Τα πάντα είναι θέμα οπτικής. Το ίδιο γεγονός μπορεί να είναι μια επαρκής ανταπόδοση, μπορεί να είναι μεγάλη πρόκληση, μπορεί να είναι «χτύπημα που δεν μπορεί να είναι αναπάντητο», μπορεί να είναι «η αεράμυνά μας χτύπησε εισερχόμενα αντικείμενα».

Αυτό μπορεί να ισχύει κατεξοχήν για τις επιθέσεις που πραγματοποίησε το Ισραήλ στο στόχους στο έδαφος του Ιράν, κοντά στην πόλη Ισφαχάν και στη Συρία.

Οι επιθέσεις δείχνουν αρκετά προσεκτικά σχεδιασμένες ώστε να δίνουν το μήνυμα ότι το Ισραήλ «απάντησε» στο πλήγμα που δέχτηκε από τη μεγάλη επίθεση του Ιράν με μη επανδρωμένα αεροσκάφη και πυραύλους, χωρίς το «μήνυμα» να συνιστά κλιμάκωση.

Με αυτό τον τρόπο προσπάθησε η ισραηλινή κυβέρνηση να ισορροπήσει ανάμεσα στην διάθεση να απαντήσει στην ιρανική επίθεση, την πρώτη απευθείας επίθεση άλλου κράτους στο έδαφος του Ισραήλ από το 1991, αλλά και στην μεγάλη πίεση κυρίως από τις ΗΠΑ να αποφευχθεί οτιδήποτε θα παρέπεμπε σε περιφερειακή σύγκρουση στην ευρύτερη περιοχή. Μια πίεση που συνοδεύτηκε από τη ρητή υπόμνηση ότι η καθοριστική για την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων της ιρανικής επίθεσης αμερικανική υποστήριξη, δεν θα υπήρχε σε ενδεχόμενη κλιμάκωση.

Ούτε ήθελε η ισραηλινή κυβέρνηση να κάνει επιλογές που θα έθεταν σε κίνδυνο το σημαντικό πακέτο βοήθειας των ΗΠΑ που χρειάζεται για να συνεχίσει τις επιχειρήσεις στη Γάζα. Από την άλλη, η επίθεση ήταν «τόσο όση» χρειαζόταν για να δώσει τον συμβολισμό – κυρίως και προς το εσωτερικό του Ισραήλ – ότι μπορούν να πλήξουν τις «στρατηγικές εγκαταστάσεις» του Ιράν.

Από τη μεριά της, η ιρανική πλευρά, που είχε σπεύσει να υπογραμμίσει ότι θεωρεί ότι μετά τη δική της ανταπόδοση «το θέμα είναι λήξαν», επέλεξε μια ρητορική που δεν τη δεσμεύει σε ανταπόδοση. Τα χτυπήματα υποβαθμίστηκαν, η αεράμυνα επαινέθηκε και στην ιρανική δημόσια σφαίρα εξακολουθεί να κυριαρχεί η παρουσίαση ως μεγάλου επιτεύγματος της δικιάς τους επίθεσης.

Την ίδια στιγμή, η Τεχεράνη δείχνει να στέλνει το μήνυμα και προς τις ΗΠΑ ότι υπό προϋποθέσεις μπορεί να φερθεί με ρεαλισμό μεγαλύτερο από αυτόν που περιγράφει η ρητορική της.

Βεβαίως όλα αυτά δεν αναιρούν ότι έχουμε μπει σε μια φάση ούτως ή άλλως αυξημένου κινδύνου κλιμάκωσης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Η 7η Οκτωβρίου και στη συνέχεια η συνεχιζόμενη ισραηλινή πολεμική επιχείρηση στη Γάζα έχουν διαμορφώσει νέους συσχετισμούς στην ευρύτερη περιοχή, στο φόντο μάλιστα γενικότερων διεθνών διαιρέσεων και μετατοπίσεων.

Ανεξαρτήτως βραχυπρόθεσμων εξελίξεων, μεσοπρόθεσμα τόσο η Δύση όσο και το Ισραήλ θα μετρήσουν κόστος από τις εξελίξεις αυτές, που ανέκοψαν τις διαδικασίες «εξομάλυνσης» στην περιοχή και έδωσαν έστω και έμμεσα ώθηση στη μετάβαση σε έναν περισσότερο πολυπολικό κόσμο.

Και η διαφαινόμενη προσπάθεια του Ισραήλ να κλιμακώσει τις επιχειρήσεις στη Γάζα, ως αντάλλαγμα και για τη σχετική «αυτοσυγκράτηση» του απλώς θα επιτείνει δυναμικές που το Ιράν θεωρεί ότι το ευνοούν περισσότερο ίσως από την όποια επίδειξη δύναμης, χωρίς αυτό να αναιρεί ότι με τη δική του κίνηση έδειξε ότι έχει τελικά αυξημένες ικανότητες «εμπλοκής».