website analysis Το τελευταίο άγχος στην αγορά, ο θάνατος της αλήθειας, ιστορίες από τους τοίχους της Θεσσαλονίκης και οι βασιλιάδες των κρυπτονομισμάτων – Epikairo.gr

Τελευταία ημέρα του χρόνου η σημερινή και όλοι -λίγο πολύ- τρέχουν. Οι καταναλωτές για τα ψώνια της έσχατης ώρας και η αγορά για τις τελευταίες προμήθειες, ώστε όλοι να μείνουν ικανοποιημένοι. Ως συνήθως το μεγαλύτερο βάρος αυτή τη μέρα φορτώνεται στο λιανεμπόριο, καθώς τα μαγαζιά θα παραμείνουν ανοιχτά μέχρι το απόγευμα. Αρκετοί Θεσσαλονικείς έχουν εκδράμει έστω και με προβλήματα στις μετακινήσεις λόγω των αγροτικών κινητοποιήσεων που συνεχίζονται εν μέσω ασαφειών. Αλλά η Θεσσαλονίκη φιλοξενεί και αρκετούς επισκέπτες που θα αλλάξουν το χρόνο στην πλατεία Αριστοτέλους, στον Λευκό Πύργο και άλλα σημεία. Η πόλη έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν ερημώνει και μάλλον σήμερα το βράδυ δεν θα κοιμηθεί κιόλας. 

Ένα από τα διαχρονικά διδάγματα της ιστορίας είναι ότι το πρώτο θύμα κάθε πολέμου είναι η αλήθεια. Σε κάθε εποχή και σε κάθε πόλεμο. Από χθες, για παράδειγμα, η κυρίαρχη είδηση είναι εάν η επίθεση της Ουκρανίας με drones σε μία από τις κατοικίες του Πούτιν, την οποία κατήγγειλαν οι Ρώσοι, έγινε πράγματι ή πρόκειται για fake news; Το Κίεβο διαψεύδει, η Μόσχα απειλεί με αντίποινα και συγχρόνως σκληραίνει τη στάση της στις διαπραγματεύσεις για τον τερματισμό του πολέμου. Μάλλον σε αυτή τη… λεπτομέρεια βρίσκεται το ζουμί της ιστορίας. Οι Ρώσοι που σαφώς κερδίζουν έδαφος στο πεδίο της μάχης -αργά αλλά σταθερά- πιθανόν να μην καλοβλέπουν σε αυτή τη φάση την προοπτική της ειρήνης, σε έναν πόλεμο που οι ίδιοι ξεκίνησαν. Από την άλλη χρειάζονται μία δικαιολογία -ίσως και περισσότερες- για να δικαιολογήσουν την απροθυμία τους να διαπραγματευθούν. Το πιθανότερο είναι οι Αμερικάνοι μέσω των ψηφιακών και δορυφορικών μέσων του διαθέτουν να γνωρίζουν την αλήθεια και γι’ αυτό ο Τραμπ δεν έχει εκραγεί. Δύσκολα παιχνίδια, τα οποία προορίζονται για μεγάλα παιδιά, αλλά ενίοτε τα παίζουν έφηβοι!  

Έχουμε πει -ή μάλλον έχουμε γράψει- πολλές φορές ότι οι τοίχοι στις πόλεις του κόσμου μιλούν. Με ένα σύνθημα, με ένα σύμβολο, με ένα γκράφιτι, ακόμη και με την καθαρότητα και λαμπερότητά τους, όπως συμβαίνει -για παράδειγμα- στα νησιά του Αιγαίου κάθε Άνοιξη και Καλοκαίρι. Η Θεσσαλονίκη ως αστικός ιστός σημαντικού μεγέθους έχει απ’ όλα, αν και η βρωμιά και οι μουτζούρες κυριαρχούν. Όχι παντού, όμως. Η φωτογραφία που δημοσιεύουμε είναι σαφώς κινηματογραφική και αφορά μιάν άλλη εποχή.  Το γκράφιτι βρίσκεται σε έναν τοίχο σε κάποιο παράρτημα της οδού Γιαννιτσών, κάπου κοντά στο εμπορικό κέντρο One Salonica και ο καλλιτέχνης αξιοποίησε τον ίδιο το χαρακτήρα του τοίχου. Διηγείται μια ιστορία, μάλλον συνηθισμένη, αλλά με προεκτάσεις. Στο παράθυρο ο σύζυγος -αν υποτεθεί ότι είναι σύζυγος-, ο οποίος γύρισε αιφνιδιαστικά στο σπίτι πεπεισμένος ότι η γυναίκα του τον απατάει, να ψάχνει απεγνωσμένα αποδείξεις της απάτης. Προσπαθεί να διακρίνει πού πήγε ο εραστής, ο οποίος πήδηξε από το παράθυρο. Δίπλα του η κυρία με ελαφρά ενδυμασία αγωνιά ωσαύτως, αφού πιθανότατα ούτε εκείνη γνωρίζει τι έγινε ο άνδρας που το έσκασε από το παράθυρο μόλις ακούστηκε θόρυβος στην εξώπορτα. Είναι ο νέος που με αδαμιαία περιβολή κρέμεται από το λούκι και καταφέρνει -για πόσο άραγε;- να παραμένει αόρατος, εφαρμόζοντας εν μέρει το στρατιωτικό δόγμα «κάλυψη, απόκρυψη και παραλλαγή». Μια θεατρική ή κινηματογραφική σκηνή με πλήρη διαύγεια. Πριν ή μετά το γκράφιτι κάποιος λίγο πιο πεζός καλλιτέχνης και καθόλου ευφάνταστος ερωτευμένος έγραψε στον τοίχο, ακριβώς κάτω από την εκφραστική ζωγραφιά, «Θεοδώρα σε αγαπώ». Τώρα αν η Θεοδώρα είδε το σύνθημα, εάν το κατάλαβε, εάν συμφωνεί και εάν συγκινείται με έναν έρωτα σε στιλ «εμπρός στον έτσι που χάραξε ο τέτοιος» το ξέρει -ή δεν το ξέρει- μόνο η ίδια. Εμείς οι υπόλοιποι είμαστε… καταδικασμένοι να μείνουμε με την απορία.    

Τα τελευταία χρόνια όλο και συχνότερα οι τεχνολογικές εξελίξεις συνδέονται απευθείας με τον κόσμο της οικονομίας, ενίοτε και της κερδοσκοπίας. Διόλου τυχαία ορισμένα από τα πιο φωτεινά και προχωρημένα μυαλά του πλανήτη ασχολούνται με την επόμενη φάση της χρηματοπιστωτικής βιομηχανίας, που δεν είναι άλλη από την κρυπτογράφηση. Καθόλου τυχαία οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες σχεδιάζουν ήδη τα δικά τους ψηφιακά νομίσματα, έχοντας αφήσει κατά μέρος τους ενδοιασμούς που τις ταλαιπώρησαν αρκετά χρόνια. Τα κρυπτονομίσματα, με κορυφαίο το bitcoin, καταλαμβάνει καθημερινά όλο και πιο περίοπτη θέση στην οικονομική και επενδυτική πραγματικότητα, λειτουργώντας τόσο ως νόμισμα -λιγότερο-, όσο και ως επενδυτικό καταφύγιο, δηλαδή ως… εμπόρευμα. Το βιβλίο του Τζεφ Τζον Ρόμπερτς «Οι βασιλιάδες των κρυπτονομισμάτων» (μετάφραση Άγγελος Μουταφίδης, εκδόσεις Καστανιώτη) έχει τον επεξηγηματικό υπότιτλο «Η προσπάθεια μιας νεοφυούς επιχείρησης να μεταφέρει την αγορά κρυπτονομισμάτων από τη Σίλικον Βάλεϊ στη Γουόλ Στριτ». Ο δημοσιογράφος -και πλέον συγγραφέας- καταγράφει ένα δράμα εν εξελίξει σκιαγραφώντας την άνοδο, την πτώση και την αναγέννηση του bitcoin, μέσα από τις εμπειρίες των σημαντικότερων διεθνών πρωταγωνιστών του. Παρακολουθεί αυτό το σύμπαν και αποκαλύπτει τι ακριβώς συμβαίνει όταν νεοφυείς επιχειρήσεις προσπαθούν -συχνά από τη μια στιγμή στην άλλη- να διαταράξουν την χρηματοοικονομική διαχείριση κολοσσιαίων κεφαλαίων. Δεδομένου, μάλιστα, ότι το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε το 2021 -κάτι που σημαίνει ότι η μέχρι τότε μεγαλύτερη ανταλλακτική αξία του bitcoin που είχε καταγραφεί ήταν 20.000 δολ. το 2018, πολύ μακριά από τις πάνω από 100.000 δολ. του 2025- στην ουσία ο Ρόμπερτς εξιστορεί μυθιστορηματικά, αλλά και αμιγώς δημοσιογραφικά τις απαρχές της αγοράς των κρυπτονομισμάτων και του τρόπου με τον οποίο αυτή η νέα τεχνολογία δείχνει ότι μπορεί να αλλάξει το χρήμα για πάντα. Μετά το πέρας της ανάγνωσης η προβολή των πληροφοριών που περιέχει το βιβλίο στο σήμερα, αλλά και στο από εδώ και πέρα είναι μάλλον εύκολη, καθώς οι εξελίξεις είναι συνεχείς. Το μέλλον είναι εδώ, αλλά συγχρόνως βρίσκεται και υπό διαμόρφωση, κάτι που αυξάνει τη χρησιμότητα του συγκεκριμένου βιβλίου. Διότι, όπως σωστά αναγνωρίζει ο συγγραφέας στη σελίδα 332, «είναι κανόνας ότι υπερτιμούμε τον αντίκτυπο της τεχνολογίας βραχυπρόθεσμα και τον υποτιμούμε μακροπρόθεσμα».