Για περισσότερο από έναν αιώνα, από την εποχή του Δαρβίνου έως τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η μελέτη της αναπαραγωγικής συμπεριφοράς στα ζώα ήταν σχεδόν αποκλειστικά προσανατολισμένη στους αρσενικούς.
Η επικρατούσα υπόθεση ήταν ότι οι αρσενικοί ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την πρόσβαση στις θηλυκές, οι οποίες υποτίθεται ότι παίζουν παθητικό ρόλο στην επιλογή συντρόφων. Αυτή η οπτική κυριάρχησε στην εξελικτική βιολογία, υποστηρίζοντας ότι η αρσενική υπεροχή στην πρωτοβουλία, αποτελεί σχεδόν αναπόφευκτο βιολογικό κανόνα.
Στις αρχές του 21ου αιώνα, ωστόσο, μια ριζική μετατόπιση επαναπροσδιόρισε το τοπίο: φεμινίστριες φιλόσοφοι όπως η Donna Haraway αποκάλυψαν τις προβολές και τις προκαταλήψεις που ενσωματώνονταν στις επιστημονικές ερμηνείες. Η Haraway έδειξε πως επί δεκαετίες παρουσίαζαν τους αρσενικούς ως «φυσικούς» κυρίαρχους και τις θηλυκές ως παθητικές υπάρξεις, παραβλέποντας πλήθος δεδομένων που δεν ταίριαζαν σε αυτό το πλαίσιο.
Ήταν σε αυτό το κλίμα αναθεώρησης που η Élise Huchard, διευθύντρια σήμερα ερευνών στο CNRS, ξεκίνησε το 2005 τη διδακτορική της διατριβή πάνω στις στρατηγικές αναπαραγωγής των θηλυκών μπαμπουίνων τσάρμα.
Για πάνω από είκοσι χρόνια, η Huchard παρακολουθεί λεπτομερώς δύο ομάδες μπαμπουίνων στη Ναμίμπια, σε ένα απαιτητικό πεδίο έρευνας που υποχρεώνει τους επιστήμονες να ξεκινούν πριν από την αυγή και να διανύουν κάθε μέρα δεκάδες χιλιόμετρα σε απότομο, άνυδρο τοπίο. Η συστηματική παρατήρηση επιτρέπει την καταγραφή των ιστοριών ζωής κάθε ζώου – από τη γέννηση έως τον θάνατο και την ανίχνευση τόσο των μητρικών όσο και πατρικών γραμμών μέσω γενετικών αναλύσεων.
Αρχικά, η Huchard επιδίωξε να εξετάσει την υπόθεση ότι οι θηλυκές επιλέγουν συντρόφους με βάση τη γενετική συμβατότητα του ανοσοποιητικού συστήματος. Μετά από χιλιάδες ώρες στο πεδίο και στο εργαστήριο, τα αποτελέσματα διέψευσαν αυτή τη θεωρία: δεν καταγράφηκε καμία σαφής προτίμηση των θηλυκών προς συγκεκριμένους αρσενικούς. Αυτό το «αρνητικό» αποτέλεσμα οδήγησε σε μια βαθύτερη επανεξέταση των δεδομένων.
Κομβικό εύρημα ήταν ότι στα τσάρμα, τα «στολίδια» δεν τα φέρουν οι αρσενικοί, όπως σε τόσα είδη, αλλά οι θηλυκές, με τις χαρακτηριστικές τυμπανώσεις τους στην ωορρηξία. Η ύπαρξη τέτοιων ορατών ενδείξεων γονιμότητας έστρεψε το ερευνητικό ενδιαφέρον στον ρόλο των αρσενικών ως πιθανών επιλέκτων, αντιστρέφοντας τη συμβατική υπόθεση.
Παράλληλα, η Huchard κατέγραφε συχνά στιγμές απρόκλητης βίας αρσενικών προς θηλυκές, ακόμη και έξω από τις περιόδους γονιμότητας. Αυτές οι επιθέσεις δεν μπορούσαν να εξηγηθούν μέσα από απλά ενδοομαδικά συγκρουσιακά σχήματα. Ένα νέο επιστημονικό άρθρο για τους χιμπατζήδες εισήγαγε τότε την έννοια της «σεξουαλικής καταναγκαστικής επιθετικότητας», δηλαδή τη χρήση βίας από τους αρσενικούς για να αυξήσουν τις αναπαραγωγικές τους πιθανότητες.
Η Huchard εφάρμοσε αυτή την υπόθεση στους μπαμπουίνους και τα δεδομένα την επιβεβαίωσαν πλήρως.
Οι μορφές καταναγκασμού που καταγράφηκαν ήταν έντονες: από αιφνιδιαστικές επιθέσεις και καταδίωξη μέχρι τον εξαναγκασμό θηλυκών να σκαρφαλώσουν σε επικίνδυνα δέντρα ή να πηδήξουν από μεγάλα ύψη. Αυτή η στοχοποίηση δεν ήταν τυχαία: κάθε αρσενικός εστίαζε σε μία συγκεκριμένη θηλυκή, την οποία παρακολουθούσε στενά, εμποδίζοντας άλλους να την πλησιάσουν.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η επιθετική περίοδος συχνά μετατρέπεται σε «σχέση» μετά τον τοκετό. Ο αρσενικός γίνεται προστατευτικός και στοργικός προς το μικρό και τη μητέρα, εμφανίζοντας συμπεριφορές αποκλειστικά προς το δικό του απόγονο. Η ύπαρξη τέτοιων «πατρικών φροντίδων» σε μη μονογαμικά είδη θεωρείται εξαιρετικά σπάνια και ενισχύει την άποψη ότι η καταναγκαστική επιθετικότητα εξασφαλίζει υψηλή βεβαιότητα πατρότητας.
Η έρευνα της Huchard επεκτάθηκε συγκριτικά σε άλλα είδη. Σε πολλά κοινωνικά συστήματα πρωτευόντων εντοπίζονται παρόμοια μοτίβα, όπως στους χιμπατζήδες και τους μανδρίλλους.
Παράλληλα, είδη όπως οι μπονόμπο δεν εμφανίζουν τέτοιες συμπεριφορές, κυρίως επειδή οι θηλυκές είναι συλλογικά κυρίαρχες. Σε άλλα είδη, κυρίως σε λεμούριους, η θηλυκή κυριαρχία δεν εξαλείφει πλήρως τη βία, αλλά μειώνει σημαντικά την έντασή της.
Το 2024, η Huchard και οι συνεργάτες της δημοσίευσαν μια μεγάλη συγκριτική ανάλυση που περιέλαβε δεδομένα από 121 είδη πρωτευόντων θηλαστικών. Η έρευνα έδειξε ότι η πλήρης κυριαρχία των αρσενικών ή των θηλυκών – όπου το ένα φύλο κερδίζει πάνω από το 90% των διαφυλικών συγκρούσεων – είναι πολύ σπάνια. Λιγότερο από το 20% των ειδών παρουσιάζουν τέτοια μονομερή υπεροχή. Οι περισσότερες κοινωνίες πρωτευόντων κινούνται σε ένα συνεχές, με ενδιάμεσες μορφές ισορροπίας, ανάλογα με το οικοσύστημα, τη δομή του κοινωνικού ομίλου και τη μορφολογία των ζώων.
Η θηλυκή κυριαρχία εμφανίζεται συχνότερα σε μονογαμικά είδη, σε είδη όπου τα δύο φύλα έχουν περίπου ίδια σωματική δύναμη και σε οικολογικά περιβάλλοντα όπως οι δενδρόβιες κοινωνίες, όπου η δυνατότητα διαφυγής ενισχύει την αυτονομία των θηλυκών, αναφέρει το The Conversation. Αντίθετα, η αρσενική κυριαρχία ενισχύεται σε πολυγαμικές, χερσαίες κοινωνίες με μεγάλες ομάδες και έντονες έμφυλες διαφορές στη σωματική δύναμη.
Οι διακυμάνσεις αυτές φωτίζουν τις εξελικτικές ρίζες των σχέσεων μεταξύ φύλων, υποδεικνύοντας ότι η αρσενική κυριαρχία στους ανθρώπους δεν είναι ένας αναπόφευκτος «φυσικός» κανόνας, αλλά μία μόνο από τις πολλές πιθανές εκδοχές που εμφανίζει η τάξη των πρωτευόντων.
