website analysis Συλλογικές Συμβάσεις / Πώς η κυβέρνηση «μετέφρασε» κατά το δοκούν Ευρωπαϊκή Οδηγία – Η βασική «λαθροχειρία» – Epikairo.gr

Μπορεί η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραμέως, να ανακοίνωσε «μετά Βαϊων και Κλάδων» την Κοινωνική Συμφωνία με τις κορυφαίες συνδικαλιστικές οργανώσεις εργαζομένων και εργοδοτών για την «επανενεργοποίηση» των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, εκτός όμως από τις βασικές ανεπάρκειες που εντοπίζονται σε αυτή υπάρχει και μια βασική «λαθροχειρία» στην οποία προχώρησε η κυβέρνηση στην όλη υπόθεση.

Για να αντιληφθεί κανείς τι συνέβη πρέπει να γυρίσει πίσω στις 19 Οκτωβρίου του 2022 όταν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσαν την Οδηγία 2022/2041 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην ΕΕ.

Η εν λόγω Οδηγία είχε διπλό στόχο:

Να διασφαλίσει ότι οι εργαζόμενοι σε ολόκληρη την Ε.Ε. θα προστατεύονται από επαρκείς κατώτατους μισθούς, απολαμβάνοντας μια αξιοπρεπή διαβίωση όπου κι αν εργάζονται.
Να προωθήσει τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ώστε να αυξηθεί το ποσοστό των εργαζομένων που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας.

Διαβάστε επίσης: Εργατολόγος Καζάκος στο tvxs για τις Συλλογικές Συμβάσεις / Ανεπαρκείς επεκτάσεις, ασφυκτική διαιτησία, κυριαρχία της ατομικής σύμβασης

Συλλογικές Συμβάσεις: Οι βασικές υποχρεώσεις της Ελλάδας βάσει της Οδηγίας

Σε ότι αφορά το ζήτημα της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με την παρ. 1 του άρθρου 4 της Οδηγίας επιβάλλονται στα κράτη-μέλη οι εξής βασικές υποχρεώσεις:

Να ενισχύσουν την ικανότητα των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε διαδικασίες συλλογικής διαπραγμάτευσης για τον καθορισμό των μισθών, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο.
Να ενθαρρύνουν τις ουσιαστικές και εποικοδομητικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και τη διεξαγωγή τους με ίσους όρους και με κατάλληλη πληροφόρηση.

Αναφορικά δε με κράτη-μέλη, στα οποία το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από ΣΣΕ είναι χαμηλότερο από 80% (όπως η Ελλάδα), η παράγραφος 2 του άρθρου 4 επέβαλε δύο πρόσθετες υποχρεώσεις:

Να θεσπίσουν ένα πλαίσιο προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων είτε μέσω νόμου, μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους, είτε με συμφωνία με αυτούς.
Να καταρτίσουν ένα πενταετές σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Το σχέδιο όφειλε να έχει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα, ώστε σταδιακά να αυξηθεί το ποσοστό κάλυψης από ΣΣΕ., να επανεξετάζεται τακτικά (τουλάχιστον ανά πενταετία) και, όταν χρειάζεται, να αναθεωρείται.

Αξίζει να σημειωθεί πως οι μεν ρυθμίσεις της παραγράφου 1 αποτελούσαν κατευθυντήριες αρχές προς τον εθνικό νομοθέτη, η μη τήρηση των οποίων δεν έχει έννομες συνέπειες για τα κράτη-μέλη, δεν συνέβαινε όμως κάτι ανάλογο με τις προβλέψεις της παραγράφου 2 της Οδηγίας, οι οποίες διέπονταν από χαρακτήρα υποχρεωτικότητας. Σε περίπτωση που ένα κράτος-μέλος δεν θεσπίσει σχέδιο δράσης ή θεσπίσει σχέδιο αλλά με γενικούς όρους και χωρίς συγκεκριμένα μέτρα ή παραλείπει να το αναθεωρεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα κ.λπ., η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει δικαίωμα να κινήσει διαδικασία εναντίον του για πλημμελή εφαρμογή των διατάξεων της Οδηγίας.

Η δε μεταφορά της Οδηγίας στα εθνικά δίκαια έπρεπε να γίνει το αργότερο ως την 15η Νοεμβρίου του 2024.

Στη χώρα μας η πλήρης εφαρμογή της εν λόγω Οδηγίας άργησε κάτι περισσότερο από έναν χρόνο, με την κυβέρνηση Μητσοτάκη -η οποία πολύ νωρίτερα είχε φροντίσει να περιορίσει δραστικά το δικαίωμα στην απεργία- να δείχνει πως έχει ξεκάθαρες και συγκεκριμένες προτεραιότητες. Έτσι τον Δεκέμβριο του 2024 εισήγαγε και ψήφισε στη Βουλή νομοσχέδιο για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από το 2028 μέσω ενός αλγόριθμου, βγάζοντας στην πραγματικότητα οριστικά «εκτός κάδρου» τους κοινωνικούς φορείς. Παράλληλα, η υπουργός Εργασίας διατήρησε το δικαίωμα καθορισμού του κατώτατου μισθού για τα έτη 2025, 2026 και 2027.

Να επισημανθεί πως η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν βρίσκεται «εκτός πλαισίου» της Οδηγίας 2022/2041 -καθώς πολλά ευρωπαϊκά κράτη χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο σύστημα για τον καθορισμό του κατώτατου μισθού- όμως η επιλογή της κυβέρνησης να την φέρει πολύ πριν να απευθυνθεί για διάλογο στους κοινωνικούς εταίρους δείχνει τις πραγματικές προθέσεις της για ουσιαστικό «ενταφιασμό» των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Διαβάστε επίσης: Συλλογικές συμβάσεις / Σφοδρή κριτική των κομμάτων της αντιπολίτευσης στις ανακοινώσεις Κεραμέως

Συλλογικές Συμβάσεις: Οι βασικές ενστάσεις για την «Κοινωνική Συμφωνία»

Στο διάστημα που μεσολάβησε δε η κυβέρνηση έσπευσε να βάλει «στη σειρά» άλλες προτεραιότητές της, όπως το νομοσχέδιο για το 13ωρο εργασίας, πριν να προσχωρήσει στην περίφημη «Κοινωνική Συμφωνία».

Σε ότι αφορά την Οδηγία 2022/2041, το μεγάλο πρόβλημα για την κυβέρνηση αφορούσε την δέσμευση να ανεβάσει μέσα σε 5 χρόνια το ποσοστό των μισθωτών που καλύπτονται από συλλογικές συμβάσεις, από 25% του συνόλου σήμερα, σε 80% (την στιγμή που το εν λόγω ποσοστό σε άλλες χώρες ανέρχεται σε 98%). Σημειώνεται παράλληλα, πως το 2024 υπογράφηκαν μόλις 18 κλαδικές συμβάσεις. Από τις συνολικά 47 συμβάσεις που βρίσκονται σε ισχύ για 711.500 εργαζόμενους, μόνο 7 έχουν κηρυχθεί υποχρεωτικές.

Αναμένοντας να δουν την τελική νομοθετική ρύθμιση συνδικαλιστές με εμπειρία στις συλλογικές συμβάσεις εκφράζουν μιλώντας στο tvxs σοβαρές ενστάσεις για την σκοπιμότητα αλλά και το τελικό αποτέλεσμα την όλης συζήτησης. «Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση έπρεπε να βρει έναν έξυπνο τρόπο να επιτύχει αυτό το 80% χωρίς να δυσαρεστήσει τους εργοδότες» σημειώνουν χαρακτηριστικά.

Εστιάζουν δε στο «θολό σημείο» αναφορικά με την πλήρη μετενέργεια όλων των κανονιστικών όρων της ΣΣΕ μετά τη λήξη της τρίμηνης παράτασης που προβλέπεται. Επισημαίνουν τον κίνδυνο οι συμβάσεις που θα υπογραφούν από εργαζόμενους μετά τη λήξη της παράτασης να γίνονται με βάση τον κατώτατο μισθό.

Προβληματική θεωρείται και η πρόβλεψη για μηχανισμό ελέγχου του παραδεκτού των μονομερών αιτήσεων προσφυγής στον ΟΜΕΔ, μέσω της σύστασης και λειτουργίας Επιτροπής που θα θεσμοθετηθεί από το ΔΣ του Οργανισμού. Η Επιτροπή απαρτίζεται από έναν καθηγητή Νομικής Σχολής Εργατικού Δικαίου και έναν Δικαστή Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάτι που δημιουργεί έντονο προβληματισμό για έλλειψη πραγματική εμπειρίας αναφορικά με την δύσκολη πραγματικότητα στους χώρους εργασίας.

Επιπλέον, επιφυλάξεις προκαλεί και η ρήτρα εξαίρεσης -με βάση το άρθρο 53 του νόμου 4635/2019- αναφορικά με εταιρείες σε προπτωχευτική ή εξυγιαντική διαδικασία, καθώς μπορεί να περιορίσει σημαντικά την εφαρμογή των ΣΣΕ.

Τέλος, «θολό» παραμένει και το τοπίο για το μεταβατικό πλαίσιο και τις επιπτώσεις στις υφιστάμενες ΣΣΕ.