Η είδηση που κυκλοφόρησε ευρέως το Σαββατοκύριακο προέρχεται από δηλώσεις της υπουργού Παιδείας Σοφίας Ζαχαράκη, η οποία θυμίζει ότι αύριο, τελευταία ημέρα του χρόνου, θα διαγραφούν από τα μητρώα των ελληνικών πανεπιστημίων περί τις 280.000 «αιώνιοι» φοιτητές, ενώ άλλες 35.000 αιτούνται «δεύτερη ευκαιρία» για να πάρουν το πτυχίο τους σε ένα χρόνο.
Με την ευκαιρία ήρθαν στο προσκήνιο τα τελευταία στοιχεία της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης που δημοσιεύθηκαν τον περασμένο Ιούνιο και καταγράφουν το σύνολο των ενεργών φοιτητών των ΑΕΙ την ακαδημαϊκή χρονιά 2023-24 σε 352.099. Παράλληλα, οι εγγεγραμμένοι φοιτητές ήταν συνολικά 703.857, κάτι που συνεπάγεται ότι οι μη ενεργοί φοιτητές, κατά την ίδια περίοδο, ανήλθαν στους 351.758. Η αναλογία, δηλαδή, των ενεργών προς τους ανενεργούς φοιτητές είναι περίπου ένας προς έναν. Κάτι ελάχιστα κολακευτικό για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και γενικότερα για το ελληνικό πρότυπο. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο ένα σημαντικό ποσοστό εισακτέων στα ελληνικά πανεπιστήμια εγκαταλείπει τις σπουδές του για να κάνει κάτι άλλο, συνήθως επιλέγει κάποια επαγγελματική κατεύθυνση, που δεν έχει συνάφεια με την πανεπιστημιακή σχολή που έτυχε (;) να περάσει.
Προφανώς πρόκειται για δυσλειτουργία του συστήματος εισαγωγής, το οποίο θέτει σε προτεραιότητα την «παραγωγή» φοιτητών και δευτερευόντως διευκολύνει την επιλογή σπουδών από τους υποψηφίους. Σε απλά ελληνικά, η εγκατάλειψη του πανεπιστημίου είναι σε σημαντικό βαθμό αποτέλεσμα της λογικής ότι οι υποψήφιοι επιλέγουν το σύνολο των σχολών που αντιστοιχίζονται στην κατεύθυνση που επέλεξαν στο λύκειο, ώστε αναλόγως των επιδόσεων και των μορίων που θα συγκεντρώσουν να μπουν σε κάποια σχολή. Ανεξαρτήτως αντικειμένου, αλλά και γεωγραφικής περιοχής που φιλοξενεί το πανεπιστήμιο και τη σχολή επιτυχίας.
Προφανώς σε όλο τον κόσμο -σε Ανατολή, Δύση, Βορρά και Νότο- η φοιτητική ιδιότητα θεωρείται εξόχως σημαντική για κάποιον νέο άνθρωπο. Η διαφορά της Ελλάδας με άλλες ανεπτυγμένες χώρες -ίσως όχι με όλες, αλλά σίγουρα με τις περισσότερες- είναι ότι το ενδιαφέρον του κράτους, της κοινωνίας, ίσως και της οικογένειας, εξαντλείται κάπου εκεί. Στην περίφημη… φοιτητική ζωή, η οποία, μάλιστα, εντελώς παράλογα έχει αναβαθμιστεί σε… δεύτερο πανεπιστήμιο μέσα στο κυρίως μενού των σπουδών. Το βασικό κεφάλαιο της απασχόλησης και της εργασίας, που (υποτίθεται ότι) ακολουθεί στην πορεία της ζωής ενός νέου ανθρώπου σε συντονισμό με τις σπουδές του, δεν απασχολεί στα σοβαρά κανέναν, εκτός ίσως από τον ίδιο, κάποια στιγμή στην πορεία των χρόνων. Διότι -ας μην ξεχνάμε- ότι εκτός από τους «αιώνιους φοιτητές», οι οποίοι παρατούν επί της ουσίας τις σπουδές τους και αύριο 31 Δεκεμβρίου θα διαγραφούν από τα πανεπιστημιακά μητρώα, υπάρχουν κι εκείνοι που ολοκληρώνουν μεν τις σπουδές τους, παίρνουν πτυχίο, κάνουν μεταπτυχιακό -κάποιοι και διδακτορικό-, αλλά αναζητούν την επαγγελματική αποκατάσταση σε άλλες κατευθύνσεις. Κάτι απολύτως θεμιτό όταν συμβαίνει συνειδητά, αλλά σίγουρα προβληματικό και τραυματικό, όταν καθίσταται υποχρεωτικό και αποτέλεσμα των σκληρών νόμων της οικονομίας, της αγοράς εργασίας και της ίδιας της επιβίωσης. Διότι σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση σημαίνει ότι κάποιος την κρίσιμη ώρα της επιλογής σπουδών κάτι δεν υπολόγισε σωστά. Συμβαίνουν αυτά. Επειδή, όμως, τα ποσοστά αυτής της κατηγορίας είναι σημαντικά, μάλλον δεν πρόκειται για μεμονωμένες αστοχίες που μπορεί να συμβούν στον καθένα, αλλά συνθήκη μέρους της κοινωνίας.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου βρίσκονται τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, η αξιολόγηση, η βαθμολογία και η κατάταξη των ΑΕΙ γίνεται με βάση την επαγγελματική πορεία των αποφοίτων και τις οικονομικές απολαβές τους λίγα χρόνια μετά το πτυχίο. Γι’ αυτό οι απόφοιτοι διατηρούν επαφή με το πανεπιστήμιο και κάποιον από τους καθηγητές, που ενίοτε λειτουργεί ακόμη και χρόνια μετά ως μέντορας. Στην Ελλάδα τα πανεπιστήμια μάλλον ενδιαφέρονται περισσότερο να επεκταθούν αυξάνοντας τον αριθμό των εισακτέων και γενικότερα των φοιτητών τους, συχνά επ’ ωφελεία του διδακτικού προσωπικού και πάντα υπέρ της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας και λιγότερο για το μέλλον των φοιτητών τους. Ασφαλώς η πολιτεία είναι απολύτως συντονισμένη σε αυτή την… άκαμπτη λογική, μάλλον την επιβάλλει σε όλους τους υπόλοιπους. Κοινό μυστικό αποτελεί ότι το γραφειοκρατικό ελληνικό κράτος μπορεί να ξοδεύει χρήματα γενικώς, αορίστως και οριζοντίως, αλλά στα δύσκολα αφήνει τη ζωή να αποφασίσει, να ρυθμίσει, να διευθετήσει. Προφανώς κανείς δεν (μπορεί να) επιθυμεί μια κεντρικά κατευθυνόμενη οικονομία και αγορά εργασίας Σοβιετικού τύπου, αλλά η πολιτική εξουσία ακόμη και στα φιλελεύθερα καθεστώτα υπάρχει για να βλέπει τη μεγάλη εικόνα και να υποδεικνύει -φυσικά και να στηρίζει ενεργά- κατευθύνσεις και πρωτοβουλίες αφενός βιώσιμες και αφετέρου παραγωγικές για το σύνολο. Για παράδειγμα οι «αιώνιοι φοιτητές» που διαγράφονται με πρωτοβουλία του κράτους στα τέλη του 2025 και ενώ επί χρόνια έχουν σίγουρα στερήσει κάποιες θέσεις -λιγότερες ή περισσότερες μικρή σημασία έχει- από άλλους πρόθυμους να σπουδάσουν.
