website analysis Βαρδούσια: «Δεν έκαναν ένα πέρασμα, γλίστρησαν και έπεσαν στο γκρεμό» -Ο φίλος που ειδοποίησε τις αρχές εξηγεί πώς έγινε η τραγωδία – Epikairo.gr

Για τους δύο φίλους του, με τους οποίους μοιράζονταν το κοινό πάθος της ορειβασίας, μίλησε στο iefimerida o Παναγιώτης Καπώνης, ο οποίος ειδοποίησε τις αρχές καθώς δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί τους.

Ο Παναγιώτης Καπώνης γνώριζε τόσο τον Γιώργο Δόμαλη όσο και τον Θανάση Κολοτούρο, δύο από τους τέσσερις ορειβάτες που έχασαν τη ζωή τους στα Βαρδούσια.

«Γνώριζα τον Θανάση πριν τον Γιώργο, αλλά ο Θανάσης ζούσε στην Κρήτη, ήταν εκεί στην Αεροπορία και δεν κάναμε πορείες μαζί, είχαμε κάνει πολύ παλιά, αλλά ήμασταν σε επικοινωνία. Θα ερχόταν μόνιμα στην Αχαΐα εφόσον έπαιρνε τη σύνταξη, για να τον εντάξω στην ομάδα που είχα. Παρακολουθούσαμε ο ένας τον άλλον. Να κάνουμε πράγματα τώρα μες στον χειμώνα, να κατέβουμε και Κρήτη, να πάμε και Βαρδούσια, να του γνωρίσω τον Γιώργο και άλλα παιδιά, να φύγουμε το καλοκαίρι να πάμε Δολομίτες ή αυστριακές Άλπεις, να βγούμε να πάμε και εξωτερικό.

Πριν 1,5 μήνα ήταν να ανέβω μαζί προς τη Ζήρεια με τον Γιώργο, προς τιμήν ενός φίλου από την Πάτρα που είχε χάσει τη ζωή του πριν 6 μήνες στο Mont Blanc, ατύχημα. Με είχε πάρει τηλέφωνο ο Θανάσης για να ανέβουμε στο βουνό και του λέω θα έρθεις μαζί, να πάμε Ζήρεια, να σου γνωρίσω και τον Γιώργο, είναι ένα από τα παιδιά της ομάδας που κάνουμε πράγματα μαζί. Εκεί τους γνώρισα ουσιαστικά. Κάτσαμε για φαγητό μετά, σχεδιάζαμε διάφορα για τον χειμώνα και για τα Βαρδούσια και για όλη την Ελλάδα γενικά, να κατέβουμε στην Κρήτη την άνοιξη, που την ήξερε καλά ο Θανάσης», πρόσθεσε.

«Αν υπήρχε κάποιος στη ζωή θα χτύπαγε το 112, εφόσον δεν το είχαν πάρει σημαίνει ότι είχε γίνει ήδη το μοιραίο»

Όπως λέει, δεν ήταν μαζί με τους τέσσερις ορειβάτες λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. «Θα μπορούσα να είμαι ο πέμπτος της παρέας αν δεν είχα επαγγελματικές υποχρεώσεις, αλλά δεν ήμουν ο πέμπτος που αποφάσισε να μην πάει» ανέφερε.

Ο κ. Καπώνης ήταν ένας από τους ανθρώπους που καλούσε τους δύο φίλους του για να τους ευχηθεί «χρόνια πολλά» για τα Χριστούγεννα, αλλά και για να τους ρωτήσει πώς είναι στο βουνό.

«Εγώ θα έπαιρνα τηλέφωνο ούτως ή άλλως να μιλήσω με τον Γιώργο, να δω αν έχει ρίξει πολύ χιόνι επάνω, τι κάνανε, αν ανέβηκαν, να πω Χρόνια Πολλά. Όταν πήρα δεύτερη, τρίτη φορά και δεν είχαν σήμα και οι δύο ανησύχησα και μετά με παίρνει η κοπέλα του Γιώργου και μου λέει δεν τον βρίσκω, δεν έχουν σήμα. Ξαναπαίρνω. Η ώρα είχε πάει 6 το απόγευμα και, εφόσον δεν είχαν κατέβει, κατευθείαν πήγε το μυαλό μου σε κάτι πολύ κακό, γιατί σε εκείνο το σημείο δεν υπάρχει κάπου να κρυφτείς. Δεν υπάρχουν σχοινιά, καταφύγιο, είναι ένα μεγάλο πλάτωμα. Γι’ αυτό ψάχναμε το βράδυ στα καταφύγια γύρω-γύρω, μήπως είχαν πάει και είχαν κρυφτεί εκεί γιατί είχαν τραυματισμό, αλλά και πάλι θα χτύπαγαν το 112. Αν υπήρχε κάποιος στη ζωή θα χτύπαγε το 112. Εφόσον δεν το είχαν πάρει σημαίνει ότι είχε γίνει ήδη το μοιραίο».

Ερωτηθείς τι θα τους έλεγε για αντίο, απάντησε «καλό πέρασμα. Να μας προσέχουν εμάς που συνεχίζουμε να ανεβαίνουμε στα βουνά, δεν θα το αφήσουμε», είπε.

«Ήταν άδικο γιατί δεν έκαναν ένα πέρασμα, μια τραβέρσα, γλίστρησαν και έπεσαν στον γκρεμό. Να πω πήγαν να κάνουν ένα δύσκολο πέρασμα και έφυγαν από κάτω. Ήταν στο ίσιωμα, σε ένα μέρος που ήταν πλάτωμα, και ξεκίνησαν να ανεβαίνουν το τελευταίο κομμάτι για να βγουν στον Μέγα Κάμπο. Εκεί ή κόψανε τη χιονοστιβάδα από κάτω που είχε βάση ή έφυγε μόνη της. Ήταν αρκετά τα λάθη που έκαναν τα παιδιά. Δεν θα έπρεπε καν να ανέβουν, γιατί αρκετοί εδώ μου έλεγαν ότι αν ήσουν επάνω τι θα έκανες. Αν ήμουν επάνω δεν θα ανεβαίναμε» επισήμανε.

Αυτό που υπογραμμίζει ο κ. Καπώνης είναι ότι «όταν πηγαίνεις σε πεδία που εγκυμονούν κίνδυνοι για χιονοστιβάδες κρατάς τουλάχιστον μια απόσταση 50-60 μέτρα από τον άλλον, να περάσει ο ένας, να ελέγξει το πεδίο, να περάσει ο δεύτερος επάνω στα ίδια βήματα, να περάσει ο τρίτος, ο τέταρτος… Έτσι τι επιτυγχάνουμε, αν είχε ανέβει ένας επάνω και την είχε κόψει, οι άλλοι τρεις θα είχαν γλιτώσει, αν όχι οι τρεις, οι δύο».