Οι Κατσιμίχα και ο δίσκος τους «Ζεστά ποτά» καθόρισαν το soundtrack της γενιάς μας αν και βγήκαν μετ’εμποδίων, αφού τα απέρριπταν διαδοχικά πολλοί, ανάμεσα στους οποίους και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Θυμάμαι σε ποια γωνιά του σπιτιού έκλαιγα για τον «Φάνη», σε ποια μαξιλάρια χοροπηδούσα για τη «Ρίτα», πως μύριζαν οι μπουάτ που ακούσαμε ξανά και ξανά τα «Κορίτσια της συγγνώμης», πώς μπαίναμε σε υπαρξιακές συζητήσεις με φόρα με αφορμή τις «Προσωπικές Οπτασίες» στην εφηβεία και τα φοιτητικά μας χρόνια, γιατί άντεξε ο δίσκος σαν καλό παλιό κρασί.
Ο Σπύρος Αραβανής, ποιητής, φιλόλογος, διδάκτορας Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, ποιητής και μουσικός ερευνητής, έγραψε την ιστορία του δίσκου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Οξύ και τη σειρά 33 1/3 που επιμελείται ο Μάκης Μηλάτος.
Πέρα από την αξία της έρευνας του, στην έκδοση προσφέρει επιπλέον πλούτο η εξομολογητική διάθεση του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα που ξεκινούν τον πρόλογο με την υπέροχη φράση «Γεννηθέντες 19 Οκτωβρίου 1952 στο Μαιευτήριο Έλενα…. Ήταν τότε που ο Βάρναλης, ο Παναμάς και ο Καβάφης, δεν μας κάλυπταν πια». Οι ιστορίες των τραγουδιών και αρκετά από τα περιστατικά που περιγράφουν πρωτοβγαίνουν στο φως με αφορμή το βιβλίο. Ο Σπύρος Αραβανής, εξηγεί μιλώντας στο tvxs γιατί αγάπησε τα τραγούδια και τι του έχει μείνει από το ταξίδι της έρευνας.
Αν και το εξηγείς ανάγλυφα σε όλη τη διαδρομή του βιβλίου, για χάρη της συνέντευξης και για όσους δεν το έχουν ακόμα διαβάσει, γιατί επέλεξες να ασχοληθείς με τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα και το συγκεκριμένο άλμπουμ;
Όσοι βρισκόμαστε σήμερα σε μια ηλικία κατά την οποία τα «Ζεστά Ποτά» μάς πέτυχαν το 1985 είτε στην προεφηβεία είτε στην εφηβεία είτε στη νεότητά μας, έχουμε αναπτύξει ένα πολύ ισχυρό συναισθηματικό δέσιμο με αυτόν τον δίσκο, όπως αντίστοιχα δίσκοι του παρελθόντος ή του σήμερα δημιουργούν δεσμούς με τους νέους σε ηλικία ακροατές τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δίσκοι-ορόσημα δεν ξεσηκώνουν και ένα μεγαλύτερο ηλιακά κοινό. Εννοείται. Και μακάρι.
Όμως τα χρόνια της εφηβικής και νεανικής ηλικίας είναι χρόνια συναισθηματικά πιο αθώα, πιο ρομαντικά, ας πούμε. Το διαπιστώνω καθημερινά μέσα από τις δεκάδες σχετικές συγκινητικές αναμνήσεις- αναρτήσεις ακροατών/φίλων τους. Ειδικά όταν διαβάζω εκφράσεις όπως: «Σας ευχαριστώ/ουμε!». Πόσο εξορισμένη πια λέξη από το καθημερινό μας λεξιλόγιο (πέραν των αλληλολιβανισμάτων μας για ιδιοτελείς λόγους), ε; Και κυρίως πόσο ιδιαίτερο το να λέγεται για την προσφορά ενός έργου τέχνης και όχι μόνο προς έναν άνθρωπο.
Τα «Ζεστά Ποτά», λοιπόν, ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία των έργων που ήρθαν σε μια εποχή και τη φώτισαν, ανέδειξαν τα κρυμμένα της στοιχεία, τις ομορφιές και τις ασκήμιες της, ήρθαν σαν ένα φρέσκο αεράκι από το πουθενά πηγαίνοντας στο παντού. Άρα οι λόγοι ήταν δύο. Ο συναισθηματικός- βιωματικός, οι ιστορίες με τις οποίες συνδέονται τα τραγούδια, ανέμελες ιστορίες σε εφηβικές εκδρομές και εκρηκτικές ιστορίες αναγνώρισης μιας ταυτότητας και συνειδητοποίησης μέσω της αισθητικής και ιδεολογικής λειτουργίας των τραγουδιών.
Ο δεύτερος είναι μουσικολογικός. Είναι ένας από τους δίσκους που μετατόπισαν τον άξονα του ελληνικού τραγουδιού στον τομέα της τραγουδοποιίας. Του οφείλαμε λοιπόν ένα αντίστοιχο βιβλίο, όπως έκανες και εσύ για τον «Λαβύρινθο» του Μάλαμα, από όπου πήρα και την ιδέα-πάσα και σε ευχαριστώ.
Πως έγινε αυτή η μετατόπιση; Τι έφεραν νέο στο ηχητικό και στιχουργικό τοπίο της χώρας;
Αυτό που έφεραν ήταν ότι έστρεψαν τον στιχουργικό φακό σε πρόσωπα και γεγονότα της καθημερινότητας μιλώντας με μια γλώσσα που συνδύαζε την μπιτ ποίηση με την καθημερινή διάλεκτο αναδεικνύοντας τις προσωπικές ιστορίες σε τραγουδίσιμες αφηγήσεις.
Ανανέωσαν τη θεματολογία του τραγουδιού μιλώντας για σύγχρονα τότε σοβαρά κοινωνικά θέματα και όχι μόνο για πολιτικές καταστάσεις κάνοντας «ήρωες» τους χαρακτήρες των τραγουδιών τους χωρίς να πρέπει αυτοί να κάνουν κάτι το «ηρωικό» για να εξυμνηθούν και μέσω των τραγουδιών. Μουσικά οι επιρροές τους από το αμερικανικό ροκ και την μπαλάντα συνάντησαν τους υπερταλαντούχους Γιάννη Σπάθα και Νίκο Αντύπα και το ηχητικό αποτέλεσμα ήταν μια καινοτόμα μουσική πρόταση.
Είναι προσόν μεγάλο για την έκδοση το γεγονός ότι οι δημιουργοί αφηγούνται οι ίδιοι τη ζωή τους, από τις παιδικές μνήμες έως το Πάντειο και τη στιγμή που μπήκαν στα σπίτια μας με τα τραγούδια που τους καθιέρωσαν. Τι δεν γνώριζες και τι σου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση;
Είναι πολλά αυτά που δεν γνώριζα και τα έμαθα όχι μόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας και της συγγραφής αυτού του βιβλίου. Τα μάθαινα και από τις συνεντεύξεις που έκανα μέσα στα χρόνια είτε και με τους δύο είτε με τον Πάνο Κατσιμίχα. Να, για παράδειγμα, η σχέση του με το λαϊκό τραγούδι για το οποίο μού είχε μιλήσει και πιο παλιά. Οι Κατσιμίχα στις αφηγήσεις τους έχουν τον τρόπο που γράφουν τα τραγούδια. Αυτή τη γλαφυρότητα, την παραστατικότητα, το ζωντάνεμα των εικόνων.
Είναι περίφημοι αφηγητές, ωραίοι παραμυθάδες όχι με την έννοια του ψεύδους. Λένε στον επίλογο του βιβλίου: «”Τα πράγματα δεν αλλάζουν αν δεν αλλάξεις εσύ πρώτος τη στάση σου απέναντί τους. Αρκεί μόνο ό,τι λέμε να είναι αλήθεια”. Αυτό είχαμε υποσχεθεί στους εαυτούς μας… και το τηρούμε ακόμα μέχρι σήμερα». Μου έκανε, λοιπόν, εντύπωση η μνήμη τους στις λεπτομέρειες. Το πόσο συνειδητοποιημένα πια μπορούν να αναγνωρίσουν τη βιογραφία τους, την εξέλιξη της ταυτότητάς τους, το πόσο αποκωδικοποιούν τις επιρροές τους και γενναία τις αναφέρουν όχι για προσωπική επίδειξη –τι ανάγκη την έχουν, άλλωστε; – αλλά ως φόρος τιμής στις ηλικίες και τους ανθρώπους που τους επηρέασαν.
Είτε αυτός είναι ο Μπομπ Ντίλαν είτε ο ξάδελφός τους Μιχάλης Πελώνης από τα αρβανίτικα γλέντια τους στις οικογενειακές γιορτές στο Μαυρομάτι Θηβών. Εδώ θέλω να αναφέρω και τις μαρτυρίες από ανθρώπους κοντινούς τους, όπως ο παιδικός τους φίλος, Χρήστος Πιπίνης, που μου μίλησαν ειδικά για το βιβλίο και τους ευχαριστώ.
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα επίσης η σχέση τους. Από τη «λογοκρισία», την αυστηρή κριτική του ενός στη δουλειά του άλλου έως τις κοινές εμφανίσεις. Πόσο τυχαία είναι η διδυμία στην περίπτωση τους πιστεύεις; Ή πως η διδυμία επηρέασε το έργο τους;
Η Επιστήμη για την περίπτωση των μονοζυγωτικών διδύμων (όπως είναι οι Κατσιμίχα), όταν αυτά είναι βρέφη, αναφέρει σχετικά: «ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εμφάνιση μιας ιδιωτικής γλώσσας, της γλώσσας των διδύμων. Πρόκειται για ένα είδος ανώριμης, μη κατανοητής από άλλους γλώσσας που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την επικοινωνία μεταξύ τους».
Αυτή η ιδιωτική γλώσσα, κατά τη γνώμη μου, στην περίπτωση των Κατσιμίχα μεταφράστηκε σε τραγούδια που ξεπέρασαν την ιδιωτικότητα και μέσα από τις δημιουργικές συνθέσεις και αντιθέσεις τους εξέφρασαν το κατά τον Καρλ Γιουνγκ, «συλλογικό ασυνείδητο». Άρα ναι, στην περίπτωσή τους δεν μιλάμε απλώς για μια πολύχρονη στενή φιλική ή επαγγελματική σχέση που επέφερε καρπούς, αλλά για κάτι το πιο σύνθετο και πιο μεταφυσικό.
Τι ωραία που το περιγράφουν στην πρώτη τους κιόλας συνέντευξη μετά την κυκλοφορία του δίσκου, το 1985, στον Γιώργο Κυριακίδη και το περιοδικό «Μουσική»: «[…] φτιάχνω τρεις στίχους και τους δείχνω στον Πάνο. Λογοκρίνει από τις πενήντα λέξεις τις σαράντα εννιά με κτηνώδη ευκολία. Μου βάζει γραμμή: μελό, γελοίο, ψέματα, άσχετο κ.λπ. και εγώ τα δέχομαι με απόλυτη φυσικότητα. Σα να λογοκρίνω τον εαυτό μου. Και το αντίστροφο. Αυτό συμβαίνει και στη μελωδία. Συμβαίνει και κάτι άλλο. Κρατώντας τις δυο κιθάρες στα χέρια, καθώς παίζει ο ένας στον άλλον τη μελωδία που του ’χει κάτσει, η επόμενη στροφή είναι δικιά μου, δηλαδή του την απαντάω. Είναι μια μελωδία σαν να υπάρχει ταυτόχρονα και στους δυο μας. Αυτό ηχεί λίγο μεταφυσικό, αλλά το κλίμα είναι αυτό. Τέτοια είναι η συνεννόηση, κι αυτό είναι μεγάλο πλεονέκτημα».
Μεταξύ άλλων, απαντούν σε ερωτήματα υπαρξιακά και άλλα που αφορούν την τέχνη τους και τη ζωή. Και το στοιχείο του μεταφυσικού έρχεται ξανά και ξανά. Τι θέση έχει αυτό το στοιχείο στο τραγούδι και τη ζωή τους;
Θα σου απαντήσω με μια ιστορία που μου έχει αφηγηθεί ο Πάνος Κατσιμίχας: «Ένα βράδυ γύρισα στο σπίτι κατά τις τέσσερις τα χαράματα μετά από επτά ώρες συνεχόμενες στούντιο. Την επόμενη μέρα που ξύπνησα, απόγευμα, με ρώτησε ο Χάρης: “Έγραψες κάτι στο μαγνητόφωνο στο οποίο εγώ έγραφα χθες;”. Του λέω: “Δεν ξέρω, δεν έγραψα εγώ τίποτα, όχι.». Μού λέει: “Για έλα να ακούσεις κάτι”. Μου βάζει την κασέτα και άκουσα τον εαυτό μου σαν να ερχόμουν από κάπου αλλού.
Σαν να ήμουν μεθυσμένος, ήταν μέσα στον ύπνο μου. Το έκανα πριν να κοιμηθώ, το έκανα κατά διάρκεια του ύπνου, δεν ξέρω. Πάντως όταν ξύπνησα, δεν το θυμόμουν. Ήταν το τραγούδι “I’m calling earth” που υπάρχει στον δίσκο “Της αγάπης μαχαιριά”.
Κάθομαι τότε εκεί επί τόπου μπροστά του και αποκωδικοποιώ το τραγούδι και του λέω: «Αυτό είναι ενδιαφέρον πράγμα, αλλά τα λόγια και τη μουσική πότε τα έγραψα; Αυτό έγινε αυτόματα μέσα στον ύπνο μου, δεν θυμάμαι πότε το έκανα”. Και ο Χάρης μου απάντησε: “Αν το έσβηνα θα είχα κάνει έγκλημα, αλλά ευτυχώς που έκατσα και το άκουσα και κατάλαβα ότι κάτι μεταφυσικό παίζει εδώ».
Τι δείχνει για τη δισκογραφία η ιστορία του Φάνη; Το γεγονός δηλαδή ότι η ΕΜΙ τους αντιμετώπισε σαν «πρεζάκηδες» και τους απέφευγαν.
Δείχνει ότι ένα σπουδαίο έργο βρίσκει πάντα το δρόμο του. Συνέβη σε πολλά καλλιτεχνικά έργα που σήμερα συγκαταλέγονται στα παγκόσμια αριστουργήματα. Το περίεργο με την περίπτωση των Κατσιμίχα είναι η απόρριψη που δέχτηκαν τα τραγούδια από τον Σαββόπουλο –δούλευε τότε ως παραγωγός στη Lyra- όταν ο Ρασούλης επιχείρησε πολλές φορές να του τα παρουσιάσει. Για την ακρίβεια δεν του έδωσε ποτέ καμία απάντηση, θετική ή αρνητική.
Κι αν σκεφτείς ότι ο Σαββόπουλος είχε μόλις υπογράψει ως παραγωγός τα «Μπαράκια» του Γερμανού, αυτή η στάση του -δεδομένου ότι λίγο μετά την έκδοση του δίσκου τούς κάλεσε στην εκπομπή του, «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», Οκτώβριος του 1986 – είναι αν μη τι άλλο όχι ευκόλως εξηγήσιμη, για να μην πω παρεξηγήσιμη.
Σαράντα χρόνια μετά, πως ακούγονται τα τραγούδια σήμερα; Όχι στα δικά μας αυτιά αλλά στων παιδιών μας ενδεχομένως.
Τα νέα παιδιά, ειδικά αυτά που έχουν εθιστεί σήμερα σε ένα μακρινάρι ρεαλιστικής τεχνοτροπίας στίχων μέσω της ραπ, με ένα επαναλαμβανόμενο μουσικό μοτίβο ως χαλί για την αφήγηση, πιθανόν να αισθανθούν περίεργα ότι μπορείς να διηγηθείς μια ιστορία και μέσα σε τρία λεπτά, να μην καταλάβουν όλη την ιστορία του «Φάνη», αυτό το μεταφυσικό της συνάντησής του με τον αφηγητή του τραγουδιού, ή τι είναι το «κίτρινο χαρτί που φέρνει αλλεργία», τις εναλλαγές των μουσικών ρυθμών μέσα στο ίδιο τραγούδι, την ποιητική εικονοποιία της Μπουμη-Παππά στο «Υπόγειο» κτλ.
Μπορεί, βέβαια, να αρχίσουν από το «Ρίτα Ριτάκι» (παρένθεση: είχε γράψει ο Αργύρης Ζήλος κάτι πολύ σωστό που αναδημοσίευσα στο βιβλίο: «Ο Στινγκ είπε κάτι πολύ αληθινό, ότι είναι γι’ αυτόν πιο δύσκολο πράγμα να γράψει ένα χαρούμενο τραγούδι, δίχως, εννοείται, να ακουστεί σαχλός, ανύποπτος ή αλαζών. Ευτυχώς ο Χάρης και ο Πάνος το εντόπισαν αυτός εξαρχής») και να συνεχίσουν ανακαλύπτοντας την τέχνη των διδύμων. Το ίδιο δεν κάναμε και εμείς, την εποχή του ανατέλλοντος πράσινου ήλιου…;
