Από την 1η Ιανουαρίου η Βουλγαρία εισέρχεται στην Ευρωζώνη και αναβαθμίζεται από την απλά πιο κοντινή χώρα της ΕΕ στην Ελλάδα, την μοναδική χώρα της ΕΕ με χερσαία σύνορα με τη δική μας, στην πιο κοντινή με ευρώ. Η συγκεκριμένη εξέλιξη σημαίνει ότι τόσο οι εμπορικές και επενδυτικές σχέσεις των δύο κρατών, όσο και το έτσι κι αλλιώς ατελείωτο πάρε δώσε στις δύο πλευρές των συνόρων, θα ενταθεί. Επομένως τα θετικά της συγκεκριμένης σχέσης θα αυξηθούν, αλλά και τα προβλήματα που υπάρχουν, κυρίως στις παραμεθόριες περιοχές της ελληνικής πλευράς, θα ενταθούν.
Οι Έλληνες καταναλωτές θα ψωνίζουν ανετότερα στην άλλη πλευρά των συνόρων, αν και οι τιμές πιθανότατα θα αυξηθούν, και αυτονόητα οι δικοί μας επαγγελματίες, οι οποίοι εδώ και χρόνια χάνουν τζίρο και διαμαρτύρονται θα δουν την… αιμορραγία να παραμένει ή και να αυξάνεται. Η περιοχή των Σερρών πρωτίστως, αλλά και η Δράμα, η Καβάλα, η Θράκη, θα νιώσουν την πίεση να αυξάνεται, αφού με βάση το κόστος ζωής οι τιμές στη Βουλγαρία είναι κατά κανόνα χαμηλότερες από την Ελλάδα και, πλέον, θα είναι και άμεσα συγκρίσιμες.
Όλα αυτά είναι αναπόφευκτα. Όπως αναπόφευκτο ήταν ότι συνέβη μετά το 2007 όταν η Βουλγαρία μπήκε στην ΕΕ, αλλά και μετά το 2024, που η χώρα εντάχθηκε στη συμφωνία Σέγκεν, με αποτέλεσμα οι οποιοιδήποτε έλεγχοι και καθυστερήσεις στα χερσαία σύνορα να καταργηθούν. Ως αποτέλεσμα η κινητικότητα αυξήθηκε προς τις δύο πλευρές, ενώ παρά την οικονομική δραστηριότητα των Βούλγαρων στην Ελλάδα -διακοπές, αγορά ακινήτων, επενδύσεις-, το γεγονός ότι οι Έλληνες των παραμεθόριων περιοχών αξιοποιούν την εγγύτητα για τις καθημερινές τους προμήθειες -από καύσιμα και σούπερ μάρκετ, μέχρι οδοντίατρο και ταβέρνα- αύξησε τη γκρίνια στην ελληνική πλευρά. Κάτι ανάλογο άλλωστε συμβαίνει και στις περιοχές που βρίσκονται στα σύνορα με την Αλβανία, τη Βόρεια Μακεδονία και την Τουρκία, μόνο που τώρα -στην περίπτωση της Βουλγαρίας- το κοινό νόμισμα απλοποιεί τα πράγματα.
Διότι αν και ούτως ή άλλως τα τελευταία χρόνια οι συναλλαγές των Ελλήνων στη Βουλγαρία γίνονταν σε σημαντικό βαθμό σε ευρώ, η επισημοποίηση δημιουργεί νέα δεδομένα. Κατά κάποιο τρόπο η Ελλάδα αρχίζει να βιώνει συνθήκες Κεντρικής Ευρώπης, όπου η απουσία συνοριακών ελέγχων και το κοινό νόμισμα δημιουργεί ιδιαίτερες μικρο-οικονομικές σχέσεις ανάμεσα πολλές χώρες – μέλη της Ευρωζώνης, ένα παιχνίδι με κερδισμένους και χαμένους.
Για την Ελλάδα που τα τελευταία 35 χρόνια έχει τη δυνατότητα να σχετίζεται με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες σε διάφορα οικονομικά επίπεδα, οι εξελίξεις δημιουργούν ευκαιρίες που η χώρα μας αξιοποιεί μόνο εν μέρει και αυτό χάρη στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Διότι οργανωμένα η Αθήνα σε καμία στιγμή δεν αποφάσισε να ασκήσει το ρόλο της τοπικής… υπερδύναμης, κάτι που υπήρχε ως δυνατότητα στη δεκαετία του 1990 και ενδεχομένως να είχε αποβεί επ’ ωφελεία όλων των εμπλεκομένων. Διότι τότε οι μεν βαλκανικές χώρες ήθελαν καθοδήγηση στο πεδίο της ελεύθερης οικονομίας και των ευρωατλαντικών θεσμών, η δε Ελλάδα αναζητούσε τον ζωτικό χώρο επιρροής στη γειτονιά της, που της είχε στερήσει βίαια ο Ψυχρός Πόλεμος. Στην πράξη το μόνο που έγινε είναι κάποιες ελληνικές επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τις υποβαθμισμένες αξίες και αμοιβές στην περιοχή, αλλά και τα ευνοϊκά φορολογικά καθεστώτα, και να επενδύσουν πολύ κοντά στην Ελλάδα και πολύ πιο φτηνά από την Ελλάδα. Από την πλευρά τους οι γείτονες αύξησαν την τουριστική επισκεψιμότητα και την αναζήτηση εργασίας στην Ελλάδα. Τα τελευταία χρόνια -ιδιαίτερα στην περίοδο της ελληνικής οικονομικής κρίσης- η ψαλίδα άρχισε να κλείνει κι έτσι σε κάποιο βαθμό οι ρόλοι αντιστράφηκαν.
Αρκετοί Έλληνες συμμετέχουν, πλέον, ως τουρίστες σε εκδρομές προς τις γειτονικές χώρες, ενώ Βαλκάνιοι -κυρίως από τη Βουλγαρία και τη Βόρεια Μακεδονία- επενδύουν στην Ελλάδα τόσο σε ακίνητα, όσο και σε δουλειές.
Η είσοδος της Βουλγαρίας στο ευρώ σε λίγες ημέρες σηματοδοτεί ένα ακόμη επεισόδιο στην αλληλουχία των εξελίξεων στην περιοχή τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Δυνητικά η νέα συνθήκη παρέχει μία ακόμη ευκαιρία στην Ελλάδα, κυρίως στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, να απομακρυνθούν από αμιγώς αμυντικές λογικές, όπως -για παράδειγμα- είναι το αίτημα για απαλλαγή των επιχειρήσεων που λειτουργούν στις παραμεθόριες περιοχές από ΦΠΑ, ώστε να πέσουν οι τιμές, και να λειτουργήσουν δημιουργικά.
Να αξιοποιήσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των επιχειρήσεων τους, των κλάδων που δραστηριοποιούνται και των γεωγραφικών σημείων που βρίσκονται, ώστε να προσελκύσουν περισσότερη πελατεία, εγχώρια, αλλά και εισαγόμενη. Δεδομένου ότι το κοινό νόμισμα και η συνθήκη Σέγκεν απλοποιούν τις εμπορικές διαδικασίες και συναλλαγές η λογική που πρέπει να επικρατήσει είναι της ενιαίας αγοράς ένθεν κι εκείθεν της συνοριακής γραμμής. Όπως ακριβώς οι Έλληνες πηγαίνουν για ψώνια κυρίως στα Κούλατα και στο Σαντάνσκι, έτσι ακριβώς οι Βούλγαροι αυτών των περιοχών μπορούν να ψωνίσουν από τις Σέρρες και τη Δράμα, ίσως όχι λόγω των χαμηλότερων τιμών, αλλά των ανταγωνιστικών σε άλλα επίπεδα προϊόντων και υπηρεσιών.
Σε κάθε περίπτωση αυτό το αλισβερίσι θα συμβεί, αλλά το μέγεθος και η έντασή του εξαρτάται κυρίως από το πως θα κινηθεί -δηλαδή πως θα διαχειριστεί την κατάσταση- η ελληνική πλευρά. Σίγουρα πρόκειται για κάτι διαφορετικό, ενδεχομένως και… κουραστικό, αλλά ταυτόχρονα είναι αναγκαίο για όσους τουλάχιστον αντιμετωπίζουν το επιχειρείν -ανεξαρτήτως μεγέθους- ως πρόσκληση, που είναι, και όχι ως κάτι διαδικαστικό και δεδομένο.
voria.gr
