Εγραφα προχθές ότι το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ είναι σοβαρό, αλλά συμπέραινα ότι δεν θα πλήξει ιδιαίτερα την κυβέρνηση – επειδή την κρίσιμη στιγμή, την ώρα των εκλογών, οι ψηφοφόροι, ακόμα κι αν θα ήθελαν, θα ψάχνουν και δεν θα βρίσκουν εναλλακτική δύναμη με πειστικό πρόγραμμα. Εκτός αν συμβεί κάτι φοβερά θεαματικό, επιμένω ότι έτσι θα γίνει. Κι αυτό φαίνεται στην πρώτη δημοσκόπηση που δόθηκε προχθές στη δημοσιότητα, της εταιρείας Pulse (ΣΚΑΪ, 2/7/2025).
Η δημοσκόπηση αυτή, όμως, έχει και πολύ ενδιαφέροντα ποιοτικά στοιχεία. Η πιο καίρια ερώτηση, κατά τη γνώμη μου, είναι ποιους κατά κύριο λόγο αφορά το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η απάντηση είναι μοιρασμένη σχεδόν στα τρία. 33 στους εκατό πιστεύουν ότι το σκάνδαλο αφορά αποκλειστικά τη σημερινή κυβέρνηση, 33 στους εκατό ότι αφορά όλα τα κόμματα που έχουν κυβερνήσει, ενώ 23 στους εκατό αναφέρουν ότι φταίει όλο το πολιτικό σύστημα. Η ευθύνη της κυβέρνησης στο σκάνδαλο εντοπίζεται από όλους τους ψηφοφόρους, και τους δικούς της. Δεν είναι αποκλειστική, επειδή όντως το πελατειακό κράτος έχει σπουδαίες επιδόσεις διαχρονικά, και πολλοί το έχουν υπηρετήσει. Αλλά και η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη κυβερνά έξι χρόνια, και μάλιστα τα έξι κρίσιμα χρόνια έπειτα από τρία μνημόνια και, ιδίως, έπειτα από την περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Οσο κι αν είναι κατανοητό ότι παραμένουν στο κόμμα στελέχη που κάνουν καριέρα στο όνομα των εξυπηρετήσεων και του ρουσφετιού, άλλο τόσο απαραίτητο θα ήταν ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του να είχε εποπτεία και να είχε παρέμβει εγκαίρως, αποκαλύπτοντας εκείνος ό,τι γινόταν. Εδώ βρίσκεται και η υστέρηση της κυβέρνησης: πολλές δυσπραγίες του κράτους που οφείλονται στις αδράνειες της χρεοκοπημένης Ελλάδας και των υπηρετών της τις έμαθε εκ των υστέρων, όταν οι συνέπειές της έγιναν ορατές.
Με την έννοια αυτή έχει δίκιο στην κριτική του ο Δημήτρης Ψυχογιός, που λέει ότι η γενναιότητα του Πρωθυπουργού στην ανάληψη της ευθύνης του έπρεπε να εκφραστεί σε πρώτο ενικό: «αναλαμβάνω το βάρος της ευθύνης στο όνομα όλων όσοι κυβερνήσαμε και δεν αλλάξαμε το κράτος», όχι το ανευθυνοϋπεύθυνο: «όλων όσοι κυβέρνησαν και δεν άλλαξαν το κράτος».
Αλλά έστω και σχετικοποιώντας τα πράγματα, ο Πρωθυπουργός έχει το πλεονέκτημα στην αντιμετώπιση του σκανδάλου. Αν είναι ειλικρινής, οφείλει να επιμείνει στην απόδοση ευθυνών σε όσους δεν τον προστάτεψαν και, ασφαλώς, μαζί με την ποινική αντιμετώπιση όσων έβαλαν το χέρι στο μέλι, να εντείνει την προσπάθεια επιστροφής χρημάτων. Εν γνώσει του ότι, όταν περάσει το κύμα της αντιπολιτευτικής προφάνειας και κάποιο άλλο θέμα θα σκεπάσει τη μεγάλη επικαιρότητα, πολλοί απ’ όσους σήμερα επικαλούνται τον ηθικό πανικό από το σκάνδαλο, τότε θα επιζητούν τη συσκότιση.
Επειδή, ασχέτως εκλογικών αποτελεσμάτων, οι πελάτες ψηφοφόροι είναι, δυστυχώς, περισσότεροι από τους πολίτες.
Εχει φτάσει και στην Ελλάδα ο απόηχος ενός πολιτικού-πολιτιστικού πολέμου που διεξάγεται στο κέντρο του κόσμου, στη Νέα Υόρκη. Ο πόλεμος κινείται γύρω από το πρόσωπο του υποψήφιου δημάρχου που προκρίθηκε και από τους Δημοκρατικούς, του 33χρονου Ζόραν Μαμντάνι. Εκλεκτός της αριστερής πτέρυγας του κόμματος, ο Μαμντάνι είναι αντικείμενο ενός πολωτικού κλίματος στο οποίο έριξε λάδι στη φωτιά με παρέμβασή του και ο μπρουτάλ Ντόναλντ Τραμπ. Εχει πάντως ενδιαφέρον κυρίως η στάση του συγκεκριμένου πολιτικού μετά τη σφαγή της 7ης Οκτωβρίου 2023 και την πρώτη αντίδραση του Ισραήλ. Ο Μαμντάνι ανάρτησε τα εξής: «Πενθώ για τους εκατοντάδες που σκοτώθηκαν σε Ισραήλ και Παλαιστίνη […]. Η κήρυξη πολέμου από τον Νετανιάχου, η απόφαση της ισραηλινής κυβέρνησης να κόψει το ηλεκτρικό στη Γάζα και οι δηλώσεις μελών της Κνεσέτ που ζητούν άλλη μια Νάκμπα, θα οδηγήσουν σε περισσότερη βία και πόνο τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες. Η πορεία προς τη δίκαιη και διαρκή ειρήνη μπορεί να ξεκινήσει μόνο με το τέλος της κατοχής και την κατάργηση του απαρτχάιντ».
Η εντυπωσιακή άρνησή του να σχολιάσει τη βαρβαρότητα της σφαγής περίπου 1.200 αμάχων πολιτών του Ισραήλ είναι μια στάση που γεννά συνέπειες. Με αποτέλεσμα να λάβει χαρακτήρα δήλωσης και η ψήφος των Νεοϋορκέζων.