Στα ύψη βρίσκεται το πολιτικό θερμόμετρο και σήμερα Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου με τη διεξαγωγή της προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών, που ζήτησαν το ΚΚΕ, και ο ΣΥΡΙΖΑ «με αντικείμενο το έγκλημα των Τεμπών».

Στο πλαίσιο της διαδικασίας τοποθετείται και ο Κυριάκος Μητσοτάκης.


Αναμένεται να επιχειρήσει να κάνει μια αναφορά στο τι ακριβώς έχει γίνει μέχρι σήμερα για τον ελληνικό σιδηρόδρομο, δηλαδή σε ποιο σημείο βρισκόμαστε και ποιες πολιτικές πρωτοβουλίες μένει να αναλάβει το αμέσως προσεχές διάστημα. Παράλληλα, όμως θα αναφερθεί και στις διαχρονικές παθογένειες στο θέμα των ελληνικών σιδηροδρόμων. Την παραδοχή για τις πολιτικές ευθύνες έχει κάνει τόσο ο ίδιος, όσο και όλη η κυβέρνηση. Αναμένεται να αποδομήσει τα επιχειρήματα της αντιπολίτευσης που επιμένουν, όπως αναφέρουν από την κυβέρνηση, να κάνουν λόγο για συγκάλυψη.

Θα ακολουθήσουν στο βήμα κατά σειρά οι δύο αρχηγοί που κατέθεσαν το σχετικό αίτημα, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, Δημήτρης Κουτσούμπας και ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτης Φάμελος.

Παράλληλα σήμερα, όπως έχει προαναγγείλει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, Νίκος Ανδρουλάκης, αναμένεται η κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, καθώς οι διαβουλεύσεις των προηγούμενων ημερών ανάμεσα στα κόμματα της αντιπολίτευσης, οδήγησαν εν τέλει στη μεταξύ τους συμφωνία.

Διαβάστε επίσης: Τέμπη – Πρόταση δυσπιστίας / «Τα βρήκαν» τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης – Πότε κατατίθεται

Όπως συμφωνήθηκε αργά χθες, μεταξύ ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, «Πλεύση Ελευθερίας» και Νέα Αριστερά , σήμερα το πρωί θα πραγματοποιηθούν οι ομιλίες των αρχηγών των κομμάτων στο πλαίσιο της προγραμματισμένης προ ημερησίας συζήτησης και εν συνεχεία θα κατατεθεί η πρόταση μομφής.

Σύμφωνα με το άρθρο 84 του Συντάγματος, η συζήτηση για την πρόταση δυσπιστίας, αρχίζει μετά από δύο ημέρες από την υποβολή της, εκτός και αν η κυβέρνηση ζητήσει να αρχίσει αμέσως, ενώ δεν μπορεί να παραταθεί πέραν των τριών ημερών από την έναρξή της.

Η ψηφοφορία θα αρχίσει αμέσως μετά την ολοκλήρωση της συζήτησης, ενώ μπορεί να αναβληθεί για 48 ώρες εάν το ζητήσει η κυβέρνηση και γίνεται δεκτή μόνο αν εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του αριθμού των βουλευτών.