Η Γαλλία βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο της συζήτησης για το μέλλον της ευρωπαϊκής ασφάλειας, κυρίως λόγω του ουκρανικού.
Η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η σταδιακή αποστασιοποίηση των ΗΠΑ από την Ευρώπη αναγκάζουν τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες να επανεξετάσουν τις στρατηγικές τους επιλογές και η Γαλλία ως η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης με πυρηνικό οπλοστάσιο και με ισχυρή, ανεξάρτητη αμυντική βιομηχανία, καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, σχολιάζει σε ανάλυσή του το Politico.
Σύμφωνα με ειδικούς στην αμυντική πολιτική, ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθούν η Γαλλία και η Γερμανία -οι δύο μεγαλύτερες δυνάμεις της ΕΕ- θα κρίνει εάν τα υπόλοιπα κράτη-μέλη θα στραφούν προς μια πιο αυτόνομη ευρωπαϊκή άμυνα ή θα επιδιώξουν να διατηρήσουν διμερείς σχέσεις ασφαλείας με την Ουάσιγκτον, ακόμη και εις βάρος της συνοχής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Sciences Po, Γκιγιόμ Λαγκάν, η αξιοπιστία θα είναι το κλειδί. «Αν η Γαλλία και η Γερμανία προτείνουν πειστικές λύσεις, οι ευρωπαϊκές χώρες μπορεί να διστάσουν. Αν όμως μόνο η αμερικανική εγγύηση θεωρείται αξιόπιστη, τότε θα κάνουν τα πάντα για να την εξασφαλίσουν», σημειώνει.
Στο Παρίσι εξετάζονται ήδη σενάρια που θα ενίσχυαν τον ηγετικό ρόλο της Γαλλίας: από την ανάπτυξη πυρηνικά ικανών μαχητικών Rafale σε χώρες όπως η Γερμανία ή η Πολωνία, έως την κάλυψη επιχειρησιακών κενών που ενδέχεται να αφήσει η αποχώρηση αμερικανικών δυνάμεων από την Ευρώπη και την αντικατάστασή τους με γαλλικά στρατεύματα.
Η γαλλική δυσπιστία απέναντι στις Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι κάτι καινούργιο, επισημαίνει το άρθρο. Χρονολογείται από την κρίση του Σουέζ το 1956, όταν η Ουάσιγκτον ανάγκασε τη Γαλλία και τη Βρετανία να αποσυρθούν από στρατιωτική επιχείρηση στην Αίγυπτο. Το επεισόδιο αυτό διαμόρφωσε τη στρατηγική σκέψη του Σαρλ ντε Γκωλ και οδήγησε στην ανάπτυξη ανεξάρτητου πυρηνικού προγράμματος και στην αποχώρηση της Γαλλίας από τη στρατιωτική δομή του ΝΑΤΟ.
Σήμερα, όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες αρχίζουν να αναγνωρίζουν ότι η γαλλική προσέγγιση ίσως δικαιώνεται. «Υπάρχει μια μορφή πνευματικής επιβεβαίωσης της γαλλικής θέσης», σημειώνει ο Ελί Τενενμπαουμ, διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων IFRI. «Τα συμφέροντα των συμμάχων δεν ταυτίζονται πάντα και η αμερικανική εμπλοκή στην ευρωπαϊκή ασφάλεια δεν ήταν ποτέ αιώνια».
Την ίδια στιγμή, οι ενδείξεις απομάκρυνσης της Ουάσιγκτον πληθαίνουν: αμφισβήτηση της δέσμευσης στο Άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, μείωση αμερικανικών στρατευμάτων στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά και μια πρωτοφανής προσέγγιση των ΗΠΑ με τη Ρωσία στο πλαίσιο διαπραγματεύσεων για την Ουκρανία.
Σε αυτό το περιβάλλον, μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες ζητούν από τις μεγάλες δυνάμεις να αναλάβουν πρωτοβουλίες. «Χρειαζόμαστε τις μεγάλες χώρες να ηγηθούν», σημειώνει Ευρωπαίος αξιωματούχος άμυνας, με διπλωμάτες να δείχνουν ευθέως προς το Παρίσι και τον Εμανουέλ Μακρόν.
Ωστόσο, η φιλοδοξία της Γαλλίας να ηγηθεί συγκρούεται με σοβαρές εσωτερικές προκλήσεις. Η πολιτική κρίση μετά τις πρόωρες εκλογές του 2024 παραμένει άλυτη, ενώ η άνοδος της ακροδεξιάς Εθνικής Συσπείρωσης προκαλεί ανησυχία στους Ευρωπαίους εταίρους. Το ενδεχόμενο ανάληψης της εξουσίας από τη Μαρίν Λεπέν ή τον Ζορντάν Μπαρντελά το 2027 θεωρείται από διπλωμάτες αντίστοιχο με την επιστροφή Τραμπ στις ΗΠΑ, όσον αφορά τις επιπτώσεις στην άμυνα και την ασφάλεια.
Παρά τις εξαγγελίες Μακρόν για αύξηση των αμυντικών δαπανών στα 57,1 δισ. ευρώ, η Γαλλία υπολείπεται πλέον της Γερμανίας, η οποία αναμένεται να ξεπεράσει τα 82 δισ. ευρώ το 2026. Όπως παραδέχονται αναλυτές, υπάρχει «ασυμφωνία ανάμεσα στα λόγια και τα μέσα».
Μέσα σε αυτή την αβεβαιότητα, το Παρίσι επιδιώκει να ενισχύσει τις Ένοπλες Δυνάμεις του και να πείσει τη νέα γενιά ότι η υπεράσπιση της χώρας και της Ευρώπης αποτελεί κοινή ευθύνη σε μια περίοδο που το γεωπολιτικό περιβάλλον δείχνει να γίνεται ολοένα και πιο ασταθές.
