website analysis Μία απίστευτη χριστουγεννιάτικη ιστορία: Άνοιξαν το σπίτι τους σε έναν 30χρονο άστεγο και έμεινε μαζί τους για 45 χρόνια μέχρι που πέθανε – Epikairo.gr

Αυτό που ξεκίνησε ως μια πράξη συμπόνιας του ζευγαριού στον Ρόνι μετατράπηκε σε μια μοναδική σχέση αγάπης

Προκειμένου να τον κάνουν να νιώσει όσο το δυνατόν πιο ευπρόσδεκτος, ζήτησαν από την οικογένειά τους να του φέρουν ένα δώρο για τα Χριστούγεννα, οτιδήποτε από ένα ζευγάρι κάλτσες μέχρι μερικά «αρωματικά».
«Τον θυμάμαι ακόμα. Καθόταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι και είχε αυτά τα δώρα και έκλαιγε γιατί δεν είχε νιώσει ποτέ τέτοια αγάπη, ξέρετε. Ήταν πραγματικά απίστευτο να το βλέπεις», είπε η Νταϊάν.
Το ζευγάρι σχεδίαζε να τον αφήσει να μείνει μέχρι την επόμενη ημέρα των Χριστουγέννων, αλλά όταν έφτασε η μέρα, δεν μπόρεσαν να διώξουν τον Ρόνι και ζήτησαν συμβουλές από τις αρχές.
Το κέντρο αστέγων τους είπε ότι ο Ρόνι χρειαζόταν μια διεύθυνση για να βρει δουλειά αλλά «για να βρεις σπίτι, άρα και διεύθυνση, χρειάζεσαι δουλειά. Αυτό είναι το αδιέξοδο, στο οποίο βρίσκονται πολλοί άστεγοι», τόνισε ο Ρομπ.
Η ιστορία του Ρόνι ξεκινάει από όταν παιδί και σε ηλικία μόλις οκτώ ετών είχε μπει σε ίδρυμα φροντίδας. Τρία χρόνια αργότερα εξαφανίστηκε από το Κάρντιφ.
Ο Ρομπ κάνοντας έρευνα για το βιβλίο του «A Knock on the Door» ανακάλυψε τι πραγματικά του είχε συμβεί εκείνα τα χρόνια της εξαφάνισης.
This is the true story of Ronnie Lockwood, a homeless man who entered the home of a young couple, became a dustman and lived as part of their family for over 45 years until his death – a truly astonishing story of human kindness.
A KNOCK AT THE DOOR by Rob Parsons is out today! pic.twitter.com/vZswiDXCJl
— William Collins Books (@WmCollinsBooks) November 21, 2024

Είχε σταλεί περίπου 320 χλμ μακριά σε ένα  ειδικό σχολείο όπου και έζησε για πέντε χρόνια.
«Δεν είχε φίλους εκεί. Δεν είχε κοινωνικό λειτουργό που να τον γνώριζε. Δεν είχε δασκάλους που να τον ήξεραν», επεσήμανε ο Ρομπ.
Ο Ρόνι ρωτούσε συχνά «έκανα κάτι κακό;», κάτι που πιστεύουν ότι το είχε μάθει από το σχολείο. «Ανησυχούσε πάντα ότι σε είχε προσβάλει ή ότι είχε κάνει κάτι λάθος» υπογραμμίζει ο Ρομπ. Σε ηλικία 15 ετών, ο Ρόνι στάλθηκε πίσω στο Κάρντιφ «χωρίς τίποτα» και έτσι έμεινε κάποια στιγμή και άστεγος.
Το ζευγάρι αποκάλυψε ότι αρχικά ο Ρόνι ήταν λίγο αμήχανος, καθώς δυσκολευόταν να κρατήσει οπτική επαφή και να συζητήσει κανονικά.
«Αλλά μετά τον γνωρίσαμε και τον αγαπήσαμε» παραδέχθηκαν. 
Βοήθησαν τον Ρόνι να βρει δουλειά ως σκουπιδιάρης και του αγόρασαν καινούργια ρούχα, αφού φορούσε τα ίδια ρούχα που είχε ως έφηβος στο σχολείο.
«Δεν είχαμε δικά μας παιδιά, ήταν σαν να ντύναμε τα παιδιά μας για το σχολείο, ήμασταν περήφανοι γονείς», είπε ο Ρομπ.
«Όταν βγήκαμε από το κατάστημα, η Νταϊάν μου είπε: “Βρήκε δουλειά ως σκουπιδιάρης και τον ντύσαμε σαν να είναι ο εκπρόσωπος ξενοδοχείου», είπε ο Ρομπ γελώντας.
Ο Ρομπ ήταν δικηγόρος και ξύπναγε μία ώρα νωρίτερα για να πάει τον Ρόνι στη δουλειά του πριν πάει στη δική του.
Όταν επέστρεφε στο σπίτι, ο Ρομπ είπε ότι ο Ρόνι συχνά καθόταν εκεί, χαμογελώντας, και μια νύχτα τον ρώτησε: «Ρόνι, τι σε διασκεδάζει τόσο πολύ;»
Ο Ρόνι απάντησε: «Ρομπ, όταν με πας στη δουλειά το πρωί, οι άλλοι άντρες λένε “ποιος είναι αυτός που σε φέρνει στη δουλειά με αυτό το αυτοκίνητο;” Και εγώ λέω “α, είναι ο δικηγόρος μου”, απάντησε ο Ρόνι.
«Δεν νομίζουμε ότι ήταν περήφανος που τον πήγαινε στη δουλειά ένας δικηγόρος, αλλά πιστεύουμε ότι ίσως δεν τον είχε πάει ποτέ κανείς την πρώτη του μέρα στο σχολείο. Και τώρα που είναι σχεδόν 30… επιτέλους κάποιος είναι στην πύλη», εξήγησε ο Ρομπ.
Ο Ρόνι συνήθιζε να αδειάζει το πλυντήριο πιάτων κάθε πρωί και ο Ρομπ προσποιούταν γεμάτος έκπληξη για να μην απογοητεύσει τον Ρόνι.
«Είναι δύσκολο να δείχνεις έκπληκτος όταν σου κάνουν την ίδια ερώτηση την Τρίτη που σου έκαναν και τη Δευτέρα, αλλά έτσι ήταν ο Ρόνι. Το κάναμε αυτό για 45 χρόνια», είπε γελώντας.
«Προφανώς είχε δυσκολίες στο διάβασμα και το γράψιμο, αλλά αγόραζε κάθε μέρα την εφημερίδα South Wales Echo», πρόσθεσε η Νταϊάν.
Ο Ρόνι τους αγόραζε τις ίδιες δωροκάρτες από τα Marks and Spencer κάθε Χριστούγεννα, αλλά κάθε χρόνο ένιωθε την ίδια χαρά για την αντίδρασή τους.
Ο Ρόνι περνούσε πολύ από τον ελεύθερο χρόνο του στην τοπική εκκλησία, συγκεντρώνοντας δωρεές για τους άστεγους και προετοιμάζοντας τις λειτουργίες, τακτοποιώντας τις καρέκλες.
Η Νταϊάν θυμήθηκε μια μέρα που γύρισε στο σπίτι με διαφορετικά παπούτσια και τον ρώτησε: «Ρόνι, πού είναι τα παπούτσια σου;».
Της είπε ότι τα χρειαζόταν ένας άστεγος και του τα έδωσε. «Αυτός ήταν ο χαρακτήρας του. Ήταν καταπληκτικός», είπαν.
Μια από τις πιο δύσκολες στιγμές τους ήταν όταν, η Νταϊάν διαγνώστηκε με Μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα ή σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, καθώς υπήρχαν μέρες που δεν μπορούσε να σηκωθεί από το κρεβάτι.
«Είχα μια μικρή κόρη τριών ετών και ο Ρομπ ήταν μακριά για δουλειά», είπε η Νταϊάν.
Αλλά ο Ρόνι ήταν «αξιοθαύμαστος» και ανέλαβε τις ευθύνες του, ετοιμάζοντας το μπιμπερό για τον γιο τους Λόιντ, βοηθώντας στο σπίτι και παίζοντας με την κόρη τους Κέιτι.
Αν και παραδέχτηκαν ότι ο Ρόνι ήταν εθισμένος στον τζόγο για 20 χρόνια, δεν μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς αυτόν.
«Δεν είναι κάτι που θα συνιστούσα ως στρατηγική, αλλά ο Ρόνι εμπλούτισε τη ζωή μας με πολλούς τρόπους», σημείωσε ο Ρομπ.
«Ο Ρόνι είχε μεγάλη καρδιά. Ήταν ευγενικός, ήταν εκνευριστικός. Μερικές φορές ήμουν η μητέρα του, μερικές φορές ήμουν η κοινωνική λειτουργός του και μερικές φορές ήμουν ο φροντιστής του», δήλωσε η Νταϊάν.
Όταν κάποιος ρώτησε τα παιδιά του ζευγαριού «πώς αντιμετωπίζατε τον Ρόνι όταν έρχονταν οι φίλοι σας στο σπίτι» και εκείνα απάντησαν, «καλά, δεν το σκεφτόμαστε πραγματικά, είναι απλά ο Ρόνι».
«Τα παιδιά μας δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τη ζωή χωρίς τον Ρόνι. Ήταν εκεί πριν έρθουν και ήταν εκεί όταν έφυγαν, ήταν εκεί με τα δικά τους παιδιά», είπε ο Ρομπ.
Μόνο μία φορά το ζευγάρι σκέφτηκε να βοηθήσει τον Ρόνι να ζήσει ανεξάρτητα, λίγα χρόνια μετά τη μετακόμισή του. 
Καθώς τα δύο τους παιδιά μεγάλωναν και ο χώρος στο σπίτι τους με το ένα μπάνιο φαινόταν περιορισμένος, πλησίασαν το δωμάτιο του Ρόνι για να του προτείνουν να βρει ένα διαμέρισμα κοντά τους.
Αλλά όταν μπήκαν, εκείνος επανέλαβε τη γνωστή ερώτηση: «Έκανα κάτι κακό;»
Ο Ρομπ είπε ότι η Νταϊάν τον έδιωξε από το δωμάτιο, ξέσπασε σε κλάματα και είπε «Δεν μπορώ να το κάνω».
Λίγες νύχτες αργότερα, ο Ρόνι ήρθε στο δωμάτιό τους και ρώτησε: «Είμαστε στενοί φίλοι οι τρεις μας, έτσι δεν είναι;». «Είπα “ναι, Ρόνι, εμείς οι τρεις είμαστε στενοί φίλοι”», είπε ο Ρομπ.
«Και θα είμαστε μαζί για πάντα, έτσι δεν είναι;», ρώτησε.
«Εκεί υπήρξε μια παύση, πιθανώς πολύ μεγάλη, κοίταξα την Ντι και είπα “ναι, Ρόνι, θα είμαστε μαζί για πάντα”. Και ήμασταν».
Ο Ρόνι πέθανε το 2020 σε ηλικία 75 ετών μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο και το ζευγάρι ισχυρίζεται ότι τους λείπει τρομερά.
Πλήθος κόσμους επιθυμούσε να δώσει το παρόν στην κηδεία του, αλλά λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού ήρθαν μόνο 50 άτομα.
Έλαβαν τουλάχιστον 100 συλλυπητήριες κάρτες, από «καθηγητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, πολιτικούς και ανέργους».
Μετά το θάνατό του, ένα νέο κέντρο ευεξίας αξίας 1,6 εκατ. λιρών, που συνδέεται με την εκκλησία Glenwood στο Κάρντιφ, ονομάστηκε προς τιμήν του Ρόνι, «Οίκος Λόκγουντ».
Το κτίριο ανακαινίστηκε με έξοδα από τη διαθήκη του Ρόνι.
«Τελικά, ο άστεγος άντρας έβαλε στέγη πάνω από τα κεφάλια όλων μας. Δεν είναι εκπληκτικό; Νομίζω ότι όλα ήταν γραφτό να γίνουν», είπε η Νταϊάν.
«Οι άνθρωποι μας ρωτούν πώς συνέβη αυτό – 45 χρόνια – αλλά η αλήθεια είναι ότι, κατά κάποιον τρόπο, συνέβη μέρα με τη μέρα. Ο Ρόνι έκανε τις ζωές μας πιο πλούσιες».

Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ

Αποδοχή