website analysis Μικροί θρόνοι στις γωνιές της Αθήνας – Epikairo.gr

Μικροί θρόνοι στις γωνιές της Αθήνας
Καρέκλες, πολυθρόνες και σκαμπό που αντιστέκονται στους γρήγορους ρυθμούς.
Καθίσματα κάθε είδους και μορφής τα προσπερνάμε στην πόλη, χωρίς πολλές φορές καν να τα παρατηρούμε. Είναι φτιαγμένα και τοποθετημένα για πέντε λεπτά ανάσας, για μια γουλιά καφέ, μια τζούρα τσιγάρο, για εκείνη τη μικρή ανασυγκρότηση πρoτού ξαναμπεί κανείς στα δεκατριάωρα που ο νέος εργασιακός νόμος ονομάζει «ευελιξία» (φωτογραφίες: Χριστιάνα Στυλιανού)

Υπάρχει ένα αντικείμενο που το συναντά κανείς παντού στην Αθήνα. Συχνά το προσπερνάμε χωρίς καν να το παρατηρήσουμε. Είναι τόσο ταπεινό και συνηθισμένο που σχεδόν χάνεται μες στο αχανές αστικό τοπίο, σαν να υπήρχε εκεί από πάντα, συγκολλημένο στο τσιμέντο της πόλης. Το συναντάς στα στενά της Κυψέλης, στη Μητροπόλεως και στην Αθηνάς, στην πλατεία Βάθη, στην Αχαρνών, στο Παγκράτι, αλλά και στις πλατείες Κολιάτσου και Αμερικής. Πιο πέρα, εμφανίζεται στον Πειραιά, γύρω από την Τερψιθέα, στη Φρεαττύδα, στο Πασαλιμάνι, όπως και στις γειτονιές του Γαλατσίου, της Νίκαιας, του Περιστερίου και της Καλλιθέας. Αυτό το αντικείμενο δεν είναι άλλο από τις καρέκλες, τα σκαμπό, τα αναδιπλούμενα καρεκλάκια που βρίσκονται έξω από περίπτερα, δίπλα σε αποθήκες, στις εισόδους μικρών και μεγάλων μαγαζιών, σε πεζοδρόμια, κάτω από τέντες και αυτοσχέδια υπόστεγα. Είναι μικροί, αυτοσχέδιοι θρόνοι της καθημερινότητας, φτιαγμένοι για πέντε λεπτά ανάσας, για μια γουλιά καφέ, μια τζούρα τσιγάρο, για εκείνη τη μικρή ανασυγκρότηση προτού ξαναμπεί κανείς στα δεκατριάωρα που ο νέος νόμος ονομάζει «ευελιξία», αλλά το σώμα γνωρίζει ότι μεταφράζονται σε εξάντληση.

Στάση για δύο λεπτά

Πάνω σε αυτές τις καρέκλες κάθεται ο μάγειρας από το σουβλατζίδικο της Μητροπόλεως που ξεφεύγει για δύο λεπτά από τη φωτιά της σχάρας, η κομμώτρια της Αγίας Ειρήνης που βγαίνει να πάρει αέρα πριν από το επόμενο ραντεβού, ο Πακιστανός μπακάλης στην Αχαρνών που κλείνει για λίγο τα μάτια μπροστά στον ήλιο, προτού χωθεί ξανά ανάμεσα σε κούτες και παραγγελίες, ο διανομέας στο Παγκράτι που ακουμπά το κράνος στο τραπεζάκι κι ανάβει το πρώτο τσιγάρο της βάρδιας, η γυναίκα έξω από το καθαριστήριο που κάθεται επί δεκαεπτά χρόνια στην ίδια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα, η οποία πια έχει πάρει το αποτύπωμα του σώματός της. Ακόμη και οι ηλικιωμένοι στα περίπτερα της Φωκίωνος, που μετατρέπουν τρεις απλές καρέκλες σε άτυπο καφενείο, μιλώντας για τον καιρό, για την πολιτική, για τα εγγόνια τους, για ό,τι κρατά ζωντανή την καθημερινότητα.

Καθένας κάθεται σε αυτές τις καρέκλες όχι μόνο για ξεκούραση, αλλά για να μη λιποψυχήσει, για να επαναφέρει τον εαυτό του σε ευθεία πορεία και να συνεχίσει. Χωρίς αυτές η Αθήνα θα ήταν μια ατελείωτη λεωφόρος παραγωγικότητας. Με αυτές γίνεται ένα αρχιπέλαγος παύσεων, ένα διάσπαρτο δίκτυο μικρών αναχωμάτων απέναντι στη φρενήρη επιτάχυνση της καθημερινής ζωής.

Από τη σκοπιά της αστικής ανάλυσης, οι καρέκλες αυτές μπορούν να θεωρηθούν άτυπα αστικά έπιπλα. Στην πολεοδομία ο όρος «αστικά έπιπλα» αφορά τα παγκάκια, τις πινακίδες, τις στάσεις λεωφορείων, όλα τα αντικείμενα που οργανώνουν θεσμικά τον δημόσιο χώρο. Ομως αυτές οι μετακινούμενες, παλιές καρέκλες λειτουργούν σαν ένα παράλληλο σύστημα αστικού εξοπλισμού. Φέρνουν στο πεζοδρόμιο μια λογική «ημι-ιδιωτικότητας»: το μαγαζί επεκτείνεται προς τα έξω, ο δρόμος γίνεται προέκταση του εργασιακού χώρου και το ιδιωτικό στοιχείο της δουλειάς διαχέεται σε δημόσια θέα.

Μικρές πράξεις αντίστασης

Αυτή η μετατόπιση από τον ιδιωτικό στον δημόσιο χώρο έχει αναλυθεί από θεωρητικούς όπως ο Δανός πολεοδόμος Γιαν Γκιλ, που στο βιβλίο του «Η ζωή ανάμεσα στα κτήρια: Χρησιμοποιώντας τον δημόσιο χώρο» υποστηρίζει ότι η ουσία της πόλης δεν βρίσκεται στα κτίρια αλλά στη ζωή ανάμεσά τους. Στη ζωντάνια που γεννιέται όταν ο δημόσιος χώρος δίνει στους ανθρώπους λόγους να σταματήσουν, να συναντηθούν, να παρατηρήσουν και να μοιραστούν τον χώρο. Οι καρέκλες της Αθήνας, λοιπόν, είναι πυκνωτές δημόσιας ζωής: τόποι προσωρινής κατοίκησης μέσα σε έναν κόσμο βιαστικό.

Στον αντίποδα της ροής της εργασίας, οι καρέκλες αυτές λειτουργούν σαν μικρές πράξεις αντίστασης απέναντι στην εποχή της επίδοσης. Οπως έχει γράψει ο Κορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ-τσουλ Χαν, σήμερα δεν μας εξαναγκάζει κάποιος άλλος να δουλεύουμε μέχρι εξάντλησης. Η πίεση προέρχεται από μέσα, από την εσωτερίκευση του «μπορείς», που γρήγορα γίνεται «οφείλεις». Σε αυτό το πλαίσιο η παύση δεν θεωρείται δικαίωμα αλλά σφάλμα. Κι ακριβώς γι’ αυτό, μια απλή καρέκλα στο πεζοδρόμιο γίνεται μια μικρή πράξη αρνητικότητας, όπως θα έλεγε ο Χαν: η στιγμή που ο άνθρωπος σπάει τη ροή της παραγωγικότητας και επιτρέπει στον εαυτό του να είναι για λίγο «άχρηστος», να υπάρχει χωρίς να αποδίδει.

Η ανάκτηση του χώρου

Η παρουσία αυτών των καθισμάτων συνδέεται επίσης με τις ιδέες του Γάλλου κοινωνιολόγου Μισέλ ντε Σερτό, ο οποίος στο έργο του «The practice of everyday life» περιγράφει τις τακτικές με τις οποίες οι καθημερινοί άνθρωποι ανακτούν χώρο μέσα σε συστήματα εξουσίας που τους ξεπερνούν. Οι καρέκλες, άτυπες κι αδέσποτες, είναι ακριβώς τέτοιες τακτικές: μικρές, καθημερινές καταλήψεις του δημόσιου χώρου, χειρονομίες εργαζομένων που διεκδικούν ένα διάλειμμα μες στο αδιάκοπο συνεχές της παραγωγικότητας.

Την ίδια στιγμή η οικειοποίηση του δημόσιου χώρου από τους κατοίκους συνδέεται με το «δικαίωμα στην πόλη», όπως το περιέγραψε ο Γάλλος φιλόσοφος Ανρί Λεφέβρ. Οι καρέκλες στις γωνιές της Αθήνας αποτελούν μικρά σημεία όπου η πόλη επιστρέφει στην ανθρώπινη κλίμακα. Δεν μιλούν τη γλώσσα της αγοράς, αλλά τη γλώσσα της ανάγκης. Εκεί το πεζοδρόμιο γίνεται προσωρινό σαλόνι, ένας «τρίτος χώρος» ανάμεσα στο σπίτι και τη δουλειά, όπου ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει χωρίς ρόλο.

Και ίσως τελικά αυτό που εξελίσσεται μπροστά μας να είναι η πιο γνήσια Μπιενάλε της πόλης: μια λαϊκή Μπιενάλε της ανάγκης, χωρίς επιμελητές, χωρίς χρηματοδοτήσεις, χωρίς μεγαλόπνοες εγκαταστάσεις. Μια έκθεση που έχει στηθεί από τους βιοπαλαιστές της πόλης, εκείνους που σηκώνουν την καθημερινότητα στους ώμους τους. Οι καρέκλες τους απλώνονται σε πεζοδρόμια, στενά, γωνίες και εισόδους πολυκατοικιών, χαράζοντας έναν χάρτη αθέατο σε τουριστικές εφαρμογές: από την Πανεπιστημίου μέχρι τη Σωκράτους και από την Ομόνοια μέχρι τη Φωκίωνος. Είναι το αρχείο της κόπωσης της πόλης και ταυτόχρονα το αρχείο της επιβίωσής της.