Πόσοι από εμάς δεν είμαστε δέσμιοι της “εικόνας”; Άλλοι σε προσωπικό επίπεδο, άλλοι σε επαγγελματικό, σπαταλάμε τον πολύτιμο χρόνο μας για να αποδείξουμε επίπλαστες επιτυχίες στοχεύοντας να θολώσουμε την κρίση και τα συμπεράσματα των ανθρώπων που μας περιβάλλουν. Δεν εξαιρώ τον εαυτό μου που, εκτός των άλλων, ασχολούμαι και με την “εικόνα” των βιβλίων, ίσως παραπάνω από όσο θα έπρεπε. Το εξώφυλλο, ο τίτλος, η ποιότητα του χαρτιού ακόμη και η γραμματοσειρά δημιουργούν έναν ιδιαίτερο συνδυασμό που αρκετές φορές καθορίζει τις επιλογές μου.
Μπορεί κάποιοι να μην καταλαβαίνουν αυτήν την ανάγκη μου αλλά οι φίλοι μου την έχουν πλέον αποδεχτεί. Γι’ αυτό μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση όταν ένας πολύ δικός μου άνθρωπος, η Μ. μού χάρισε το βιβλίο του Κώστα Εξαρχέα «Το μήλο δεν έπεσε κάτω απ’ τη Μηλιά» από τις εκδόσεις Ψυχογιός. Ένα βιβλίο που σίγουρα θα προσπερνούσα και μάλιστα χωρίς τύψεις. Αντιστάθηκα στην ανάγνωσή του αλλά τελικά η περιέργειά μου νίκησε. Ίσως γιατί χρειαζόμουν μια επιβεβαίωση στον κανόνα και στα στερεότυπά μου. Αντί όμως για επιβεβαίωση ήρθε η διάψευση.
Ο πρωταγωνιστής, ο Κώστας είναι ένας άντρας πενήντα πέντε χρόνων, παντρεμένος, πατέρας δύο κοριτσιών που βρίσκεται μπροστά σε μια επικίνδυνη αποστολή! Πρέπει να βάλει σε τάξη την αποθήκη του σπιτιού του έχοντας, πλέον, εξαντλήσει όλα τα περιθώρια για αναβολές. Εκεί, τον περιμένει μια κούτα φυλαγμένη από τη μητέρα του γεμάτη προσωπικά του αντικείμενα απ’ τα οποία ξεπηδούν μνήμες και θύμισες. Μέσα σ’ όλα, κρατημένο και ένα τετράδιο εκθέσεων από τα μακρινά χρόνια του δημοτικού σχολείου, που δίνει την αφορμή στον συγγραφέα να μας μεταφέρει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις αρχές τις δεκαετίας του ΄80, στη μεσσηνιακή Μάνη.
Πάσχα στο χωριό Μηλιά, λοιπόν, μέσα από τα μάτια ενός παιδιού που ζει στην πόλη και ξαφνικά βρίσκεται στην πλατεία με την εκκλησία του Σταυρού και τα δύο μεγάλα πλατάνια, βλέπει τα καφενεία να γίνονται παντοπωλεία αλλά και ταβέρνες, ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων. Άνθρωποι απλοί, που μιλούν ώρες για την πολιτική κατάσταση της χώρας με τη δική τους ιδιαίτερη ντοπιολαλιά. Κι όμως δεν μένουν όλα καθημερινά και ήρεμα γιατί ένας φόνος χτυπά την πόρτα του χωριού. Ένας άντρας νεκρός πεσμένος έξω από το σπίτι του και ο χωροφύλακας του χωριού, ένας λεβέντης με μουστάκι σαν του Χίτλερ και μαλλί βαμμένο κορακί, πρέπει να δώσει φως στην υπόθεση.
Μέσα από μια σειρά ανακρίσεων που γίνονται, μαθαίνουμε ιστορίες φίλων και γειτόνων του νεκρού και για τις μεταξύ τους σχέσεις. Άνθρωποι που είναι έτοιμοι να κατηγορήσουν ο ένας τον άλλο κάνοντας το χωριό άνω κάτω. Κυρίως, όμως, γνωρίζουμε την οπτική τους για την οικογένεια, τη φιλία, τον έρωτα, την προδοσία. Στη σκιά ενός εγκλήματος ξεδιπλώνεται μια συντηρητική κοινωνία που θεωρεί ότι μια γυναίκα μπορεί να «λερώσει» το όνομα της οικογένειάς της και γι’ αυτό πρέπει να μαζευτούν τα «λουριά» της, να έρθει ο φόβος και να σβήσει τη φωνή της. Τελικά, ποιος απ΄ όλους είναι ο ένοχος; Θα βρεθεί για να τιμωρηθεί;
Ο συγγραφέας, με χιούμορ που εναλλάσσεται με τη συγκίνηση, αναμοχλεύει τα παιδικά του χρόνια, σκοντάφτει σε πράγματα που πιστεύει ότι έχει ξεριζώσει οριστικά μέσα του και μας θυμίζει με τρόπο πολύ γοητευτικό, πως όλοι έχουμε μια αποθήκη, της οποίας το μέγεθος ποικίλλει για τον καθένα, είτε από ανάγκη είτε από επιλογή.
Όση ώρα διάβαζα το βιβλίο, ο νους μου ταξίδεψε στη δική μου αποθήκη, μέτρησα τις κούτες και, ευτυχώς, καμία δεν είχε μετακινηθεί. Η περιουσία μου ήταν στην θέση της!
Υ.Γ.: Προς τη Μ: στη δική σου κούτα πρόσθεσα και αυτό το βιβλίο για να μου θυμίζει πάντα την ευκαιρία που μου χάρισες.
ΤΟ ΜΗΛΟ ΔΕΝ ΕΠΕΣΕ ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΜΗΛΙΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΕΞΑΡΧΕΑΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ