Πρέπει κανείς να επιμείνει και να αφιερώσει πολύ χρόνο για να γνωρίσει αυτή την υπέροχη κρυφή μεριά του Ερμιτάζ, εκεί όπου φυλάσσονται οι τοιχογραφίες από τα σπήλαια της Δυτικής Κίνας, τα μυστηριώδη αντικείμενα από τη Σιβηρία, τα νομίσματα και τα όπλα από τις οάσεις της Κεντρικής Ασίας, οι μινιατούρες από την Άπω Ανατολή…

Όταν το Ερμιτάζ υποδεχτεί ξανά Ευρωπαίους και δυτικούς τουρίστες, θα είχε ενδιαφέρον να υπάρξει μια προσέγγιση και αυτής της κρυφής πλευράς του μεγάλου μουσείου.

Ίσως οι άνθρωποι της στέπας του τότε, ταξίδευαν πιο γρήγορα και πιο εύκολα από τους ταξιδιώτες του σήμερα που θέλουν να πάνε στα βουνά Αλτάι της Ρωσίας ή στις μυστικές αίθουσες του Ερμιτάζ, εν μέσω απαγορεύσεων και κλειστών συνόρων…