Ακόμη κι αν σταματούσαν άμεσα οι εχθροπραξίες στην Ουκρανία, το οικονομικό κόστος του πολέμου για τη Ρωσία είναι ήδη «κλειδωμένο» στους κρατικούς προϋπολογισμούς των επόμενων ετών.
Τα τείχη του Κρεμλίνου στις όχθες του Μόσχοβα στη ρωσική πρωτεύουσα / Φωτογραφία αρχείου: Wikimedia Commons
Η Μόσχα έχει στραφεί μαζικά στον
δανεισμό για να καλύψει ένα διογκούμενο
στρατιωτικό και δημοσιονομικό κενό,
δημιουργώντας μια δυναμική που δύσκολα
θα ανατραπεί χωρίς επώδυνες επιλογές,
όπως σημειώνει το Bloomberg.
Η ρωσική κυβέρνηση έχει σπάσει κάθε
προηγούμενο ρεκόρ εκδόσεων κρατικών
ομολόγων. Μόνο μέσα στο 2025, ο δανεισμός
μέσω των λεγόμενων
OFZ έχει φτάσει τα 7,9 τρισ. ρούβλια,
ξεπερνώντας το 2020, όταν η χώρα αντιμετώπιζε
την πανδημία.
Η σύγκριση, ωστόσο, είναι παραπλανητική:
τότε τα επιτόκια ήταν εξαιρετικά χαμηλά,
ενώ σήμερα, παρά τις πρόσφατες μειώσεις,
το βασικό επιτόκιο παραμένει υψηλό,
καθιστώντας το κόστος εξυπηρέτησης του
ρωσικού χρέους δυσβάστακτο.
Η ανάγκη για δανεισμό προέκυψε από
τον συνδυασμό εξάντλησης των αποθεματικών,
διεύρυνσης του ελλείμματος και απότομης
αύξησης των στρατιωτικών δαπανών της
Ρωσίας, σε μια περίοδο όπου τα έσοδα
από πετρέλαιο και φυσικό αέριο υποχωρούν.
Οι αμυντικές δαπάνες έχουν εκτοξευθεί στο 7,3% του ΑΕΠ, με το συνολικό κόστος – άμεσο και έμμεσο – να υπερβαίνει τα αρχικά δημοσιονομικά σχέδια. Περίπου 11 τρισ. ρούβλια έχουν κατευθυνθεί άμεσα στην εισβολή στην Ουκρανία, ενώ το συνολικό κονδύλι άμυνας της Ρωσίας ξεπερνά τα 15 τρισεκατομμύρια.
Μολονότι οι επίσημες
προβλέψεις κάνουν λόγο για «σταθεροποίηση»
των στρατιωτικών δαπανών τα επόμενα
χρόνια, οι αναλυτές επισημαίνουν ότι
το πραγματικό βάρος μεταφέρεται αλλού:
στο κόστος εξυπηρέτησης του ρωσικού
χρέους.
Η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους
έχει ήδη διπλασιάσει το μερίδιό της
στον προϋπολογισμό σε σύγκριση με την
προπολεμική περίοδο. Σε ονομαστικούς
όρους, οι τόκοι ξεπερνούν πλέον τις
δαπάνες για υγεία και παιδεία, ενώ από
το 2026 αναμένεται να υπερβούν ακόμη και
το άθροισμά τους.
Αυτό περιορίζει δραστικά τη δημοσιονομική
ευελιξία της ρωσικής κυβέρνησης.
Αν τα έσοδα υπολείπονται των προβλέψεων,
οι περικοπές θα πρέπει να γίνουν σε
εθνικά αναπτυξιακά έργα ή σε προγράμματα
στήριξης της οικονομίας, καθώς οι
κοινωνικές δαπάνες θεωρούνται πολιτικά
«απαραβίαστες».
Το δημοσιονομικό μοντέλο της Ρωσίας
βασίζεται σε αισιόδοξες,
σύμφωνα με το
Bloomberg, παραδοχές για
την ισοτιμία του ρουβλίου και την τιμή
του πετρελαίου. Αν αυτές δεν επαληθευτούν,
το έλλειμμα μπορεί να διογκωθεί σημαντικά.
Παράλληλα, η αυξανόμενη χρήση ομολόγων
κυμαινόμενου επιτοκίου σημαίνει ότι
οποιαδήποτε καθυστέρηση στη μείωση των
επιτοκίων θα μεταφραστεί άμεσα σε
υψηλότερους τόκους.
Σε ένα δυσμενές σενάριο, η ρωσική
κυβέρνηση θα βρεθεί μπροστά
σε πολύ δύσκολες επιλογές: αύξηση
φόρων, περικοπές δαπανών ή ακόμη
μεγαλύτερος δανεισμός.
Τυπικά, το ρωσικό δημόσιο χρέος παραμένει χαμηλό σε διεθνή σύγκριση, κάτω από το 20% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. Αυτό αφήνει περιθώρια περαιτέρω δανεισμού. Ωστόσο, κυβερνητικές προβλέψεις δείχνουν ότι το ρωσικό κρατικό χρέος θα μπορούσε να ξεπεράσει το 20% του ΑΕΠ από το 2027 και να φτάσει έως και το 70% μέχρι το 2042, ενώ τα αποθεματικά συρρικνώνονται δραστικά.
Οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι ο δανεισμός δεν αποτελεί βιώσιμη μακροπρόθεσμη λύση για τη Μόσχα. Οι τόκοι είναι δαπάνη που δεν μπορεί να «κοπεί» – σε αντίθεση με τις στρατιωτικές δαπάνες – και θα βαραίνει τους προϋπολογισμούς της Ρωσίας ανεξάρτητα από το πώς και πότε θα τελειώσει ο πόλεμος.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει ήδη μετατραπεί σε διαρθρωτικό οικονομικό βάρος για τη Ρωσία, καταλήγει το πρακτορείο. Ακόμη κι αν τα όπλα σιγήσουν, ο λογαριασμός θα συνεχίσει να έρχεται – με τη μορφή χρέους, τόκων και περιορισμένων επιλογών για το μέλλον της ρωσικής οικονομίας.
