Οι προκλήσεις του 2026 για την οικονομία – Τι προβλέπουν με άρθρα και δηλώσεις τους στη Realnews κορυφαία στελέχη της πολιτικής σκηνής και της αγοράς
Οι ευκαιρίες και τα στοιχήματα της νέας χρονιάς για την ελληνική οικονομία: Οι στόχοι για την αύξηση των εισοδημάτων, για την ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, της ανταγωνιστικότητας, της βιομηχανίας και της μεταποίησης και για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.
Επιμέλεια: ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΥΛΙΑΣ – ΠΗΓΗ: Realnews
Οι επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, η ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της βιομηχανίας και της μεταποίησης, οι μεταρρυθμίσεις, η συνεχής ψηφιοποίηση του κράτους, η μείωση της γραφειοκρατίας και, φυσικά, η αύξηση των εισοδημάτων αποτελούν ορισμένους από τους βασικούς στόχους για τη βιώσιμη και διαρκή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Την ίδια στιγμή, ευοίωνες είναι οι προοπτικές για τον ελληνικό τουρισμό και το 2026, ενώ προτεραιότητες αποτελούν η περαιτέρω θωράκιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας, η επιτάχυνση των έργων και η έναρξη νέων βιώσιμων παρεμβάσεων. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη θα παίξει η όλο και μεγαλύτερη χρήση νέων τεχνολογιών, όπως είναι η τεχνητή νοημοσύνη. Καθοριστικό ρόλο στην πορεία της οικονομίας θα διαδραματίσουν επίσης οι εξαγωγές, με την κυβέρνηση να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην εξωστρέφεια των επιχειρήσεων μέσα από επιδοτούμενα προγράμματα του ΕΣΠΑ.
Ωστόσο, δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που επισημαίνουν ότι το επόμενο διάστημα θα κριθεί από την ικανότητα της ελληνικής οικονομίας να περάσει από την ανάκαμψη στη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Γι’ αυτόν τον λόγο αναφέρουν ότι απαιτείται ένα περιβάλλον με σταθερούς κανόνες, αποτελεσματικούς θεσμούς και δημόσια διοίκηση που λειτουργεί ως επιταχυντής και όχι ως εμπόδιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι προκλήσεις όμως παραμένουν υπαρκτές και πολυδιάστατες. Κορυφαίοι υπουργοί και στελέχη της αντιπολίτευσης, εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου και οικονομολόγοι γράφουν στη Realnews για τις ευκαιρίες και τις προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας το 2026.
Με την ψήφιση του Προϋπολογισμού για το 2026, η Ελλάδα και η οικονομία μας ετοιμάζονται να υποδεχθούν τη νέα χρονιά με αισιοδοξία. Την αισιοδοξία επιτρέπουν τα στοιχεία για την πορεία της ελληνικής οικονομίας έως σήμερα, καθώς και οι προβλέψεις για την εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών το νέο έτος. Από την ανάκτηση της αξιοπιστίας και την επάνοδο σε τροχιά ανάπτυξης, πλέον περνάμε στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας, της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων.
Η συνταγή, σε γενικές γραμμές, συνεχίζεται και το 2026. Πρώτον, σταθερά δημόσια οικονομικά, που επιτρέπουν στοχευμένες ελαφρύνσεις και μέρισμα ανάπτυξης για τους πολίτες. Δεύτερον, ένα κράτος πιο φιλικό στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, που θα ευνοεί αντί να πνίγει την παραγωγή και τις επενδύσεις και θα βελτιώνει την καθημερινότητα, αντί να δημιουργεί πρόσθετα βάρη και ταλαιπωρία. Τρίτον, μεταρρυθμίσεις και ειδικές πρωτοβουλίες που δημιουργούν ώθηση για κρίσιμους τομείς, όπως οι υποδομές, οι εξαγωγές, η ενέργεια, η τεχνολογία και η άμυνα. Τέταρτον, άσκηση μιας αποτελεσματικής και δίκαιης κοινωνικής πολιτικής, όπως ο διπλασιασμός των δαπανών για την υγεία από το 2019 έως το 2026 και σειρά από πρωτοβουλίες που απαντούν σε σύγχρονες προκλήσεις, όπως το στεγαστικό, το δημογραφικό και η στήριξη όσων έχουν ανάγκη.
Η κυβέρνηση θα συνεχίσει στην κατεύθυνση αυτή, προωθώντας όλες τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και παρεμβάσεις. Ωστόσο, για να συνεχίσει η ελληνική οικονομία να κινείται σε δυναμική πορεία, χρειάζεται και η πολιτική σταθερότητα. Διαφορετικά, όλα όσα με κόπο έχουμε πετύχει τα προηγούμενα χρόνια θα τεθούν σε κίνδυνο. Κάτι που κανένας Ελληνας δεν επιθυμεί.
Αντίθετα, θα χρειαστεί να συνεχίσουμε με περισσότερη επιμονή στον ίδιο δρόμο, διασφαλίζοντας πως η πρόοδος στην οικονομία επιστρέφει τελικά στους πολίτες, με καλύτερες προοπτικές που μεταφράζονται τελικά και σε καλύτερη καθημερινότητα και ποιότητα ζωής για όλους.
Ενεργειακή ισχύς, περιβαλλοντική ευθύνη και γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας
Σε ένα περιβάλλον έντονων γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε δυναμικό συνδιαμορφωτή των εξελίξεων, ενισχύοντας μεθοδικά και αποφασιστικά τη θέση της ως πυλώνα ασφάλειας και συνεργασίας στη νέα ευρω-ατλαντική ενεργειακή αρχιτεκτονική. Το 2025 αποτέλεσε κομβική χρονιά, θέτοντας στέρεα θεμέλια για τον σχεδιασμό και τις παρεμβάσεις του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, με στόχο για το 2026 την περαιτέρω θωράκιση της ενεργειακής ασφάλειας, την ανάδειξη της γεωπολιτικής παρουσίας της στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στη Μεσόγειο, την επιτάχυνση της βιώσιμης ενεργειακής μετάβασης και την ουσιαστική αναβάθμιση του κανονιστικού πλαισίου.
Η ενεργός παρουσία διεθνών ενεργειακών κολοσσών σηματοδοτεί μια νέα εποχή: η συμφωνία με τη Chevron και η άμεση εκκίνηση ερευνών για υδρογονάνθρακες καθώς και η πρώτη υπεράκτια γεώτρηση έπειτα από τέσσερις δεκαετίες από τη σύμπραξη ExxonMobil-Energean-Helleniq Energy ενισχύουν τη γεωστρατηγική θέση της πατρίδας μας. Εφόσον επιβεβαιωθεί η εμπορική εκμεταλλευσιμότητα κοιτασμάτων, δημιουργούνται προϋποθέσεις σημαντικής αύξησης εθνικού πλούτου, νέων ποιοτικών θέσεων εργασίας και κοινωνικών πόρων.
Παράλληλα, διεθνείς και περιφερειακές συνεργασίες (P-TEC, Κάθετος Διάδρομος, πρωτοβουλία 3+1) τοποθετούν την Ελλάδα στο επίκεντρο μιας ενιαίας αρτηρίας σταθερότητας, συνδέοντας αγωγούς, οδικούς άξονες και υποδομές σε στεριά και θάλασσα. Κεντρικός στόχος για το 2026 είναι η προσιτή και επαρκής ενέργεια, με απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, σε ευθυγράμμιση με τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς συμμάχους μας, και με ιδιαίτερη μέριμνα από την Ε.Ε. ώστε να διασφαλίσει ότι το φυσικό αέριο που μεταφέρεται μέσω Τουρκίας και του Turk Stream δεν είναι ρωσικό.
Η ενεργειακή πολιτική συμβαδίζει απόλυτα με τους περιβαλλοντικούς μας στόχους. Συνεχίζουμε τη δραστική μείωση ηλεκτροπαραγωγής από λιγνίτη μέχρι τον μηδενισμό της, την επέκταση της παραγωγής ρεύματος -που σήμερα είναι άνω του 50%- από Ανανεώσιμες Πηγές, προωθούμε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις (Antinero, αντιπλημμυρικά έργα, βιομεθάνιο, υδρογόνο, δέσμευση CO2), ενώ προχωρούμε σε θεσμικές τομές στον χωροταξικό σχεδιασμό και στην εξυπηρέτηση του πολίτη ως προς το ακίνητο, ενισχύοντας ασφάλεια δικαίου και αποτελεσματικότητα.
Η Ελλάδα το 2026 προχωρά με αυτοπεποίθηση προς μια ενεργειακά ισχυρή, περιβαλλοντικά υπεύθυνη και γεωπολιτικά αναβαθμισμένη πορεία.
Η Ελλάδα εισέρχεται στο 2026 πιο ισχυρή και σταθερή, καθώς ο δημοσιονομικός και θεσμικός μετασχηματισμός, μαζί με το αυξημένο επενδυτικό ενδιαφέρον, διαμορφώνει νέες προοπτικές για τις υποδομές και τις μεταφορές.
Από τον Μάρτιο του 2025, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών δίνει προτεραιότητα στην ολοκλήρωση ώριμων έργων, όπως ο αυτοκινητόδρομος Πάτρα-Πύργος, τα τελευταία 10 χιλιόμετρα του οποίου παραδόθηκαν πρόσφατα στην κυκλοφορία.
Στην ίδια κατεύθυνση, δίνεται έμφαση σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις κρίσιμων τομέων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτόν της αεροναυτιλίας, καθώς και στον εκσυγχρονισμό και στην αναβάθμιση της Εγνατίας Οδού.
Για το 2026, προτεραιότητες αποτελούν η επιτάχυνση των έργων και η έναρξη νέων βιώσιμων παρεμβάσεων. Κομβικά ορόσημα στο πλαίσιο αυτό είναι η λειτουργία της επέκτασης του μετρό Θεσσαλονίκης προς την Καλαμαριά και η ολοκλήρωση του βόρειου τμήματος του Ε65 και η σύνδεσή του με την Εγνατία Οδό.
Την ίδια στιγμή, προχωρούν εμβληματικά έργα, όπως ο Βόρειος Οδικός Αξονας Κρήτης, ο Οδικός Αξονας Καλαμάτα-Ριζόμυλος-Πύργος-Μεθώνη, το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλι, η υπερυψωμένη λεωφόρος ταχείας κυκλοφορίας στη Θεσσαλονίκη και η Γραμμή 4 του μετρό.
Στην Αττική, δρομολογούνται παρεμβάσεις για τη μείωση του κυκλοφοριακού. Μεταξύ αυτών συμπεριλαμβάνονται:
– Η σημειακή παρέμβαση στον κόμβο της Μεταμόρφωσης.
– Οι νέοι ανισόπεδοι κόμβοι Σκαραμαγκά-Σχιστού-Ναυπηγείων, σε συνδυασμό με τη σύνδεση της Περιφερειακής Αιγάλεω με την Αθηνών-Κορίνθου.
Παράλληλα, ενισχύονται οι αστικές μεταφορές, με περισσότερα από 1.000 «πράσινα» λεωφορεία το 2026 στην Αθήνα και περισσότερα από 500 στη Θεσσαλονίκη.
Η ανθεκτικότητα της χώρας ενισχύεται μέσω επενδύσεων σε γέφυρες και υδραυλικά έργα υποδομής, όπως αντιπλημμυρικά έργα, φράγματα και έργα ύδρευσης και άρδευσης, τα οποία στηρίζουν τον πρωτογενή τομέα και τις τοπικές κοινωνίες.
Επιπλέον, μέσω της ΚΤΥΠ Α.Ε., ολοκληρώθηκε η πρώτη φάση του προγράμματος «Μαριέττα Γιαννάκου», με την ανακαίνιση 430 σχολείων, ανοίγοντας τον δρόμο για τη δεύτερη φάση. Παράλληλα, συνεχίζονται έργα ενεργειακής αναβάθμισης σε σχολεία, νοσοκομεία, δικαστικά μέγαρα και κτίρια της Αστυνομίας και της Πυροσβεστικής.
Το 2026 δημιουργεί μια σημαντική ευκαιρία ώστε οι υποδομές να λειτουργήσουν ως μοχλός ανάπτυξης, κοινωνικής συνοχής και ουσιαστικής βελτίωσης της καθημερινότητας των πολιτών.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον αβεβαιότητας, γεωπολιτικών εντάσεων και αυξανόμενου ανταγωνισμού, η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει ουσιαστικά και μετρήσιμα βήματα προόδου. Αναπτύσσεται σταθερά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η αξιοπιστία της χώρας έχει αποκατασταθεί πλήρως, το δημόσιο χρέος μειώνεται με τον ταχύτερο ρυθμό στην Ευρώπη και η ανεργία βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαετιών.
Τα αποτελέσματα αυτά είναι καρπός μιας πολιτικής, που επέδειξε σταθερότητα και δημοσιονομική ευθύνη, αλλά και της μεγάλης προσπάθειας και των θυσιών του ελληνικού λαού. Δεν έχουμε, όμως, την πολυτέλεια του εφησυχασμού. Η πρόκληση της επόμενης ημέρας δεν είναι απλά να διατηρηθούν οι θετικοί δείκτες, αλλά η ανάπτυξη να μεταφραστεί σε ακόμη καλύτερο εισόδημα και ποιότητα ζωής για τους πολίτες.
Αυτή την αντίληψη υπηρετούμε στο υπουργείο Ανάπτυξης, με βασικό μας εργαλείο τον νέο αναπτυξιακό νόμο, που κατευθύνει σημαντικούς πόρους στην πραγματική οικονομία και ενσωματώνει τις μεγάλες στρατηγικές προτεραιότητες της εποχής: την ενίσχυση της βιομηχανίας και της μεταποίησης, τον εκσυγχρονισμό και την αναγέννηση του πρωτογενούς τομέα και την καινοτομία. Αλλά και την αντιμετώπιση του οξύτατου δημογραφικού προβλήματος, που αποτελεί εθνική απειλή. Με αναπτυξιακά καθεστώτα, ύψους 150 εκατ. ευρώ το καθένα, για τη μεταποίηση, τις παραμεθόριες και λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές της πατρίδας μας, αλλά και για τις μεγάλες επενδύσεις που φέρνουν τεχνογνωσία, δημιουργούνται νέες υποδομές και νέες θέσεις εργασίας. Η ανταπόκριση της αγοράς για τα δύο πρώτα -καθώς το καθεστώς των μεγάλων επενδύσεων είναι ανοιχτό για αιτήσεις έως τις 31 Δεκεμβρίου- ήταν πραγματικά εντυπωσιακή: κατατέθηκαν 361 επενδυτικά σχέδια συνολικού ύψους 1,5 δισ. ευρώ. Μέσα στο 2026 ενεργοποιούνται τέσσερα νέα καθεστώτα: για την αγροδιατροφή, τις νέες τεχνολογίες με αιχμή την τεχνητή νοημοσύνη, την κοινωνική επιχειρηματικότητα και την αμυντική βιομηχανία.
Ταυτόχρονα, η συγκρότηση της νέας Ανεξάρτητης Αρχής για την Προστασία του Καταναλωτή σηματοδοτεί μια ουσιαστική τομή στη λειτουργία της αγοράς, που αφορά το σύνολο της κοινωνίας και της επιχειρηματικότητας, ενισχύοντας τη διαφάνεια και την εμπιστοσύνη.
Περαιτέρω, με αδιαπραγμάτευτη αρχή μας τη «διαφάνεια παντού και για τους πάντες», συνεχίζουμε την ανάκτηση των χρημάτων από επενδυτικά σχέδια του παρελθόντος που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ – αν και έλαβαν κρατική ενίσχυση. Ήδη, 90 εκατ. ευρώ έχουν σταλεί προς είσπραξη στην ΑΑΔΕ και ο έλεγχος συνεχίζεται φάκελο-φάκελο.
Η πρόοδος απαιτεί συνεχή προσπάθεια. Για να είναι η πατρίδα μας πραγματικά ασφαλής και ισχυρή, χρειαζόμαστε μια οικονομία που παράγει περισσότερο, εξάγει και καινοτομεί. Αυτό υλοποιούμε με σχέδιο, συνέπεια και αποφασιστικότητα. Και το 2026, η Ελλάδα προχωρά μόνο μπροστά με αυτοπεποίθηση.
Η Κοινωνική Συμφωνία είναι η βάση για την ενίσχυση της θετικής πορείας στην αγορά εργασίας
Το 2025 είναι, δίχως αμφιβολία, μια χρονιά με πολλές θετικές εξελίξεις για την αγορά εργασίας της χώρας μας. Η ανεργία μειώθηκε στο 8,2%, από 18% το 2019, έχουν δημιουργηθεί πάνω από 500.000 νέες θέσεις εργασίας από το 2019, οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης έχουν ξεπεράσει το 76,4%, ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε στα 880 ευρώ, έχοντας καταγράψει σωρευτική αύξηση της τάξης του 35,4% από το 2019, ενώ ο μέσος μισθός πλήρους και μερικής απασχόλησης είναι στα 1.342 ευρώ, αυξημένος κατά 28,3% από το 2019. Την ίδια περίοδο, οι ασφαλιστικές εισφορές μειώθηκαν αθροιστικά κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες και αναμένεται να μειωθούν περαιτέρω μέχρι το 2027, ενώ η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας έχει οδηγήσει σε πιο διαφανές εργασιακό περιβάλλον, διασφαλίζοντας ότι οι εργαζόμενοι αμείβονται για τον πραγματικό χρόνο εργασίας τους. Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας είναι εντυπωσιακά, καθώς, ήδη τους δέκα πρώτους μήνες του 2025, έχουμε 2,2 εκατομμύρια περισσότερες δηλωμένες υπερωρίες σε σχέση με ολόκληρο το 2024. Ολα αυτά δεν έγιναν τυχαία. Είναι το αποτέλεσμα της θετικής, αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας, αλλά και του ολοκληρωμένου σχεδιασμού και της συστηματικής προσπάθειας του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, που αποδίδει θετικά αποτελέσματα.
Σε αυτό το θετικό περιβάλλον, ύστερα από επτά μήνες ουσιαστικού διαλόγου, στα τέλη Νοεμβρίου, υπογράψαμε από κοινού με όλους τους εθνικούς κοινωνικούς εταίρους (ΓΣΕΕ, ΣΕΒ, ΓΣΕΒΕΕ, ΕΣΕΕ, ΣΕΤΕ, ΣΒΕ) την Κοινωνική Συμφωνία για τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Η σημασία της Κοινωνικής Συμφωνίας υπερβαίνει το περιεχόμενό της, αλλά και συνολικά το πεδίο των εργασιακών σχέσεων. Αφορά τη λειτουργία της δημοκρατίας μας. Αποδεικνύει ότι το κράτος μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την εύρεση πεδίων σύγκλισης και ως εγγυητής εμπιστοσύνης. Οτι ο διάλογος, όταν είναι πραγματικός και όχι προσχηματικός, μπορεί να γίνει εργαλείο ανάπτυξης, σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής. Η Κοινωνική Συμφωνία εγκαινιάζει μια νέα αρχιτεκτονική συνεργασίας. Μετατοπίζει το κέντρο βάρους από τη σύγκρουση στη σύνθεση, από τη δυσπιστία στην κοινή ευθύνη. Μας υπενθυμίζει ότι η κανονικότητα, ο διάλογος και η σταθερή λειτουργία των θεσμών δεν είναι πολυτέλειες αλλά βασικές προϋποθέσεις για να προχωρά μια κοινωνία μπροστά.
Ταυτοχρόνως, αποτελεί ισχυρή βάση για τη σταθερή ενίσχυση της αγοράς εργασίας. Για τη σύναψη και την επέκταση περισσότερων Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, την επαναφορά της πλήρους προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων, την ταχύτερη επίλυση των συλλογικών διαφορών. Η εφαρμογή της δημιουργεί μηχανισμούς που οδηγούν σε καλύτερες αμοιβές και απόδοση μεγαλύτερου μεριδίου της ανάπτυξης στους εργαζομένους, από αυτό που εισπράττουν σήμερα, αλλά και σε μεγαλύτερη σταθερότητα για τις επιχειρήσεις. Η Κοινωνική Συμφωνία δεν είναι το τέλος μιας διαδικασίας. Είναι η βάση για μια αγορά εργασίας με σταθερούς κανόνες, ξεκάθαρες διαδικασίες, για την ισχυρότερη προστασία των εργαζομένων και για την ενίσχυση του υγιούς ανταγωνισμού. Η εφαρμογή της ενισχύει τη σταθερότητα της οικονομίας και την εμπιστοσύνη στις σχέσεις εργασίας, καθιστώντας την εργαλείο ανάπτυξης, σταθερότητας και κοινωνικής συνοχής.
Τα αποτελέσματα των τριών τελευταίων ετών για τον ελληνικό τουρισμό επιβεβαιώνουν τη σταθερά ανοδική πορεία του κλάδου και τη διεθνή φήμη της χώρας μας, η οποία συγκαταλέγεται πλέον στους δέκα κορυφαίους προορισμούς παγκοσμίως. Το 2024, μια χρονιά-ρεκόρ για τον ελληνικό τουρισμό, η ταξιδιωτική κίνηση έφτασε τα 40 εκατομμύρια επισκέπτες, συνυπολογίζοντας και τους επιβάτες κρουαζιέρας, ενώ οι εισπράξεις άγγιξαν τα 21,6 δισ. ευρώ. Τα μέχρι σήμερα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι το 2025 θα είναι η νέα χρονιά αναφοράς για τον τουρισμό στη χώρα μας, καθώς σημειώνεται νέα αύξηση στις αφίξεις και κυρίως στις ταξιδιωτικές εισπράξεις.
Παράλληλα, εξαιρετικά σημαντική ως προς τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του εισερχόμενου τουρισμού είναι και η αύξηση της ταξιδιωτικής κίνησης κατά τους μήνες εκτός της θερινής περιόδου τουριστικής αιχμής. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα αξιοσημείωτη είναι και η αύξηση των αφίξεων και ιδίως των εισπράξεων από τη στρατηγικής σημασίας ταξιδιωτική αγορά των ΗΠΑ, καθώς και η σταθερή ενίσχυση της αεροπορικής συνδεσιμότητας, η οποία έφτασε το 2025 στις 103 απευθείας πτήσεις εβδομαδιαίως. Τα μηνύματα για το 2026 είναι ήδη θετικά και μας επιτρέπουν να αισιοδοξούμε. Ωστόσο, παρά τις ιστορικά υψηλές επιδόσεις, κεντρικός στόχος της στρατηγικής μας παραμένει η ποιοτική και βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού 12 μήνες τον χρόνο και σε όλες τις ελληνικές περιφέρειες. Εφαρμόζουμε, λοιπόν, ένα συνεκτικό μείγμα πολιτικής, με στρατηγικούς πυλώνες τη βιωσιμότητα των προορισμών μας, τον εμπλουτισμό και τη διαφοροποίηση της τουριστικής προσφοράς, την ενδυνάμωση του ανθρώπινου δυναμικού με έμφαση στην ενίσχυση της τουριστικής εκπαίδευσης και κατάρτισης, καθώς και την ψηφιοποίηση των εργαλείων της τουριστικής προβολής.
Προωθούμε σημαντικά έργα για την αναβάθμιση των τουριστικών υποδομών και των ψηφιακών υπηρεσιών μας και στοχευμένες θεσμικές παρεμβάσεις που ενισχύουν την ποιότητα και τη βιωσιμότητα του τουριστικού προϊόντος, προς όφελος των τοπικών κοινωνιών στους προορισμούς μας, των επιχειρήσεων και των ταξιδιωτών. Συνεχίζουμε και το 2026 με συνέπεια και υπευθυνότητα, για να διαμορφώσουμε ένα πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης που διακρίνεται διεθνώς και διασφαλίζει την επιστροφή του οικονομικού οφέλους από τον τουρισμό στους πολίτες και την ανταποδοτικότητά του για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Οι προοπτικές της αγροτικής οικονομίας και το στοίχημα της μετάβασης στη νέα εποχή
Ο ελληνικός πρωτογενής τομέας βρίσκεται σήμερα μπροστά σε μια ιστορική καμπή. Οι πιέσεις από το αυξημένο κόστος παραγωγής, την κλιματική κρίση και τις διαρθρωτικές αδυναμίες της αγροτικής οικονομίας συνυπάρχουν με μια νέα στρατηγική πολιτικών παρεμβάσεων που φιλοδοξούν να αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Οπως επανειλημμένα έχω τονίσει, η στήριξη του αγροτικού κόσμου δεν είναι συγκυριακή, αλλά αποτελεί πολιτική επιλογή της παρούσας κυβέρνησης και εντάσσεται σε έναν μακρόπνοο σχεδιασμό με ορίζοντα το 2026.
Το 2025 -παρά τα όποια προβλήματα- έδωσε σαφείς ενδείξεις αυτής της πολιτικής κατεύθυνσης. Με συνολικούς πόρους ύψους 3,8 δισ. ευρώ προς τους αγρότες και τους κτηνοτρόφους -μέσω άμεσων ενισχύσεων, αποζημιώσεων, στοχευμένων μέτρων και αναπτυξιακών προγραμμάτων- η πολιτεία προέταξε τη σταθερότητα του αγροτικού εισοδήματος σε μια περίοδο έντονων αναταράξεων. Η επιλογή αυτή δεν αποσκοπούσε μόνο στην αντιμετώπιση της κρίσης, αλλά και στη δημιουργία των βάσεων για μια πιο ανθεκτική και ανταγωνιστική αγροτική οικονομία.
Κομβικό ρόλο σε αυτή τη μετάβαση διαδραματίζουν οι θεσμικές αλλαγές. Η μεταφορά του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ σηματοδοτεί μια νέα εποχή διαφάνειας και αξιοπιστίας στη διαχείριση των ευρωπαϊκών πόρων. Οι αυστηρότεροι έλεγχοι, η ψηφιοποίηση των διαδικασιών και η πλήρης συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διασφαλίζουν ότι κάθε ευρώ καταλήγει στους πραγματικούς δικαιούχους, ενισχύοντας την εμπιστοσύνη των παραγωγών και το κύρος της χώρας.
Παράλληλα, η πολιτική για τον πρωτογενή τομέα επενδύει συστηματικά στην παραγωγή και στη βιωσιμότητα. Αρδευτικά έργα, αναβάθμιση υποδομών, θερμοκήπια υψηλής τεχνολογίας, έξυπνη άρδευση και ανθεκτικές καλλιέργειες συνθέτουν έναν νέο χάρτη παρεμβάσεων, με αξιοποίηση κάθε διαθέσιμου ευρωπαϊκού πόρου.
Ιδιαίτερη βαρύτητα δίνεται και στην αντιμετώπιση των επιζωοτιών, πολλές εκ των οποίων αποτελούν απόρροια της κλιματικής κρίσης, με επιστημονικό συντονισμό και στοχευμένες ενισχύσεις προς τους πληγέντες κτηνοτρόφους, ώστε να προστατευθούν το ζωικό κεφάλαιο και το εισόδημά τους.
Το 2026 προβάλλει ως έτος-ορόσημο. Η πολιτική φιλοδοξία μας είναι η ελληνική γεωργία να καταστεί πρωταγωνιστής της ανάπτυξης, μειώνοντας το κόστος παραγωγής, ενισχύοντας τον συνεργατισμό και την εξωστρέφεια και αξιοποιώντας το ισχυρό brand της μεσογειακής διατροφής, καθώς τα ελληνικά προϊόντα διακρίνονται παγκοσμίως για την ποιότητά τους και την υψηλή διατροφική αξία τους.
Τελικός στόχος είναι μια ελληνική περιφέρεια που θα προσφέρει προοπτική στους νέους ανθρώπους και ένας «αγρότης» που θα λειτουργεί ως σύγχρονος επιχειρηματίας, με γνώση, εργαλεία και σταθερούς κανόνες. Αν αυτό το σχέδιο υλοποιηθεί με συνέπεια, η μετάβαση του 2026 μπορεί να αποτελέσει σημείο καμπής για την ελληνική αγροτική οικονομία.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της χώρας, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, η σταθερή μείωση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, η περαιτέρω μείωση φόρων από 1/1/2026 στο πλαίσιο της πρόσφατης φορολογικής μεταρρύθμισης, κυρίως όμως η μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία πάνω από μισό εκατομμύριο νέων θέσεων εργασίας και η υπερδιπλάσια του πληθωρισμού αύξηση των καθαρών κατά κεφαλήν αμοιβών εξαρτημένης εργασίας, αποτελούν αδιαμφισβήτητες αποδείξεις της δυναμικής αναπτυξιακής πορείας με δημοσιονομική στοχοθεσία και κοινωνική συνοχή που υλοποιεί η κυβέρνηση.
Έχοντας στη φαρέτρα μας ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων 16,7 δισ. ευρώ για το 2026, τριπλάσιο από το 2019, ένα εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης 22,4 δισ. ευρώ, και την υψηλή απορρόφηση των πόρων του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που φέρνουν την Ελλάδα στις πρώτες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης, επιταχύνουμε τις μεταρρυθμίσεις και τα έργα που χρειάζεται ο τόπος, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της διπλής σύγκλισης, τόσο σε επίπεδο εισοδημάτων με την υπόλοιπη Ευρώπη όσο και σε επίπεδο ισόρροπης ανάπτυξης μεταξύ των 13 περιφερειών της χώρας.
Με σχέδιο, συνέπεια και αποφασιστικότητα εντείνουμε την προσπάθεια για την αντιμετώπιση παθογενειών και για την επίλυση σύγχρονων πανευρωπαϊκών προβλημάτων που απασχολούν τους πολίτες, όπως η ακρίβεια και το στεγαστικό.
Το πιστοποιούν: Η νέα πρωτοβουλία -πρότυπο στην Ευρώπη- για το πρόγραμμα που θα συνδυάζει ανακαίνιση και ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών. Τα νέα έργα που εντάξαμε στην πρόσφατη αναθεώρηση του Εθνικού Σχεδίου «Ελλάδα 2.0», με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, για τη βελτίωση των υποδομών και της καθημερινότητας. Ενδεικτικά, τέτοια έργα είναι η αύξηση του προϋπολογισμού του Εθνικού Προγράμματος Προσυμπτωματικού Ελέγχου «Προλαμβάνω», η έκδοση επιπλέον καρτών αναπηρίας, η ενίσχυση του προγράμματος «Προσωπικός βοηθός ΑμεΑ», η ενίσχυση του προγράμματος οδικής ασφάλειας με έξυπνες διαβάσεις σε σχολικές μονάδες, ο νέος κύκλος του προγράμματος δασικής προστασίας Antinero. Συνεχίζουμε να κάνουμε πράξη τις δεσμεύσεις μας για την Ελλάδα που μας αξίζει.
Εχοντας πρόσφατα νομοθετήσει για την ίδρυση εργοστασίου τεχνητής νοημοσύνης στην Ελλάδα, δεν μπορώ παρά να τονίσω τη σημασία τού να βρισκόμαστε στην πρωτοπορία της τεχνολογίας, σε μια εποχή που η χώρα αναπτύσσεται με ρυθμό πολύ υψηλότερο της ευρωζώνης. Η συγκυρία ευνοεί την τόλμη και τις συνέργειες, με στόχο τη συνολική ποιοτική αναβάθμιση του τεχνολογικού και του οικονομικού επιπέδου των πολιτών και της χώρας ολόκληρης.
Πριν από λίγες ημέρες, η Eurostat δημοσίευσε στοιχεία σχετικά με τη χρήση και τις ευκαιρίες της τεχνητής νοημοσύνης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η Ελλάδα βρίσκεται στην έβδομη θέση της κατάταξης ως προς τη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στις ηλικίες 16-74 ετών. Στην ίδια έρευνα, το ελληνικό Δημόσιο βρίσκεται σε πολύ καλά επίπεδα, έχοντας ενσωματώσει εδώ και δύο χρόνια εφαρμογές της συγκεκριμένης τεχνολογίας στις υποδομές αλλά και στις δομές και στις διαδικασίες εξυπηρέτησης του πολίτη. Θα θέλαμε πολύ να είχαμε τα ίδια ενθαρρυντικά δεδομένα για τις επιχειρήσεις, αλλά εκεί δεν κινούμαστε σε τόσο υψηλά επίπεδα. Το 2024, μόλις μία στις δέκα ελληνικές επιχειρήσεις είχε ενσωματώσει την τεχνητή νοημοσύνη στις λειτουργίες της. Δεν ήμασταν μακριά από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (13,5% μόλις), ωστόσο οι φετινές επιδόσεις μας ήταν ακόμη πιο χαμηλές.
Φαίνεται πως η επιχειρηματικότητα δεν έχει ακόμα κατανοήσει την ανάγκη να τρέξει πιο γρήγορα διαδικασίες τεχνητής νοημοσύνης και, άρα, εκεί πρέπει το κράτος να έρθει να στηρίξει, να ενθαρρύνει, να βοηθήσει, να τονώσει.
Έτσι, με τον νόμο που ψηφίσαμε, ερχόμαστε να δώσουμε κίνητρα αλλά και βαθμούς ελευθερίας στην επιχειρηματικότητα. Να αντιληφθεί πόσο χρήσιμη είναι η αξιοποίησή της και πόσα κέρδη και οφέλη μπορεί να φέρει. Έτσι, υλοποιούμε το πρώτο ΑΙ Factory, το πρώτο εν Ελλάδι εργοστάσιο τεχνητής νοημοσύνης. Πρόκειται για μια υποδομή που έρχεται να ενδυναμώσει τη χώρα ως προς τη χρήση της συγκεκριμένης τεχνολογίας, φέρνοντας κοντά πανεπιστήμια, ερευνητές, ινστιτούτα, δημόσιο και ιδιωτικό τομέΑ, με τελικό όφελος την εξυπηρέτηση του πολίτη. Επίκεντρο είναι ο υπερυπολογιστής «ΔΑΙΔΑΛΟΣ», ενώ παράλληλα δημιουργούμε και στη δυτική Μακεδονία έναν δεύτερο υπερυπολογιστή, που θα έρθει να συνδράμει και να φέρει λύσεις στα προβλήματα της περιοχής.
Η Ελλάδα του Κυριάκου Μητσοτάκη, πλέον, έχει αλλάξει κατηγορία. Είναι στην πρωτοπορία των τεχνολογιών και δημιουργεί υποδομές που θα φέρουν αξία. Για τα παιδιά μας, για τη χώρα μας, για το αύριό μας.
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας προς το 2026 σηματοδοτεί μια κρίσιμη καμπή. Η χώρα έχει αφήσει πίσω της το στάδιο της αβεβαιότητας και διαθέτει πλέον ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον, αυξημένη αξιοπιστία και βελτιωμένες προοπτικές. Το πραγματικό στοίχημα, όμως, δεν είναι απλώς η διατήρηση της σταθερότητας, αλλά η αξιοποίησή της ως εφαλτηρίου για έναν βαθύτερο παραγωγικό μετασχηματισμό.
Το επόμενο διάστημα θα κριθεί από την ικανότητά μας να περάσουμε από την ανάκαμψη στη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Αυτό προϋποθέτει επενδύσεις που αυξάνουν την προστιθέμενη αξία της οικονομίας, ενίσχυση της παραγωγικότητας και συστηματική στροφή στην καινοτομία, στην τεχνολογία και στην εξωστρέφεια. Παράλληλα, απαιτείται ένα περιβάλλον με σταθερούς κανόνες, αποτελεσματικούς θεσμούς και δημόσια διοίκηση που λειτουργεί ως επιταχυντής και όχι ως εμπόδιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Ιδιαίτερη σημασία έχει το ανθρώπινο δυναμικό. Η σύνδεση των δεξιοτήτων με τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας, η προσαρμογή στις ψηφιακές εξελίξεις και η επένδυση στη γνώση αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για ανταγωνιστικές επιχειρήσεις και ποιοτικές θέσεις εργασίας.
Σε αυτή τη μετάβαση, ο ρόλος της επιχειρηματικής κοινότητας είναι καθοριστικός. Με επενδύσεις, συνεργασίες και εξωστρεφή στρατηγική, οι ελληνικές επιχειρήσεις μπορούν να μετατρέψουν τη σταθερότητα σε μακροπρόθεσμη αξία και να συμβάλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση ενός βιώσιμου αναπτυξιακού μέλλοντος.
Το 2026 μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για μια οικονομία πιο ανθεκτική, πιο παραγωγική και πιο εξωστρεφή. Με ρεαλισμό, συνέπεια και αποφασιστικές επιλογές, η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να διαμορφώσει ένα νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα που θα δημιουργεί ευκαιρίες, θα ενισχύει τα εισοδήματα και θα στηρίζει την κοινωνική συνοχή. Το ζητούμενο είναι να κινηθούμε έγκαιρα και με στρατηγικό προσανατολισμό.
Ο επίμονος πληθωρισμός στα τρόφιμα και την ενέργεια συνεχίζει να διαβρώνει το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών, ενώ η αύξηση τιμών από το 2019 έως το 2025 έχει φθάσει σε ορισμένες κατηγορίες το 40%. Ο πολίτης δεν νιώθει και δεν είναι μέρος της «δυναμικής ανάπτυξης» που παρουσιάζει η κυβέρνηση. Το υψηλό κόστος στέγασης, οι χαμηλοί μισθοί και το ιδιωτικό χρέος πιέζουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ η δημογραφική γήρανση και τα ελλείμματα δεξιοτήτων υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα.
Η λήξη του Ταμείου Ανάκαμψης το 2026 δημιουργεί ένα επικίνδυνο αναπτυξιακό κενό. Η μέχρι σήμερα μεγέθυνση της οικονομίας, που στηρίχθηκε υπερβολικά στην ιδιωτική κατανάλωση, δεν μπορεί να αποτελέσει βιώσιμο μοχλό ανάπτυξης, ιδίως τώρα που ένα πρωτοφανές σε πόρους και διάρκεια χρηματοδοτικό εργαλείο φτάνει στο τέλος του. Η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει προκλήσεις βιωσιμότητας αυτής της στρεβλής ανάπτυξης και της κοινωνικής συνοχής. Την ίδια στιγμή η παραγωγικότητα της χώρας παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αντανακλώντας τόσο τη χαμηλή ποιότητα των επενδύσεων όσο και την απουσία στρατηγικού σχεδιασμού.
Η επόμενη ημέρα είναι απροσδιόριστη, μπορούμε όμως να τη μετατρέψουμε σε παράθυρο ευκαιρίας. Η Ελλάδα μπορεί να χαράξει μια νέα αναπτυξιακή πορεία εφόσον υιοθετήσει ένα παραγωγικό μοντέλο βασισμένο στην τεχνολογία, την καινοτομία και την πράσινη μετάβαση.
Ενας νέος αναπτυξιακός χάρτης με σταθερό φορολογικό σύστημα, στροφή σε επενδύσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας, διαφάνεια και λογοδοσία απέναντι στη σημερινή κυρίαρχη διαφθορά και φαυλότητα θα διασφάλιζε πολιτικές δίκαιης ανάπτυξης, με στόχο μια ανθεκτική οικονομία που υπηρετεί τις ανάγκες των πολλών.
Το 2026 συνιστά σημείο καμπής για την ελληνική οικονομία. Οι διαρθρωτικές αδυναμίες, η ανεξέλεγκτη διαφθορά και η οξυμένη κοινωνική πίεση που τροφοδοτούν καθιστούν σαφές ότι το υφιστάμενο αναπτυξιακό μοντέλο έχει φτάσει στα όριά του. Η απάντηση δεν μπορεί να είναι η αναμονή ή η αναπαραγωγή ενός μοντέλου ανάπτυξης που δεν περιλαμβάνει την πλειοψηφία της κοινωνίας. Το 2026, απαιτείται αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης.
Το 2026 παίρνει τη σκυτάλη από μια «γεμάτη» χρονιά: γεωπολιτικές συγκρούσεις, επιβολή δασμών, αποστασιοποίηση από τις ΗΠΑ, νέοι συνασπισμοί κρατών και γενικότερα παγίωση της ρευστότητας σε διεθνή κλίμακα.
Ωστόσο, η ελληνική οικονομία διακρίθηκε. Η οικονομική μεγέθυνση είναι από τις ισχυρότερες στην ευρωζώνη, το δημόσιο χρέος διατηρεί την πορεία αποκλιμάκωσης, η ανεργία υποχωρεί, ο πληθωρισμός προσεγγίζει κανονικούς ρυθμούς, οι επενδύσεις ανακάμπτουν, η αξιοπιστία της χώρας επανορθώνεται κ.λπ. Οι προκλήσεις, όμως, είναι υπαρκτές και πολυδιάστατες. Το εξωτερικό ισοζύγιο, το οποίο επιβαρύνεται περαιτέρω εξαιτίας του αθέμιτου ανταγωνισμού από ηλεκτρονικές πλατφόρμες τρίτων χωρών, παραμένει ελλειμματικό, το κόστος διαβίωσης (ειδικά αν συγκριθεί με το επίπεδο των μισθών) είναι δυσανάλογα υψηλό, η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων συνεπάγεται μεγάλο φορολογικό βάρος, η πρόσβαση των επιχειρήσεων στη ρευστότητα δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί κ.λπ.
Το εμπόριο, ως ο ισχυρότερος κλάδος της οικονομίας, απορροφά από τους πρώτους τους κραδασμούς της αβεβαιότητας στο επιχειρηματικό περιβάλλον. Η εκτίναξη του λειτουργικού κόστους, σε συνδυασμό με τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης για μη ανελαστικές δαπάνες αλλά και την ανάγκη για μετασχηματισμό, πράσινο και ψηφιακό, θέτει σε κίνδυνο την ίδια τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Η κατάσταση για την Ευρώπη έχει πιθανότητες να βελτιωθεί μέσα από την ενεργοποίηση ενός ακόμη ταμείου, εκείνου του Σχεδίου «ReArm Europe», σε αντικατάσταση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Για το ελληνικό εμπόριο, το «restart» των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας είναι η ευκαιρία επιχειρήσεων και εργαζομένων για ένα «new deal» με στόχο μεγαλύτερη εξωστρέφεια, καινοτομία και προσέλκυση επενδύσεων, ώστε ο κλάδος του εμπορίου να είναι καταλύτης στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας.
Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας: το πάθημα να γίνει μάθημα
Τον Αύγουστο του 2026 ολοκληρώνεται το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Ενα πρόγραμμα-απάντηση της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, που ξεκίνησε το 2021, κλείνει τον κύκλο του. Η αποτίμηση για τη χώρα μας έχει ξεκάθαρα αρνητικό πρόσημο. Ενας χρηματοδοτικός μηχανισμός που θα μπορούσε να δημιουργήσει ισχυρή αναπτυξιακή προοπτική εξελίχθηκε από την κυβέρνηση της Ν.Δ. σε ένα συγκεντρωτικό μοντέλο διαχείρισης προσανατολισμένο σε λίγους μεγάλους παίκτες, με ελάχιστη διάχυση στο σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας.
Πλέον, το ζήτημα είναι τι κάνουμε από τώρα και στο εξής. Η νέα εποχή απαιτεί μια στρατηγική που θα διορθώνει την έλλειψη δίκαιης κατανομής πόρων και την απουσία μηχανισμών ενίσχυσης των παραγωγικών δυνάμεων. Χρειαζόμαστε ένα μοντέλο ανάπτυξης που θα στηριχθεί στους πολλούς, δίνοντας οξυγόνο στις ΜμΕ, αποκαθιστώντας την ισορροπία στο κόστος ζωής, επενδύοντας στις περιφέρειες και σε τομείς με μακροπρόθεσμη προοπτική. Αν το πάθημα δεν γίνει μάθημα, η επόμενη μεγάλη ευκαιρία, όποτε και αν έρθει, θα χαθεί με τον ίδιο τρόπο. Και αυτό δεν πρέπει να επιτρέψουμε να συμβεί.
Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας δεν θα αποτυπωθεί σε όλη την κοινωνία εάν δεν έχει διάρκεια και εάν δεν είναι βιώσιμη, έπειτα από μια δεκαετία πρωτοφανούς ύφεσης, της οποίας ακόμη τα σημάδια είναι ορατά. Το 2026 θα πρέπει να είναι μια χρονιά κατά την οποία οι μεταρρυθμίσεις, οι επενδύσεις, η συνεχής ψηφιοποίηση του κράτους, οι μειώσεις φόρων, η αύξηση των εισοδημάτων και φυσικά η στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των ελευθέρων επαγγελματιών θα βρεθούν στο επίκεντρο της οικονομικής πολιτικής που θα χαράσσει η κυβέρνηση. Το δύσκολο για μια κυβέρνηση είναι να μπορέσει να κρατήσει την οικονομία σε μια σταθερή τροχιά ανάπτυξης. Τα χρόνια κατά τα οποία οι κυβερνήσεις σπαταλούσαν τα χρήματα του ελληνικού λαού σε παροχές χωρίς αντίκρισμα, μόνο και μόνο για ικανοποιήσουν το εκλογικό τους κοινό, έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς πιστεύουμε ότι οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής προστιθέμενης αξίας, που είναι εξωστρεφείς, που καινοτομούν, που έχουν καλοπληρωμένους συνεργάτες θα μπορέσουν να πρωταγωνιστήσουν και τη νέα χρονιά. Το 2026, όμως, θα πρέπει να είναι η χρονιά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Εκείνων των επιχειρήσεων που κράτησαν όρθια την ελληνική οικονομία στα δύσκολα μνημονιακά χρόνια και που στη συνέχεια την οδήγησαν σε αλλεπάλληλα ρεκόρ, καθιστώντας τη μια οικονομία-υπόδειγμα σε όλη την Ευρώπη.
Επίσης, όλες αυτές οι επιτυχίες της ελληνικής οικονομίας ήρθε η ώρα να αποτυπωθούν ακόμη πιο εμφανώς και στα ελληνικά νοικοκυριά. Το 2026 είναι η χρονιά των κρίσιμων αποφάσεων που θα οδηγήσουν την Ελλάδα σε ακόμη καλύτερες ημέρες, δείχνοντας σε όλη την Ευρώπη πώς μπορεί μια χώρα ακολουθώντας μια ορθή οικονομική πολιτική όχι απλώς να ανακάμψει, αλλά να οδηγηθεί σε μια δυναμική αναπτυξιακή τροχιά. Επιτυχίες, όμως, οι οποίες μπορεί να έχουν βραχύ ορίζοντα εάν αποκλίνουμε από τη δημοσιονομική πειθαρχία και επαναληφθούν λάθη του παρελθόντος, που όλοι είδαμε πού οδήγησαν την ελληνική οικονομία.
Η συμβολή των εξαγωγών στο Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) είναι γνωστή και η αύξηση του ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια οφείλεται στην καλή πορεία των εξαγωγών, τόσο των προϊόντων όσο και των υπηρεσιών. Ειδικότερα, όσον αφορά τα προϊόντα (18% του ΑΕΠ), η αύξηση των εξαγωγών τους οφείλεται στην αύξηση των εξαγωγών των βιομηχανικών προϊόντων, οι καλές επιδόσεις των οποίων προέρχονται κατά βάση από τα βιομηχανικά προϊόντα έντασης τεχνολογίας (χημικά προϊόντα, ιατρικά προϊόντα, φάρμακα, πλαστικές ύλες, μηχανήματα κ.λπ.) και από τα προϊόντα έντασης εξειδικευμένης εργασίας (χρώματα, αρώματα και καλλυντικά, είδη από καουτσούκ, χάλυβα, και μέταλλο, εξοπλισμός τηλεπικοινωνιών κ.λπ.).
Οι δύο αυτές κατηγορίες προϊόντων από 16,1% των συνολικών εξαγωγών το 1990 έφθασαν το 2005 να αποτελούν το 35,6% των εξαγωγών (που σταδιακά υποχώρησαν σε 29,5% το 2024). Η αύξηση των εξαγωγών τους είναι εντυπωσιακή σε σύγκριση με τις λοιπές κατηγορίες και ακόμα πιο αποκαλυπτική εάν συγκριθεί με τα προϊόντα έντασης εργασίας (π.χ. κλωστοϋφαντουργικά), που επικρατούσαν στις ελληνικές εξαγωγές τις δεκαετίες του ’70, ’80 και ’90. Ποιοι θυμούνται ότι ακόμα και τη δεκαετία του ’90 το κυριότερο εξαγώγιμο προϊόν ήταν τα μπλουζάκια (T-Shirt) με εξαγωγές άνω των 300 εκατ. δολαρίων και ποσοστό άνω του 5%; Ακολουθούσαν τα καπνά (214 εκατ. ευρώ, 3,4%) και το παρθένο ελαιόλαδο (187 εκατ. ευρώ, 3,0%).
Σήμερα τα κυριότερα εξαγώγιμα προϊόντα είναι (εκτός των πετρελαιοειδών) τα φάρμακα (2,2 δισ. ευρώ, 4,4%), ταινίες και φύλλα αργιλίου (1,2 δισ. ευρώ, 2,4%) και η ηλεκτρική ενέργεια (1,1 δισ. ευρώ, 2,2%). Αυτές είναι οι πρώτες διαπιστώσεις από τρέχουσα έρευνα του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, που υποστηρίζουν την πρόβλεψη ότι το 2026 η ανάπτυξη των ελληνικών εξαγωγών θα είναι άνω του 2%.
