Μια νέα, επαναστατική μέθοδος που αναπτύχθηκε στην Αυστραλία υπόσχεται να προσφέρει λύσεις εκεί που η παραδοσιακή ανάλυση DNA αδυνατεί, ανοίγοντας τον δρόμο για την εξιχνίαση «παγωμένων» υποθέσεων και τη δικαίωση θυμάτων εγκληματικών ενεργειών.
Στον τομέα της εγκληματολογικής έρευνας, η ανεύρεση βιολογικού υλικού στον τόπο ενός εγκλήματος αποτελεί συχνά το κλειδί για την ταυτοποίηση του δράστη. Ωστόσο, η πραγματικότητα σπάνια συμβαδίζει με την τηλεοπτική ευκολία που βλέπουμε στις αστυνομικές σειρές. Ένα από τα πιο συχνά ευρήματα, η ανθρώπινη τρίχα, αποδεικνύεται πολλές φορές άχρηστη αν δεν διαθέτει τη ρίζα της (τον θύλακα), όπου και εντοπίζεται το πυρηνικό DNA. Οι πεσμένες τρίχες, που αποτελούνται από νεκρά κερατινοκύτταρα, προσφέρουν συνήθως μόνο μιτοχονδριακό DNA, το οποίο μπορεί να δείξει τη μητρική καταγωγή αλλά όχι να ταυτοποιήσει με ακρίβεια ένα συγκεκριμένο άτομο.
Αυτό το κενό έρχεται να καλύψει μια νέα τεχνική που ονομάζεται πρωτεομική γονοτύπηση. Ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Edith Cowan (ECU) στη Δυτική Αυστραλία, σε συνεργασία με το κρατικό χημικό εργαστήριο ChemCentre και την PathWest, ανέπτυξαν μια μέθοδο που αναλύει τις πρωτεΐνες στο στέλεχος της τρίχας για να δημιουργήσει ένα μοναδικό προφίλ για κάθε άτομο, λειτουργώντας ουσιαστικά ως ένα «βιοχημικό δακτυλικό αποτύπωμα».
Η επικεφαλής της μελέτης και υποψήφια διδάκτωρ, Rebecca Tidy, εξηγεί πως η μέθοδος βασίζεται στον εντοπισμό γενετικά παραλλαγμένων πεπτιδίων. Όπως το DNA μας είναι μοναδικό, έτσι και οι πρωτεΐνες που παράγονται βάσει των εντολών του DNA φέρουν συγκεκριμένες παραλλαγές. Οι πρωτεΐνες αποτελούνται από αλυσίδες αμινοξέων και μικρές αλλαγές στον γενετικό κώδικα (γνωστές ως πολυμορφισμοί απλού νουκλεοτιδίου) οδηγούν στην αντικατάσταση ενός αμινοξέος με ένα άλλο στην πρωτεϊνική αλυσίδα.
Οι επιστήμονες χρησιμοποιούν φασματομετρία μάζας για να «διαβάσουν» αυτές τις αλληλουχίες. Τεμαχίζουν τις πρωτεΐνες σε μικρότερα κομμάτια (πεπτίδια) και αναζητούν εκείνα που φέρουν τις συγκεκριμένες γενετικές παραλλαγές (Genetically Variant Peptides – GVPs). Εντοπίζοντας ένα σύνολο τέτοιων παραλλαγών, μπορούν να εξάγουν συμπεράσματα για τον υποκείμενο γενετικό κώδικα του ατόμου, ακόμα και αν το ίδιο το μόριο του DNA έχει καταστραφεί ή απουσιάζει.
Η πρόοδος που έχει σημειωθεί στον τομέα είναι ραγδαία. Ενώ το 2016 οι πιθανότητες τυχαίας ταύτισης με τη συγκεκριμένη μέθοδο ήταν περίπου 1 στις 12.500 (στατιστικά χρήσιμο, αλλά όχι καθοριστικό για δικαστική χρήση), οι βελτιώσεις που έχουν γίνει εκτίναξαν την ακρίβεια σε δυσθεώρητα ύψη. Σύμφωνα με μελέτη του 2022, η πιθανότητα τυχαίας αντιστοίχισης (Random Match Probability) έφτασε το 1 προς 310 τρισεκατομμύρια.
Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος, ο πληθυσμός της Γης είναι περίπου 8 δισεκατομμύρια. Το νούμερο αυτό υποδηλώνει μια βεβαιότητα που πλησιάζει τα επίπεδα της παραδοσιακής ανάλυσης DNA, η οποία παραμένει ο «χρυσός κανόνας» με πιθανότητες που ξεπερνούν το 1 στο τρισεκατομμύριο.
Η αξία της πρωτεομικής γονοτύπησης δεν έγκειται στην αντικατάσταση του DNA, αλλά στη συμπλήρωσή του, ειδικά σε δύσκολες συνθήκες. Το DNA είναι ένα ευαίσθητο μόριο που αποικοδομείται εύκολα από την έκθεση στον ήλιο, την υγρασία και τον χρόνο. Αντίθετα, οι πρωτεΐνες είναι χημικά πολύ πιο ανθεκτικές.
Όπως επισημαίνει η ερευνήτρια Romy Keane, οι δομικές πρωτεΐνες της τρίχας παραμένουν αναλλοίωτες για πολύ μεγαλύτερα χρονικά διάστηματα, ακόμα και σε περιβάλλοντα όπου το DNA θα είχε καταστραφεί πλήρως. Αυτό καθιστά τη μέθοδο ιδανική για:
«Cold Cases»: Εγκλήματα που παραμένουν ανεξιχνίαστα για δεκαετίες και στα οποία τα παλιά πειστήρια δεν αποδίδουν πλέον γενετικό υλικό.Κατεστραμμένα πειστήρια: Περιπτώσεις όπου τα δείγματα έχουν εκτεθεί σε έντονες καιρικές συνθήκες ή χημικούς παράγοντες.Μαζικές καταστροφές: Ταυτοποίηση θυμάτων σε φυσικές καταστροφές όπου η ανάκτηση DNA είναι δύσκολη.
Παρόλο που η μέθοδος απαιτεί περαιτέρω επικύρωση και τυποποίηση πριν γίνει αποδεκτή ως αδιάσειστο στοιχείο στις δικαστικές αίθουσες, τα μέχρι τώρα αποτελέσματα είναι εξαιρετικά ενθαρρυντικά. Ο Δρ. Joel Gummer και η ομάδα του στο ECU συνεχίζουν την έρευνα για να τελειοποιήσουν τη διαδικασία και να την καταστήσουν ένα αξιόπιστο εργαλείο στα χέρια των διωκτικών αρχών.
Σε ένα μέλλον όχι πολύ μακρινό, μια απλή τρίχα χωρίς ρίζα, που κάποτε θα κατέληγε στον κάδο των αχρήστων ενός εργαστηρίου, θα μπορούσε να είναι το στοιχείο που θα «δείξει» τον ένοχο, κλείνοντας υποθέσεις που χρόνιζαν στο σκοτάδι. Η επιστήμη προχωρά, και μαζί της λιγοστεύουν τα περιθώρια για το «τέλειο έγκλημα».
