Από το 1990 μέχρι σήμερα, ο αριθμός των ανθρώπων που ζούσαν σε ακραία φτώχεια – δηλαδή με κάτω από 3 δολάρια την ημέρα – μειώθηκε από τα 2,3 δισεκοτομμύρια σε περίπου 800 εκατομμύρια, παρότι ο παγκόσμιος πληθυσμός σχεδόν διπλασιάστηκε.
Κατά μέσο όρο, 115.000 άνθρωποι έβγαιναν από την εξαθλίωση κάθε μέρα επί 35 χρόνια. Η πρόοδος αυτή συνεχίστηκε παρά τις οικονομικές κρίσεις, τους πολέμους, τις φυσικές καταστροφές και τις πανδημίες.
Και τώρα, για πρώτη φορά, φαίνεται ότι αυτή η ιστορική πορεία μπορεί να αναστραφεί, καθώς «μετά το 2030 η ακραία φτώχεια θα αυξηθεί ξανά». Αυτό είναι το δυσοίωνο συμπέρασμα του Μαξ Ρόουσερ, ιδρυτή του μη κερδοσκοπικού οργανισμού ερευνών και στατιστικών αναλύσεων Our World in Data.
Αν και προβλέπει μια μικρή μείωση – περίπου 40 εκατ. ανθρώπων – στα επόμενα πέντε χρόνια, προειδοποιεί ότι μετά το 2030 ο αριθμός των ανθρώπων σε ακραία φτώχεια θα αρχίσει να ανεβαίνει.
Αν επιβεβαιωθεί, αυτό θα σηματοδοτήσει το τέλος μίας από τις πιο εντυπωσιακές κατακτήσεις της σύγχρονης εποχής – όχι επειδή τα εργαλεία της προόδου έπαψαν να λειτουργούν, αλλά επειδή ο κόσμος άλλαξε.
Η μείωση της ακραίας φτώχειας των προηγούμενων δεκαετιών οφειλόταν πρωτίστως στην εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη χωρών όπως η Κίνα, η Ινδία, η Ινδονησία και το Μπανγκλαντές.
Εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι ανέβηκαν πάνω από το όριο της απόλυτης φτώχειας χάρη στην ταχεία βελτίωση εισοδημάτων, υποδομών, εκπαίδευσης και υγείας.
Όμως σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν σε ακραία φτώχεια βρίσκονται σε περιοχές όπου η ανάπτυξη είναι αναιμική έως ανύπαρκτη: κυρίως στην υποσαχάρια Αφρική και σε κράτη που πλήττονται από συγκρούσεις.
Για παράδειγμα, η Μαδαγασκάρη έχει σήμερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ σχεδόν ίδιο με αυτό της δεκαετίας του 1950, ενώ ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 700%.
Ως αποτέλεσμα, ο αριθμός των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας αυξήθηκε παράλληλα με την αύξηση του πληθυσμού της χώρας.
Στις πλουσιότερες χώρες, είναι δυνατό να μειωθεί η φτώχεια μέσω της αναδιανομής του πλούτου, αλλά μια χώρα όπως η Μαδαγασκάρη δεν μπορεί να μειώσει το ποσοστό των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας μέσω της αναδιανομής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το μέσο εισόδημα είναι χαμηλότερο από το όριο της φτώχειας. Αν όλοι είχαν το ίδιο εισόδημα, όλοι θα ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Η κατάσταση είναι παρόμοια και σε άλλες χώρες: στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, τη Μοζαμβίκη, το Μαλάουι, το Μπουρούντι και την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, περισσότερο από το ήμισυ του πληθυσμού ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Καθώς οι οικονομίες τους έχουν παραμείνει στάσιμες, η βαθιά φτώχεια στην οποία ζει η πλειονότητα του πληθυσμού παραμένει σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητη εδώ και δεκαετίες.
Ο Ρόουσερ τονίσει πως όταν ο πληθυσμός αυξάνεται και η οικονομία όχι, το αποτέλεσμα είναι αναπόφευκτο: η φτώχεια αυξάνεται εκ νέου, ενώ πόλεμοι, αστάθεια και κλιματική κρίση κάνουν την κατάσταση εκρηκτική.
Μέχρι το 2030, η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι σχεδόν το 60% των ακραία φτωχών θα ζει σε περιοχές που βρίσκονται σε πόλεμο ή υπό κατάρρευση.
Ένας εμφύλιος μπορεί να εξαφανίσει μια δεκαετία ανάπτυξης, υπογραμμίζει ο Ρόουσερ, ενώ μία μεγάλη ξηρασία ή πλημμύρα μπορεί να σπρώξει εκατομμύρια ανθρώπους πίσω στην εξαθλίωση μέσα σε εβδομάδες.
Όταν ολόκληρες κοινωνίες ζουν «μια ανάσα» πάνω από το όριο επιβίωσης, μία φυσική καταστροφή ή μια σύρραξη αρκεί για να τις βυθίσει ξανά.
Η γεωγραφική κατανομή της φτώχειας έχει μετατοπιστεί: Πριν από τρεις δεκαετίες, οι περισσότεροι άνθρωποι που ζούσαν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας κατοικούσαν στην Ασία.
Σήμερα, οι περισσότεροι βρίσκονται στην υποσαχάρια Αφρική. Τα επόμενα χρόνια, η τάση αυτή αναμένεται να συνεχιστεί.
Η ανάπτυξη στην Ασία θα εξαλείψει σε μεγάλο βαθμό την ακραία φτώχεια στην περιοχή, ενώ η οικονομική στασιμότητα και η αύξηση του πληθυσμού σε αρκετές αφρικανικές χώρες θα οδηγήσουν σε στασιμότητα ή ακόμη και αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας.
Φυσικά, αυτό δεν αποτελεί ανησυχία μόνο μέχρι το 2040: Xωρίς αύξηση των εισοδημάτων στις φτωχότερες περιοχές, η ακραία φτώχεια θα παραμείνει πραγματικότητα.
Ο Ρόουσερ σημειώνει ότι οι προβλέψεις δεν είναι η μοίρα. Αν υπάρξουν καλύτερες κυβερνήσεις, λιγότερες συγκρούσεις, περισσότερες επενδύσεις, φθηνή καθαρή ενέργεια και νέες ευκαιρίες μετανάστευσης, η εικόνα μπορεί να αλλάξει.
Το μέλλον της ακραίας φτώχειας εξαρτάται από το αν οι χώρες που έχουν μείνει πίσω μπορέσουν επιτέλους να αναπτυχθούν.
Οι επιτυχίες των τελευταίων 35 ετών δεν ήταν κάποιο «θαύμα», όπως υπογραμμίζει, ήταν αποτέλεσμα πολιτικών, επενδύσεων και θεσμικών αλλαγών που βοήθησαν δισεκατομμύρια ανθρώπους να βελτιώσουν τη ζωή τους.
Το μεγάλο ερώτημα τώρα είναι αν η ανθρωπότητα θα καταφέρει να διατηρήσει τη μεγαλύτερη κοινωνική πρόοδο της ιστορίας ή να αφήσει την ακραία φτώχεια να επιστρέψει για πρώτη φορά μέσα σε μία γενιά.
Το 2025 ίσως να είναι από τα τελευταία χρόνια που μπορούμε ακόμη να μιλάμε για σταθερή πρόοδο.
Αν δεν αλλάξει κάτι, σύντομα θα μιλάμε για μια εποχή που τελείωσε – και όχι για μια ιστορία που συνεχίζεται.
