Αθώοι κρίθηκαν από το Αυτόφωρο Τριμελές Πλημμελειοδικείο Θεσσαλονίκης ο εργαζόμενος σε κατάστημα ψιλικών-καφέ και ο συνδικαλιστής που συνελήφθησαν την περασμένη εβδομάδα μετά από καταγγελία του εργοδότη του πρώτου περί εκβίασης. Καταδικάστηκαν ωστόσο για το αδίκημα της απείθειας, καθώς μετά τη σύλληψή τους αρνήθηκαν να δώσουν αποτυπώματα και επιβλήθηκε στον καθένα ποινή φυλάκισης πέντε μηνών με τριετή αναστολή.
Θυμηθείτε: Θεσσαλονίκη: Ζητούσε δεδουλευμένα και… συνελήφθη – Περίεργη υπόθεση εργαζόμενου με τον εργοδότη του
Το δικαστήριο κλήθηκε να ερευνήσει την καταγγελία του εργοδότη ότι όχι μόνο εκβιάστηκε από τους δύο άνδρες για να δώσει στον υπάλληλό του το πόσο των 4.000 ευρώ -που ο εργαζόμενος από την πρώτη στιγμή υποστήριζε ότι είναι δεδουλευμένα- αλλά και ότι η επιχείρησή του υπέστη ζημία, αφού για ένα μεγάλο διάστημα μέλη σωματείων πραγματοποιούσαν παραστάσεις διαμαρτυρίας έξω από το κατάστημά του.
Σε βάρος των δύο ανδρών είχε ασκηθεί ποινική δίωξη απόπειρα εκβίασης από κοινού και κατά μόνας από υπαίτιους που μεταχειρίστηκαν απειλή βλάβης σε βάρος επιχείρησης και απείθεια, με το δικαστήριο να καταλήγει στην απόφαση ότι η πρώτη πράξη δεν τελέστηκε και τους έκρινε ένοχους μόνο για την απείθεια, όπως είχε εισηγηθεί προηγουμένως και η εισαγγελέας.
Υπενθυμίζεται ότι ο εργαζόμενος και ο συνδικαλιστής συνελήφθησαν με προσημειωμένα χαρτονομίσματα, αφού ο εργοδότης είχε ενημερώσει τις αρχές ότι θα συναντηθεί με τον υπάλληλό του, τον οποίον νωρίτερα κατήγγειλε για εκβίαση.
«Άρχισε ένας κυκεώνας διαμαρτυριών με τρικάκια και συνθήματα έξω από το κατάστημά μου. Ο φόβος που έχω μέσα μου για το τι μπορεί να συμβεί δεν με αφήνει να λειτουργήσω σε κανένα επίπεδο», είπε στην κατάθεσή του ο καταγγέλλων, σημειώνοντας πως είναι σωστός στις υποχρεώσεις του απέναντι σε όλους τους υπαλλήλους του, ενώ χαρακτήρισε αυθαίρετες τις αξιώσεις του υπαλλήλου του για το πόσο των 4.000 ευρώ.
«Ο εκβιαζόμενος είμαι εγώ», είπε από την πλευρά του ο 27χρονος υπάλληλος που βρέθηκε με χειροπέδες μετά τη συνάντηση με τον εργοδότη του, η οποία, όπως είπε, πίστευε πως γινόταν για να λυθούν οι οικονομικές διαφορές τους. Πρόσθεσε ότι η σύλληψή του ήταν μεθοδευμένη και εκδικητική επειδή απευθύνθηκε στην επιθεώρηση εργασίας, ενώ παράλληλα ζητούσε από τον εργοδότη του να τον εντάξει στην κλαδική σύμβαση επισιτιστών, καθώς παρείχε τις αντίστοιχες υπηρεσίες και μπορούσε να έχει την αντίστοιχη αμοιβή. «Υφίσταμαι εργασιακή ομηρία», είπε και πρόσθεσε πως στην πραγματικότητα δεν έχει απολυθεί αλλά αρχικά μειώθηκαν οι μέρες εργασίας του και πλέον δεν εντάσσεται στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα.
Από την πλευρά του ο συνδικαλιστής που συνελήφθη έκανε λόγο για νόμιμες διεκδικήσεις του 27χρονου υπαλλήλου. Τόνισε επίσης πως οι διαμαρτυρίες έξω από το κατάστημα είχαν συμβολικό χαρακτήρα και πως είναι δημοκρατικό δικαίωμα του κάθε πολίτη που ζητά το δίκιο του.
Στο πλευρό των κατηγορουμένων κατέθεσαν ως μάρτυρες μέλη συνδυαστικών και σωματείων, αλλά και ο πρόεδρος του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, Χάρης Κυπριανίδης, που τόνισαν ότι ο υπάλληλος θα έπρεπε να αμείβεται με την κλαδική σύμβαση εργασίας, ενώ υπεραμύνθηκαν των δράσεων, σημειώνοντας πως δεν είχαν στόχο να βλάψουν την επιχείρηση, αλλά να ικανοποιηθούν τα αιτήματα του εργαζομένου.
«Θέλουμε ανοιχτά μαγαζιά για να μπορούμε να δουλεύουμε», είπε χαρακτηριστικά μία μάρτυρας.
Την αθώωσή τους πρότεινε η εισαγγελέας για την απόπειρα εκβίασης, που εντόπισε τα σημεία της εργασιακής διαφοράς, ωστόσο σημείωσε πως αυτή έπρεπε να λυθεί στα πολιτικά δικαστήρια. «Δυστυχώς επελέγη αυτού του είδους η διαμαρτυρία. Αν λυνόταν έτσι κάθε διαφορά, δεν ξέρω τι θα γινόταν σε αυτήν την πόλη», είπε στην αγόρευσή της και εισηγήθηκε να κριθούν ένοχοι μόνο για την απείθεια, πρόταση που υιοθέτησε το δικαστήριο.