Τα ακραία καιρικά φαινόμενα που πλήττουν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα, είτε με τη μορφή έντονων καταιγίδων και πλημμυρών, όπως σήμερα η κακοκαιρία Byron, είτε με τη μορφή παρατεταμένων περιόδων ξηρασίας, όπως αυτή που περάσαμε πρόσφατα και στην οποία αποδίδονται οι σημερινές συνθήκες της λειψυδρίας, δεν είναι ούτε τόσο αιφνιδιαστικά, ούτε και τόσο απρόσμενα όσο παρουσιάζονται.
Η Κλιματική Αλλαγή στη δική μας γεωγραφική περιοχή δεν αναγνωρίζεται τόσο από την αύξηση της θερμοκρασίας, όπως πιστεύουν πολλοί. Η οποία, άλλωστε, αύξηση αναφέρεται στην αύξηση του μέσου όρου των θερμοκρασιών του πλανήτη και γίνεται περισσότερο αισθητή στις ψυχρές περιοχές και ειδικά στους πόλους.
Η Κλιματική Αλλαγή στην περιοχή της Μεσογείου αναγνωρίζεται κυρίως από τη συχνή εναλλαγή ακραία υγρών με ακραία ξηρές περιόδους.
Η κακοκαιρία Ιανός, που χτύπησε τη Θεσσαλία το 2021, ήταν ένα ακραίο καιρικό φαινόμενο που, σύμφωνα με τους μετεωρολόγους, είχε περίοδο επαναφοράς 500 χρόνια.
Κι όμως, μετά από 3 μόλις χρόνια από τον Ιανό, είχαμε μια ακόμη πιο σπάνια και ακραία ως προς την εκδήλωση κακοκαιρία, τον Daniel, που είχε συχνότητα επανεμφάνισης, σύμφωνα με όσα ξέραμε μέχρι πρότινος, τα 1.000 αυτή τη φορά χρόνια!
Δυο εξαιρετικά σπάνια ακραία φαινόμενα, δηλαδή, εμφανίστηκαν στο πλαίσιο της εξελισσόμενης Κλιματικής Αλλαγής μέσα σε τρία μόλις χρόνια την τελευταία πενταετία, καταστρέφοντας ό,τι βρέθηκε μπροστά τους.
Οι ακραίες καιρικές συνθήκες, συνεπώς, στην εποχή της Κλιματικής Αλλαγής δεν είναι πλέον ούτε τόσο απρόσμενες, ούτε όμως και τόσο αιφνιδιαστικές, όσο οι αρμόδιοι για τον απροετοίμαστο κρατικό μηχανισμό θέλουν να παρουσιάζουν.
Οι κακοκαιρίες μπορεί να μην είναι απολύτως προβλέψιμες, καθώς δεν υπάρχουν ακόμη δεδομένα από μεγάλες χρονοσειρές που να επιβεβαιώνουν την αλλαγή της μετεωρολογικής και υδρολογικής πραγματικότητας.
Είναι, όμως, απολύτως γνωστό και δεδομένο ότι στο εξής, στο πλαίσιο της Κλιματικής Αλλαγής, θα έχουμε συχνά την επανεμφάνιση ακραίων φαινομένων που μέχρι πρότινος εμφανίζονταν πολύ πιο σπάνια και με πολύ πιο ήπιες εκδηλώσεις από όσο σήμερα.
Γι’ αυτό και εκτός της καταπολέμησης του φαινομένου της Κλιματικής Αλλαγής μέσω της μείωσης των εκπομπών του άνθρακα, που είναι ασφαλώς η πρώτη προτεραιότητα παγκοσμίως, αναδύεται σήμερα ως στοιχειώδης ανάγκη επιβίωσης για τον πλανήτη και η μεγάλη προσπάθεια της προσαρμογής στις συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής.
Μέχρι, δηλαδή, να επιτευχθεί ο στόχος της μείωσης των εκπομπών των θερμοκηπικών αερίων σε επίπεδα που να επιτρέπουν τη σταθεροποίηση της τάσης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της γης, ένας στόχος που ειδικά σήμερα, στην εποχή του αντιρρησία της Κλιματικής Αλλαγής προέδρου Τραμπ πηγαίνει πολλά χρόνια πίσω, οφείλουμε να εκπαιδευτούμε να συνυπάρχουμε με τα ακραία φαινόμενα και να προσαρμοστούμε σε αυτά, προκειμένου να επιβιώσουμε.
Η προσαρμογή στις συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής επιβάλλει σήμερα στα κράτη τη λήψη μιας σειράς μέτρων και την εκτέλεση μιας σειράς έργων πρόληψης των ακραίων φαινομένων και μετριασμού των φυσικών καταστροφών, που θα εξασφαλίσουν την επιβίωση μέχρι να αντιμετωπιστούν οι αιτίες που προκαλούν την υπερθέρμανση του πλανήτη και τις συνέπειες που αυτή προκαλεί.
Η έρευνα για τις αιτίες που προκάλεσαν τις μεγάλες καταστροφές από την πλημμύρα Daniel στη Θεσσαλία αναδεικνύει μεγάλα κενά και ελλείψεις, η κάλυψη των οποίων πρέπει να θεωρηθεί ως υψηλής προτεραιότητας για την προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή και τον περιορισμό των φυσικών καταστροφών.
Συγκεκριμένα, στις πληγείσες περιοχές στη Θεσσαλία παρατηρήθηκε:
Απουσία έργων ορεινής υδρονομίας, όπως αναβαθμοί, μικρά ή και μεγαλύτερα φράγματα, για την καθυστέρηση και την έγκαιρη συγκράτηση των πλημμυρικών απορρών στα ανάντη των λεκανών απορροής.
Απουσία αναδάσωσης σε καμένες ανάντη δασικές περιοχές οι οποίες, ως εκ τούτου, γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης από ιδιώτες για εγκατάσταση ανεμογεννητριών, ξενοδοχειακών ή άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων. Το αποτέλεσμα είναι να χάνεται η ιδιότητα των δασών να συγκρατούν και να καθυστερούν τις πλημμυρικές απορροές, καθώς και να εμπλουτίζουν τους υδροφορείς και να εμποδίζουν τη διάβρωση και την ερημοποίηση των κατάντη εδαφών.
Απουσία λεκανών εκτόνωσης των πλημμυρικών απορροών.
Απουσία έργων καθαρισμού από τα φερτά, διάνοιξης της κοίτης και κατασκευής αναχωμάτων σε όλο το μήκος των ρεμάτων και των χειμάρρων.
Αποσπασματικά έργα αντιπλημμυρικής προστασίας μόνο σε περιοχές κατοικίας.
Υπογειοποίηση και τσιμεντοποίηση ρεμάτων και χειμάρρων εντός οικισμών.
Απουσία μελετών και έργων για την ολοκληρωμένη αντιπλημμυρική προστασία σε επίπεδο λεκανών απορροής.
Η εκ των υστέρων έρευνα, δηλαδή, αναδεικνύει ένα τεράστιο κενό στην πρόβλεψη, την πρόληψη και την ολοκληρωμένη αντιπλημμυρική προστασία.
Μια παρατήρηση που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προσαρμογή στις ακραίες συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής στη χώρα μας είναι μια πολιτική που δεν αγγίζει τις κυβερνητικές προτεραιότητες.
Μια απλή ματιά, άλλωστε, στα έργα που εντάχθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από το Ταμείο Ανασυγκρότησης τα τελευταία χρόνια αρκεί για να διαπιστωθεί το μεγάλο κενό στην πρόληψη των ακραίων φαινομένων και στον μετριασμό των φυσικών καταστροφών.
Αυτό το κενό στην προσαρμογή στις συνθήκες της Κλιματικής Αλλαγής είναι η αιτία και για τα φαινόμενα λειψυδρίας που πλήττουν τελευταία τις τουριστικές, τις αγροτικές και τις αστικές περιοχές. Αυτή, δηλαδή, είναι η αιτία τόσο της λάθος διάγνωσης, όσο όμως και της εσφαλμένης κατεύθυνσης των μέτρων για την αντιμετώπιση της λειψυδρίας. Καθώς δεν αντιμετωπίζουν τις αιτίες, που δεν είναι άλλες από την Κλιματική Αλλαγή και όσα αυτή φέρνει, αλλά μόνο τα συμπτώματα του προβλήματος.
Συμπερασματικά η Ελλάδα είναι εντελώς ανοχύρωτη απέναντι στους φυσικούς κινδύνους και στις φυσικές καταστροφές.
Με δυο λόγια δεν μας φταίει ο κακός μας ο καιρός, αλλά η πλήρης απουσία πολιτικών και επενδύσεων στην πρόληψη των ακραίων φαινομένων και στην προσαρμογή στις νέες συνθήκες.
Εκείνο που μας φταίει, τελικά, είναι η πολιτική κατεύθυνση της ιδιωτικοποίησης των Κοινών Αγαθών, της απουσίας δημόσιων έργων για την πρόληψη των ακραίων φαινομένων και τον μετριασμό των φυσικών καταστροφών, καθώς και της ανάδειξης της ατομικής ευθύνης, αντί της κρατικής, ως κεντρικής προτεραιότητας για την προστασία από τους φυσικούς κινδύνους.
Τελικά, όπως φαίνεται, ήρθε η ώρα να αποδειχθεί για ακόμη μια φορά, με τραγικό τρόπο, δυστυχώς, η θεωρία της εξέλιξης όπως την διατύπωσε ο Δαρβίνος.
Σύμφωνα με την οποία οι οργανισμοί που δεν προσαρμόζονται στις αλλαγές της φύσης, είναι καταδικασμένοι να μην επιβιώσουν από τις συνέπειες που αυτές προκαλούν.
Καθηγητής Τομέα Υδραυλικής & Τεχνικής Περιβάλλοντος, Πολυτεχνική Σχολή ΑΠΘ , Επικεφαλής της παράταξης ΑΛΛΑΓΗ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ Κ. ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
