website analysis Υγεία / Σίγουρα πρέπει να αυξήσετε την «καλή» χοληστερόλη;  – Epikairo.gr

Για χρόνια, η χοληστερόλη αντιμετωπίζεται ως ένας από τους βασικούς δείκτες καρδιαγγειακού κινδύνου. Και πράγματι, τις περισσότερες φορές θέλουμε τα επίπεδά της να είναι χαμηλά, ιδανικά κάτω από τα 150 mg/dL. Όμως, όπως γνωρίζει όποιος  κάνει εξετάσεις αίματος, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά.

Οι μετρήσεις δεν δείχνουν μόνο τη συνολική χοληστερόλη, αλλά και επιμέρους δείκτες: LDL, HDL και τριγλυκερίδια. Και εδώ εμφανίζεται το παράδοξο: ενώ η «κακή» (LDL) πρέπει να είναι χαμηλή, η HDL —η λεγόμενη «καλή» χοληστερόλη— θεωρείται επιθυμητό να είναι υψηλή.

Η HDL (High Density Lipoprotein) κυκλοφορεί στο αίμα χωρίς να φράζει τις αρτηρίες. Αντίθετα, συνδέεται με χαμηλότερο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων. Η LDL (Low-Density Lipoprotein), από την άλλη, συσσωρεύεται στα τοιχώματα των αγγείων και αυξάνει τον κίνδυνο εμφράγματος και εγκεφαλικού. Τα τριγλυκερίδια, επίσης λιπίδια στο αίμα, επιβαρύνουν περαιτέρω τον καρδιαγγειακό κίνδυνο όταν συνδυάζονται με υψηλή LDL ή χαμηλή HDL.

Με αυτά τα δεδομένα, φαίνεται λογικό να πιστεύει κανείς ότι η αύξηση της HDL θα προστατεύσει την καρδιά. Ωστόσο, η επιστημονική έρευνα των τελευταίων δεκαετιών έχει περιπλέξει την αλήθεια γύρω από το θέμα, τονίζει το TIME.

Μελέτες που εξέτασαν φαρμακευτικές παρεμβάσεις για την αύξηση της HDL δεν έδειξαν μείωση των καρδιακών επεισοδίων. Με απλά λόγια: το να ανεβάσουμε την «καλή» χοληστερόλη δεν σημαίνει απαραίτητα ότι μειώνουμε τον κίνδυνο για καρδιακές παθήσεις.

Όπως εξηγεί ο καρδιολόγος Anand Rohatgi από το UT Southwestern Medical Center, ήδη από τη δεκαετία του 1970 μεγάλες μελέτες έδειξαν ότι τα πολύ χαμηλά επίπεδα HDL συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφράγματος. Γι’ αυτό και η HDL ενσωματώθηκε στους υπολογισμούς καρδιαγγειακού κινδύνου που χρησιμοποιούν ακόμη οι γιατροί. Όμως αυτή η σχέση είναι συσχετιστική, όχι αιτιώδης. Δηλαδή, η χαμηλή HDL «δείχνει» αυξημένο κίνδυνο, δεν αποτελεί όμως από μόνη της στόχο θεραπείας.

Οι ειδικοί συμφωνούν ότι δεν πρέπει να εστιάζουμε σε έναν μόνο αριθμό. Η συνολική εικόνα —ηλικία, φύλο, αρτηριακή πίεση, διαβήτης, τρόπος ζωής— είναι πολύ πιο καθοριστική για την υγεία της καρδιάς. Τα επίπεδα της HDL, όσο χρήσιμα κι αν είναι ως δείκτης, «δεν είναι και κρυστάλλινη σφαίρα», όπως λέει χαρακτηριστικά ο Rohatgi.

Παρόλα αυτά, υπάρχουν συνήθειες που συνδέονται με υψηλότερα επίπεδα HDL και ταυτόχρονα ωφελούν συνολικά την καρδιαγγειακή υγεία. Η σωματική άσκηση είναι ίσως η σημαντικότερη. Η καθιστική ζωή αυξάνει τον κίνδυνο καρδιοπάθειας, ενώ η τακτική κίνηση έχει αποδειχθεί ότι ανεβάζει την HDL και μειώνει τη θνησιμότητα. Οι καρδιολόγοι συνιστούν περίπου 30 λεπτά μέτριας αερόβιας άσκησης, πέντε φορές την εβδομάδα — είτε πρόκειται για γρήγορο περπάτημα, χορό, κολύμπι ή ποδήλατο.

Η διατροφή παίζει επίσης κρίσιμο ρόλο. Τροφές πλούσιες σε μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά, όπως το ελαιόλαδο και τα λιπαρά ψάρια, μπορούν να βελτιώσουν την αναλογία HDL προς LDL. Αντίθετα, τα κορεσμένα λιπαρά —κόκκινο κρέας, πλήρη γαλακτοκομικά, τηγανητά και επεξεργασμένα τρόφιμα— επιβαρύνουν την υγεία.

Το κάπνισμα αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα. Όχι μόνο μειώνει τα επίπεδα της HDL, αλλά επηρεάζει και τη λειτουργικότητά της, κάνοντάς την λιγότερο «προστατευτική». Η διακοπή του καπνίσματος μπορεί να αυξήσει την HDL μέσα σε λίγες εβδομάδες, σύμφωνα με αναλύσεις.

Τέλος, η απώλεια βάρους —ακόμη και μικρή— μπορεί να βελτιώσει τη χοληστερόλη. Μελέτες δείχνουν ότι απώλεια μόλις 1–3% του σωματικού βάρους αρκεί για να φανεί θετική επίδραση στην HDL, ενώ παράλληλα μειώνονται τα τριγλυκερίδια και η LDL.

Παρά το γεγονός ότι οι ειδικοί δεν γνωρίζουν ακόμη με ακρίβεια πόσο «προστατευτική» είναι η αύξηση της HDL από μόνη της, οι υγιεινές συνήθειες έχουν αποδεδειγμένα πολλαπλά οφέλη: μεγαλύτερη μακροζωία, καλύτερη φυσική κατάσταση, μικρότερο κίνδυνο καρδιακής νόσου. Αν μέσα σε όλα αυτά αυξάνεται και η «καλή» χοληστερόλη, αυτό είναι απλώς ένα επιπλέον μπόνους, όχι ο κύριος στόχος.