Ζούμε στην εποχή μιάς ευρύτατης αναγνώρισης των ψυχεδελικών ουσιών όσον αφορά τα πλεονεκτήματά τους στην αντιμετώπιση πολλών ψυχικών (και όχι μόνο) διαταραχών, όπως η κατάθλιψη, το μόνιμο άγχος, ειδικές περιπτώσεις ήπιας σχιζοφρένειας, συγκεκριμένοι τύποι άνοιας – και πολλές άλλες παθήσεις. Ads Αρκετά, πλέον, πανεπιστήμια στην Αμερική, στην Αγγλία, και αλλού, δημιουργούν τμήματα μελέτης των (πολλά υποσχόμενων) ιδιοτήτων της ψιλοκυβίνης, της δυνητικά θεραπευτικής ουσίας που βρίσκεται στα λεγόμενα «μαγικά» μανιτάρια.
Μια πρόσφατη ανασκόπηση εναλλακτικών θεραπειών για την Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή (ΙΨΔ/OCD) καταλήγει ότι οι ψυχεδελικές ουσίες εμφανίζουν ενθαρρυντικά σημάδια αποτελεσματικότητας, σε αντίθεση με την κάνναβη, για την οποία τα δεδομένα δεν δείχνουν αντίστοιχο όφελος.
Επικεφαλής της ανασκόπησης είναι ο Δρ. Μάικλ Βαν Άμερινγκεν, καθηγητής Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο McMaster στο Οντάριο του Καναδά. Ads Όπως σημειώνει, ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών – περίπου 40% έως 60% – έχει είτε μερική είτε καμία ουσιαστική ανακούφιση από τις διαθέσιμες θεραπείες, όπως οι αντικαταθλιπτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs) και η θεραπεία έκθεσης με παρεμπόδιση της αντίδρασης, αναφέρει η βρετανική εφημερίδα The Guardian.
Παρότι τα ψυχεδελικά και τα κανναβινοειδή έχουν μπει ολοένα και περισσότερο στη συζήτηση γύρω από την ΙΨΔ – μια διαταραχή που χαρακτηρίζεται από επίμονες, παρείσακτες σκέψεις και/ή καταναγκαστικές συμπεριφορές – η ερευνητική «δεξαμενή» είναι πολύ μεγαλύτερη για πιο συχνές καταστάσεις όπως η κατάθλιψη και το άγχος.
Διαβάστε επίσης: Ουσία που βρίσκεται στα «μαγικά» μανιτάρια μπορεί να βοηθήσει στην κατάθλιψη
«Θέλαμε να εστιάσουμε και να δούμε καθαρά: Yπάρχει πράγματι βάση για όσα ακούγονται ως επόμενο βήμα θεραπείας;» εξηγεί ο Βαν Άμερινγκεν.
Επειδή η σχετική βιβλιογραφία παραμένει περιορισμένη, ο ίδιος λέει πως δεν ήταν βέβαιος τι θα προέκυπτε. Για να καλύψει το κενό των δημοσιευμένων δεδομένων, συμπεριέλαβε στην ανάλυση και παρουσιάσεις συνεδρίων καθώς και προκαταρκτικά, μη δημοσιευμένα ευρήματα.
Όταν η ομάδα συγκέντρωσε ό,τι ήταν διαθέσιμο, εντόπισε «ισχυρότερα σήματα» αποτελεσματικότητας για τα ψυχεδελικά – και ειδικά για την ψιλοκυβίνη, την ψυχοδραστική ουσία των λεγόμενων «μαγικών μανιταριών» – σε σύγκριση με κανναβινοειδή όπως η THC και η CBD.
Ο Βαν Άμερινγκεν εκτιμά ότι η διαφορά ίσως εξηγείται από το πώς δρουν οι ουσίες σε εγκεφαλικά συστήματα που συνδέονται με την ΙΨΔ.
Τα κανναβινοειδή ενεργοποιούν τους υποδοχείς CB1, οι οποίοι σχετίζονται με συμπτώματα όπως οι καταναγκασμοί και το άγχος, όμως τα έως τώρα στοιχεία δείχνουν ότι δεν προσφέρουν σταθερή, μακροπρόθεσμη ανακούφιση από τα συμπτώματα της διαταραχής.
Η ψιλοκυβίνη, αντίθετα, φαίνεται πως μπορεί να μειώνει τη «συνδεσιμότητα» σε ένα βασικό δίκτυο του εγκεφάλου, το λεγόμενο default mode network (δίκτυο προεπιλεγμένης λειτουργίας), που συνδέεται με αυτοαναφορική σκέψη και νοητική ανακύκλωση. Πρόκειται για δίκτυο που, όπως εξηγεί, παρουσιάζει έντονη ενεργοποίηση στην ΙΨΔ.
Στη συζήτηση μπαίνει και μια δεύτερη παράμετρος: Ο τρόπος που σχεδιάζονται οι μελέτες. Ο Δρ. Μοχάμεντ Σερίφ, ψυχίατρος και υπολογιστικός νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο Brown, ο οποίος αναμένεται να ηγηθεί μελλοντικής κλινικής δοκιμής ψιλοκυβίνης για την ΙΨΔ, επισημαίνει ότι οι δοκιμές με ψυχεδελικά συνήθως δεν περιορίζονται στη χορήγηση της ουσίας.
Συχνά συνοδεύονται από υποστήριξη που βοηθά τον ασθενή να πλαισιώσει την εμπειρία ως μια θεραπευτική «διαδρομή». Κάτι αντίστοιχο, όπως λέει, δεν εφαρμόστηκε στις μελέτες με κανναβινοειδή.
Παρόμοια απορία εκφράζει και ο Δρ. Τέρενς Τσινγκ, κλινικός ψυχολόγος στην Ιατρική Σχολή του Yale: Μήπως τα διαφορετικά αποτελέσματα οφείλονται και στο πώς χρησιμοποιεί ο κόσμος την κάνναβη σε σχέση με την ψιλοκυβίνη;
Διαβάστε επίσης: «Μαγικά» μανιτάρια: Η νόμιμη χρήση τους ξεκινά από το Όρεγκον των ΗΠΑ
Η κάνναβη συχνά αξιοποιείται για πρόσκαιρη ανακούφιση, ενώ η ψιλοκυβίνη ενδέχεται να διευκολύνει βαθύτερες αλλαγές στον εγκέφαλο και στον τρόπο που ο ασθενής αντιλαμβάνεται την ΙΨΔ.
Θεωρητικά, λέει, κάποιος θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει και την κάνναβη με «θεραπευτική» πρόθεση – για να αντιμετωπίσει πιο βαθιά τους φόβους και τις εμμονές του – όμως στην πράξη τείνει να λειτουργεί περισσότερο ως μέσο αποφυγής.
Στην ανασκόπηση συμπεριλήφθηκαν και προκαταρκτικά αποτελέσματα από κλινική δοκιμή του Τσινγκ, όπου μια εφάπαξ δόση ψιλοκυβίνης φάνηκε να βελτιώνει τα συμπτώματα της ΙΨΔ σε σύγκριση με placebo.
Ο ίδιος ετοιμάζει τα αποτελέσματα για δημοσίευση και σχεδιάζει δεύτερη μελέτη, στην οποία οι ασθενείς θα λάβουν δύο δόσεις σε διαφορετικούς χρόνους.
Στη δοκιμή της μίας δόσης, 11 συμμετέχοντες έλαβαν είτε ψιλοκυβίνη είτε νιασίνη (βιταμίνη Β3), ένα placebo που επιλέχθηκε επειδή μπορεί να μιμηθεί ορισμένες σωματικές αισθήσεις, ώστε να είναι δυσκολότερο για τους συμμετέχοντες να καταλάβουν τι πήραν.
Κατά τη διάρκεια των συνεδριών, οι ασθενείς κάθονταν με δύο «διευκολυντές», οι οποίοι παρείχαν ελάχιστη καθοδήγηση, κυρίως μέσω ανοιχτών ερωτήσεων.
Διαβάστε επίσης: Η ουσία των «μαγικών μανιταριών» πέρασε το πρώτο τεστ για να χρησιμοποιηθεί ως αντικαταθλιπτικό
Ο Τσινγκ τονίζει ότι υπήρχαν αυστηρότατοι κανόνες σχετικά με τη σωματική επαφή, αν αυτή ζητούνταν από τον συμμετέχοντα: Επιτρεπόταν μόνο ένα άγγιγμα στον ώμο ή στο αντιβράχιο, ώστε να υπάρχουν απολύτως σαφή ηθικά όρια.
Το θέμα έχει ήδη απασχολήσει τους επιστήμονες, καθώς στο παρελθόν υπήρξαν αντιδράσεις όταν σε δοκιμές με ψυχεδελικά οι διευκολυντές προέβησαν σε ανεπιθύμητη επαφή με συμμετέχοντες υπό την επήρεια.
Πέρα από την πιθανή κλινική βελτίωση, ο Τσινγκ λέει ότι η μελέτη βοήθησε να φωτιστούν πλευρές της ίδιας της ΙΨΔ.
Η ψιλοκυβίνη είναι γνωστή ότι μπορεί να προκαλεί «μυστικιστικές εμπειρίες», με μια ιδιαίτερη ποιότητα και ένταση ψυχεδελικών επιδράσεων. Στην ΙΨΔ, όμως, παρατηρεί ότι συχνότερα εμφανίζονται «μερικές» τέτοιες εμπειρίες: Οι ασθενείς μοιάζουν να «πατάνε φρένο» όταν αισθάνονται ότι η ουσία τους οδηγεί σε βαθύτερη κατάσταση βίωσης.
Για τον Τσινγκ, αυτό αναδεικνύει ένα κεντρικό χαρακτηριστικό της διαταραχής: Την έντονη ανάγκη ελέγχου. Έτσι, ενώ σε άλλα πρωτόκολλα οι κλινικοί μπορεί να ενθαρρύνουν τον ασθενή «να αφεθεί περισσότερο», στους ασθενείς με ΙΨΔ – λέει – είναι κρίσιμο να κρατηθεί μια στάση μη κατευθυντική και μη επικριτική.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κάποιοι συμμετέχοντες φάνηκε να αναγνωρίζουν την αντίστασή τους και να κερδίζουν επίγνωση για το πώς η ανάγκη ελέγχου διαπερνά και άλλους τομείς της ζωής τους.
Παρότι δηλώνει αισιόδοξος για το μέλλον των ψυχεδελικών θεραπειών, ο Τσινγκ υπογραμμίζει ότι η έρευνα έχει σοβαρά εμπόδια.
Στις ΗΠΑ η ψιλοκυβίνη παραμένει παράνομη ουσία Κατηγορίας Ι, κάτι που επιβάλλει πρόσθετες διαδικασίες: Συνεργασία με αρμόδιους φορείς, ειδικές προδιαγραφές φύλαξης (μέχρι και κουτί ασφαλείας εγκεκριμένο από τη DEA, βιδωμένο στο δάπεδο, σε ιδιωτικό χώρο χωρίς παράθυρα).
Παράλληλα υπάρχει το πρόβλημα του «λειτουργικού ξετυφλώματος»: Οι έντονες ψυχεδελικές επιδράσεις συχνά κάνουν τους συμμετέχοντες να μαντεύουν αν πήραν το φάρμακο ή placebo, κάτι που μπορεί να επηρεάσει το πώς αξιολογούν τα συμπτώματά τους. Και αυτό γίνεται ακόμη πιο περίπλοκο, όπως τονίζει, λόγω του μεγάλου «θορύβου» και της υπερπροβολής γύρω από τα ψυχεδελικά, που οδηγεί ορισμένους να μπαίνουν σε μελέτες περιμένοντας ένα «θαύμα».
Κατά τον ίδιο, αυτή η αφήγηση δεν βοηθά. Εκείνο που χρειάζεται, τονίζει, είναι να αντιμετωπιστούν τα ψυχεδελικά με τη σοβαρότητα που αξίζει σε κάθε υποσχόμενη φαρμακευτική παρέμβαση: Με αυστηρή, ελεγχόμενη, ηθικά θωρακισμένη έρευνα και με σεβασμό στη γνώση των αυτόχθονων κοινοτήτων που τα χρησιμοποιούν παραδοσιακά εδώ και γενιές.
