Το 2001 οι Taylor – Gooby έγραψαν ότι, από τη μια πλευρά, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και τεχνολογική πρόοδος έχουν συμβάλλει σημαντικά τόσο στην αναμόρφωση των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης όσο και στην βελτίωση του επιπέδου υγείας. Από την άλλη ,όμως, η επιδείνωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας και η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, επιδρούν αρνητικά στην υγεία των πολιτών και ειδικότερα των πληθυσμιακών ομάδων με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Και συμπληρώνουν οι Harrris and Seid, ότι έτσι διαμορφώνεται ένα περιβάλλον εκτεταμένων ανισοτήτων, το οποίο αναπαράγει συνθήκες αποστέρησης και μειονεξίας, με ιδιαίτερα δυσμενείς επιδράσεις στην υγεία των φτωχών στρωμάτων. Με την ρομποτοποίηση της παραγωγής και την συμμετοχή σ΄ αυτήν της τεχνητής νοημοσύνης, χάνονται εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως, αφήνοντας εκτός ασφαλιστικού συστήματος ολόκληρους πληθυσμούς.
Οι ανισότητες στην υγεία και η ελληνική πραγματικότητα
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην υγεία αναγνωρίζονται πλέον και επισήμως.
Ιωάννης Μπαλτάς
11:30
25 Νοεμβρίου 2025
Unsplash
Έναυσμα για τι σκέψεις που ακολουθούν είναι η τελευταία έκθεση του ΟΟΑΣΑ
Στην Ελλάδα λέει η έκθεση, η ικανοποίηση από τις υπηρεσίες υγείας βρίσκεται στο 27%, με το χαμηλότερο ποσοστό στις χώρες του ΟΟΣΑ να είναι 64%. Ενώ το κόστος αποτελεί το βασικό εμπόδιο, αφού για πολλούς Έλληνες πολίτες, ακόμη και μια απλή επίσκεψη στον γιατρό μετατρέπεται σε δίλημμα. Παρόλο που η ασφαλιστική κάλυψη θεωρητικά φτάνει στο 100%, στην πράξη χιλιάδες άνθρωποι «μένουν εκτός».
Ο ορισμός ΥΓΕΙΑ που υιοθετήθηκε από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (WHO) το 1946 και συμπληρώθηκε με την διακήρυξη της ΟΤΤΑΒΑ 1986, ορίζει ότι, υγεία δεν είναι μόνο η απουσία νόσου ή αναπηρίας. Αλλά είναι κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ΣΥΣΤΗΜΑ ΥΓΕΙΑΣ είναι οι ενέργειες, που πρωταρχικό σκοπό έχουν την διατήρηση της υγείας, την αποκατάσταση και την προαγωγή υγείας. Προαγωγή υγείας είναι η διαδικασία που διευκολύνει άτομα και κοινότητες να ελέγξουν και να βελτιώσουν τους παράγοντες που διαμορφώνουν την υγεία τους. Στο δικό μας σύστημα αυτό δεν είναι εφικτό. Βασικοί παράγοντες που επιδρούν στην υγεία είναι οι οικονομικές δυνατότητες του ατόμου ή της ομάδας, το είδος και οι συνθήκες εργασίας, το περιβάλλον και οι υπηρεσίες υγείας που απολαμβάνει το άτομο ή η ομάδα. Το μόνο κοινό που έχουν οι κοινωνικές τάξεις σ΄ αυτό το παραγωγικό μοντέλο είναι οι επιδράσεις του περιβάλλοντος. Οι συνθήκες εργασίας και η απολαβή των υπηρεσιών υγείας είναι διαφορετικές μεταξύ των τάξεων. Αυτό σημαίνει ανισότητα στην υγεία.
Παρά την πρόοδο της ανθρωπότητας σε επίπεδο επιστήμης, τεχνολογίας, την δράση του συνδικαλισμού, την διεκδίκηση δικαιωμάτων για ευπαθή άτομα και ομάδες, η ανισότητα υπάρχει και εκφράζεται με τον πιο έντονο τρόπο στην υγεία.
Το ζήτημα αναγνωρίστηκε επισήμως το 1980 με την λεγόμενη έκθεση BLACK REPORT στην Αγγλία, η οποία αναγνώρισε ότι η θνησιμότητα σε ηλικίες 15-64 χρονών ήταν διπλάσια στα άτομα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων, απ΄ ότι στα άτομα της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Το ζήτημα επιβεβαιώθηκε στην Αγγλία και με νέα μελέτη το 1991, ενώ ανάλογες μελέτες έγιναν και σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης. Διαφορές υπάρχουν ακόμη και σε χώρες με κοινωνική πολιτική. Οι χειρώνακτες των βιομηχανικά ανεπτυγμένων, παρουσίαζαν περισσότερες πιθανότητες πρόωρου θανάτου με ποσοστό που κυμαίνεται από χώρα σε χώρα, από 33% έως 71%.
Αιτίες θανάτου που έχουν σχέση με την κοινωνικοοικονομική τάξη είναι τα λοιμώδη νοσήματα, τα ατυχήματα (γενικά η βία), οι αναπνευστικές παθήσεις και τα καρδιοαγγειακά. Τα ίδια ισχύουν και στην νοσηρότητα. Οι αιτίες προφανώς είναι οι ανθυγιεινές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης, όπως είναι η κακή διατροφή, το μη καθαρό πόσιμο νερό, ελλιπής θέρμανση, τα εξουθενωτικά ωράρια εργασίας, το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, το ακριβό φάρμακο κλπ.
Σε μια κοινωνία που υπάρχει ανισότητα, τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα εκτίθενται εκτός των άλλων και σε στρεσογόνες συνθήκες που επιφέρουν σωματικές και ψυχολογικές επιπτώσεις. Αξιοσημείωτη είναι η διαπίστωση ότι ο μαύροι στο Harlem της Νέας Υόρκης είχαν μεγαλύτερη θνησιμότητα απ΄ ότι οι αγρότες στο Μπαγκλαντές.
Το εμπόρευμα «υγεία» καταναλώνεται με βάση το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών. Όλοι γνωρίζουμε τις μακροχρόνιες λίστες χειρουργείων ελλείψει προσωπικού. Από την άλλη το κόστος διαγνώσεων, χειρουργικών επεμβάσεων και νοσηλείας στον ιδιωτικό φορέα είναι δυσβάστακτο, εκτός για όσους πέρα από τις υποχρεωτικές ασφαλιστικές εισφορές πληρώνουν και ιδιωτικές ασφάλειες. Το τελευταίο όμως είναι ανέφικτο για την συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών.
Με αυτό το τρόπο σταδιακά επιβάλλεται ένας κοινωνικός δαρβινισμός που εκπρόσωποι της παρούσας κυβέρνησης τον περιέγραψαν με το γνωστό «όποιος δεν προσαρμόζεται πεθαίνει».
Υπάρχουν συστήματα πολλών ειδών και η μορφή τους εξαρτάται κυρίως από την χρηματοδότηση τους. Είναι αυτό που χρηματοδοτείτε από την φορολογία, αυτό που χρηματοδοτείται από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών και αυτό που χρηματοδοτείται από τις ιδιωτικές ασφάλειες. Το τελευταίο σύστημα λειτουργεί με όρους αγοράς και σ΄ αυτό συναντώνται και οι μεγαλύτερες ανισότητες. Στις ΗΠΑ ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού είναι ανασφάλιστο.
Στην Ελλάδα έχουμε ένα μικτό σύστημα, που διολισθαίνει στο μοντέλο των ιδιωτικών ασφαλιστικών. Η ιδιωτικοποίηση διευρύνεται στην υγεία δημιουργώντας συνθήκες ανισότητας και κατά συνέπεια απειλώντας το όλο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Η υγεία εμπορευματοποιείται με την σταδιακή απαξίωση και αποσύνθεση του ΕΣΥ. Παρά τις κυβερνητικές θριαμβολογίες ότι το ΕΣΥ είναι στα καλά του, οι τριτοκοσμική εικόνα με ράντζα κυρίως στα νοσοκομεία της Αττικής συνεχίζεται, ενώ οι καθυστερήσεις του ΕΚΑΒ για επείγοντα περιστατικά ξεπερνάει πολλές φορές και την μία ώρα. Στην Ελλάδα η αναλογία νοσηλευτών παραμένει από τις χαμηλότερες, με περίπου 3-3,5 ανά 1.000 κατοίκους, ενώ στις χώρες του ΟΟΣΑ η αναλογία είναι 9 /1000. Οι νέοι δείχνουν ελάχιστο ενδιαφέρον για το επάγγελμα ελλείψει κινήτρων, γεγονός που προμηνύει ακόμη μεγαλύτερα κενά στο μέλλον.
Ένα ακόμη δομικό χαρακτηριστικό της Ελληνικής πραγματικότητας, που προκύπτει από την έκθεση του ΟΟΣΑ, είναι η περιορισμένη δημόσια χρηματοδότηση. Μόλις το 60,9% των συνολικών δαπανών υγείας καλύπτεται από το κράτος ή υποχρεωτικούς μηχανισμούς, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ξεπερνά το 75%. Το υπόλοιπο καλύπτεται από την τσέπη των πολιτών. Στη μακροχρόνια φροντίδα η δημόσια δαπάνη της Ελληνικής πολιτείας δεν υπερβαίνει το 0,5% του ΑΕΠ, ενώ ο μέσος όρος στις χώρες του ΟΟΣΑ είναι 1,5 -2,5%.
Υπάρχει η άποψη ότι η ιδιωτικοποίηση των υπηρεσιών υγείας συμβάλλει στην άνοδο της ποιότητας . Αυτό είναι παραπλανητικό διότι, το κέρδος που απαιτεί ο επιχειρηματίας υγείας είτε καταβάλλεται από την ιδιωτική ασφαλιστική, την οποία με την σειρά της πληρώνει αδρά ο καταναλωτής με τα ασφάλιστρα, είτε από την παραοικονομία στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Όλα οδηγούν στην φτωχοποίηση, λόγω στέρησης μεγάλων χρηματικών ποσών, πράγμα που επιδεινώνει περαιτέρω το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού με χαμηλά εισοδήματα.
Το ΑΕΠ κάθε χώρας δεν αποτελεί δείκτη για την κατάσταση της υγείας. Παράδειγμα οι ΗΠΑ που έχουν το μεγαλύτερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, είναι από τις χώρες με τους χειρότερους δείκτες υγείας.
Για να επιστρέψω στο αρχικό θέμα, οι κοινωνικές ανισότητες έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία του συνόλου της κοινωνίας αλλά και της οικονομίας διότι η κακή υγεία των ασθενέστερων τάξεων καθιστά την εργατική – μισθωτή τάξη μη παραγωγική. Με αυτό το σκεπτικό άλλωστε ξεκίνησε και το Εθνικό Σύστημα Υγείας στην Μεγάλη Βρετανία.
Άρα η υγεία έχει άμεση σχέση με την οργάνωση της κοινωνίας στο σύνολο της, με άλλα λόγια, με την διαχείριση των μέσων παραγωγής. Επειδή και η παιδεία αλλά και η οικογενειακή κουλτούρα έχουν ρόλο στην διατήρηση της υγείας, ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο, ενδεχομένως θα διαμορφώσει τα πράγματα αλλιώς.
Οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις στην υγεία αναγνωρίζονται πλέον και επισήμως. Αυτό επίσης είναι συνέπεια του παραγωγικού μοντέλου, που λειτουργεί με κίνητρο το υπερκέρδος που καταστρέφει το περιβάλλον.
Αν και στις περισσότερες χώρες γίνονται προσπάθειες για την βελτίωση των συνθηκών υγείας του πληθυσμού, το χάσμα μεταξύ ανώτερων και κατώτερων κοινωνικών τάξεων συνεχίζει να αυξάνει.
Υπάρχουν κάποια συστήματα παρακολούθησης των ανισοτήτων που καθιέρωσε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, όπως το health equity assessment toolkit και global burden of disease, αλλά αυτά κάνουν μόνο διαπιστώσεις και δημοσιεύουν εκθέσεις και δεν κάνουν προτάσεις ή υποδείξεις για την άμβλυνση των ανισοτήτων στην υγεία. Το ζήτημα των ανισοτήτων στην υγεία είναι θέμα πολιτικής.
Ανισότητες υπάρχουν και περιφερειακές. Οι κάτοικοι των απομακρυσμένων ελληνικών περιοχών, όπως είναι τα νησιά, έχουν λιγότερες δυνατότητες πρόσβασης στις οργανωμένες δομές υγείας, σε σχέση με τους κατοίκους των αστικών κέντρων όπου συσσωρεύονται περισσότεροι γιατροί και μονάδες υγείας.
Στην περίοδο των μνημονίων στην χώρα μας έγιναν κάποιες σοβαρές προσπάθειες μείωσης των ανισοτήτων, με τη διαγραφή το 2016 των χρεών των ανασφάλιστων που είχαν νοσηλευτεί έως το 2015 και επί πλέον εντάχθηκαν στο σύστημα, για δωρεάν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη δύο εκατομμύρια ανασφάλιστοι πολίτες.
Στην κοινωνία μας, που όλο και λιγότερο ανησυχεί για το μέλλον της νέας γενιάς -πράγμα που φαίνεται από το ποσοστό συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές- αλλά και που η υγεία εμπορευματοποιείται, οι κατώτερες τάξεις όλο και λιγότερο έχουν άμεση πρόσβαση στις δομές υγείας. Επίσημη θέση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας είναι η ισονομία και η δικαιοσύνη στην υγεία. Τα αντανακλαστικά όμως της παγκόσμιας νεοφιλελεύθερης οικονομίας δεν ανταποκρίνονται.
Δρ. Ιωάννης Μπαλτάς – τ. Συντ. Δ/ντής Νευροχειρουργικής
