Τα τελευταία χρόνια η Σαντάλ Μουφ έχει επικεντρωθεί στη θεωρητική διατύπωση μιας πολιτικής πρότασης για αυτό που ονομάζει «αριστερό λαϊκισμό». Βασιζόμενη τόσο πάνω στη δική της συνεισφορά στην πολιτική φιλοσοφία, με την έμφαση στην αγωνιστική (agonistic) και συγκρουσιακή συγκρότηση του πολιτικού, όσο και στο κοινό της έργο με τον Ερνέστο Λακλάου, διατυπώνει την εκτίμηση ότι η συναίνεση ανάμεσα στα κεντροδεξιά και τα κεντροαριστερά κόμματα υπέρ της παγκοσμιοποίησης και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών οδηγεί σε μια «μεταπολιτική» συνθήκη απλής τεχνικής διαχείρισης, υπονομεύοντας κάθε έννοια της δημοκρατίας ως εξουσίας του λαού.

Αντιθέτως, μια αριστερή λαϊκιστική στρατηγική θα επιτρέψει τη συνάρθρωση μιας διαθεματικής συλλογικής βούλησης που θα αποτελέσει την αφετηρία ενός νέου ηγεμονικού σχηματισμού. Παρότι η Μουφ αντιλαμβάνεται ότι τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά από τη «λαϊκιστική στιγμή» της περασμένης δεκαετίας, ιδίως εάν σκεφτούμε τις εξελίξεις σε χώρες όπως η Ελλάδα ή η Ισπανία, εντούτοις πιστεύει ότι η στρατηγική είναι επίκαιρη και ότι η ευρύτερη κοινωνική ανησυχία και κινητοποίηση γύρω από την επερχόμενη κλιματική καταστροφή προσφέρει πεδίο για το ξεδίπλωμά της.

Η Μουφ εκτιμά ότι στη συγκυρία μετά την πανδημία και μπροστά στην όξυνση της κλιματικής κρίσης, στοιχεία που έχουν ενισχύσει ένα αίσθημα ευαλωτότητας στους πολίτες, ο κίνδυνος δεν έρχεται τόσο από τον «δεξιό λαϊκισμό», όσο από το γεγονός ότι οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις εκμεταλλεύονται αυτό το αίσθημα ευαλωτότητας για να προωθήσουν μια ιδιότυπη εκδοχή τεχνο-αυταρχισμού, μια ακόμη πιο αντιδημοκρατική ψηφιακή μεταπολιτική.

Αυτά τα ερωτήματα αποτελούν την αφετηρία το τελευταίου βιβλίου της Μουφ, με τίτλο «Προς μια πράσινη δημοκρατική επανάσταση. Ο αριστερός λαϊκισμός και η δύναμη των συναισθημάτων», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Εκκρεμές σε μετάφραση του Αντώνη Γαλανόπουλου. Ομως, η Μουφ δεν προσπαθεί απλώς να διατυπώσει μια πολιτική πρόταση. Ξεδιπλώνει, ταυτόχρονα, και μια θεωρία για το τι συγκροτεί τελικά την ίδια την πολιτική και τον πολιτικό ανταγωνισμό.

Σημαντική διάσταση του στοχασμού της είναι η διαπίστωση ότι ακόμη και σε τμήματα της Αριστεράς οτιδήποτε έχει να κάνει με τα συναισθήματα θεωρείται ασυμβίβαστο με μια ορθολογική έννοια της προόδου. Ομως, για τη Μουφ, σε αντίθεση με φιλοσόφους όπως ο Χάμπερμας, το διακύβευμα δεν είναι η ορθολογική δικαιολόγηση των δημοκρατικών θεσμών αλλά τα πάθη και τα συναισθήματα που μπορούν να διασφαλίσουν την προσήλωση στις δημοκρατικές αξίες.

Η αναφορά της Μουφ στα συναισθήματα δεν είναι κάποιου είδους παραχώρηση στον ανορθολογισμό. Περισσότερο ξαναπιάνει ένα νήμα από την ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας που υπογραμμίζει τη σύνδεση ανάμεσα σε πολιτικές μορφές, πάθη και συναισθήματα, ξεκινώντας από τον Σπινόζα – όπως υπογραμμίζουν και πρόσφατες αναγνώσεις του όπως αυτή του Φρεντερίκ Λορντόν. Η πολιτική συμπεριφορά δεν στηρίζεται μόνο σε ορθολογικές επιλογές, αλλά και σε συναισθηματικές ταυτίσεις, ακριβώς επειδή οι άνθρωποι βιώνουν την κυριαρχία αλλά και την υποτέλεια ως καθημερινή εμπειρία και όχι ως αφηρημένες ιδέες. Αυτό εξηγεί, κατά τη Μουφ, γιατί παρά τον αναγκαστικά αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα τους, οι πρόσφατοι αγώνες των ανθρώπων από τους Αγανακτισμένους και το Occupy μέχρι τα «Κίτρινα Γιλέκα», έγιναν για ισότητα και κοινωνική δικαιοσύνη μαζί με ένα αίτημα δημοκρατίας.

Η Μουφ δεν παραλείπει να υπογραμμίσει ότι στην τοποθέτηση αυτή αντλεί και από τον Φρόιντ, με την έννοια ότι η κατασκευή πολιτικών ταυτοτήτων μέσω συναισθηματικής ταύτισης έχει να κάνει και με μια λιβιδινική επένδυση. Σημειώνει, όμως, ακολουθώντας ως προς αυτό τη δουλειά του καθηγητή του ΑΠΘ Γιάννη Σταυρακάκη, ότι ο Λακάν υπογραμμίζει ότι αυτό δεν σημαίνει μια πλήρη ταυτότητα, αλλά μια διαδικασία ταύτισης. Ταυτόχρονα, η Μουφ σημειώνει την παρατήρηση του Σταυρακάκη ότι σε σχέση με την «ευρωπαϊκή ταυτότητα», είχαμε μια έλλειψη συναισθηματικής ταύτισης με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, με αποτέλεσμα ακριβώς την αδυναμία να δημιουργηθεί μια ισχυρή λαϊκή ταύτιση με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η υποτίμηση αυτής της συναισθηματικής διάστασης εξηγεί κατά τη Μουφ την αποτυχία της «ρασιοναλιστικής Αριστεράς» να συνδεθεί με τις λαϊκές τάξεις, αλλά και εξηγεί πως η Ακροδεξιά προσπαθεί να εκμεταλλευτεί τα αισθήματα μνησικακίας που αναπτύσσονται μέσα στις λαϊκές τάξεις.

Αντιθέτως, η κλιματική κρίση, η αγωνία που γεννά στους ανθρώπους το ερώτημα για τη επιβίωση του πλανήτη, η απήχηση στρατηγικών όπως το Πράσινο New Deal δείχνουν, κατά τη Μουφ, ότι η «Πράσινη Δημοκρατική Επανάσταση» είναι ένα σχέδιο «που θα μπορούσε να δημιουργήσει ισχυρά συναισθήματα σε μια ποικιλία ομάδων και να συντονιστεί με τα αιτήματα εκείνων που ζητούν ασφάλεια και προστασία, ενώ παράλληλα αγωνίζονται για την ισότητα και εναντίον των διαφόρων μορφών καταπίεσης» (σ. 103). Για τη Μουφ, ο στόχος δεν είναι να «συντρίψουμε» τον καπιταλισμό, όσο να τον εκτοπίσουμε μέσα από ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις, που περιλαμβάνουν ενεργότερο ρόλο του κράτους και μια διαφορετική δημοκρατική και όχι αυταρχική αντίληψη της προστασίας. Για να καταλήξει ότι «ένα τέτοιο εγχείρημα θα μπορούσε να συνενώσει ένα ευρύ φάσμα δημοκρατικών αιτημάτων, καθώς αντιμετωπίζει την πρόκληση του νέου κλιματικού καθεστώτος ενώ διασφαλίζει την κοινωνική δικαιοσύνη και προάγει την αλληλεγγύη».

Για τη Σαντάλ Μουφ αναπόσπαστο κομμάτι μιας αγωνιστικής σύλληψης της δημοκρατίας είναι να συναντηθούν οι ιδέες με τα συναισθήματα ώστε να αποκτήσουν δύναμη. «Η συναισθηματική δύναμη του δημοκρατικού φαντασιακού παρέχει τις σημασιοδοτήσεις που παρακινούν τους ανθρώπους να δράσουν» (σ. 99). Η «Πράσινη Δημοκρατική Επανάσταση» είναι στα μάτια της το «ηγεμονικό σημαίνον» που μπορεί να κινητοποιήσει αυτές τις αναγκαίες ταυτίσεις και να διαμορφώσει ένα νέο «εμείς» που θα δράσει για έναν κοινό στόχο.