website analysis Μέμνησο οικείων κακών – Epikairo.gr

Στις αρχές Δεκεμβρίου του 2008, στα «ψιλά» των ελληνικών εφημερίδων είχε περάσει μια πληροφορία που, με όσα ξέρουμε σήμερα, μοιάζει προφητική. Πως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε απευθυνθεί εμπιστευτικά στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, με το ερώτημα τι θα γίνει «σε περίπτωση που κράτη-μέλη της ΟΝΕ αντιμετωπίσουν δυσχέρειες στην αναχρηματοδότηση του χρέους τους». Η απάντηση της Τράπεζας ήταν πως «δεν μπορεί να γίνει τίποτε». Το απαγορεύουν οι συνθήκες. Το μήνυμα είχε φθάσει και στην Αθήνα. «Από εμάς μην περιμένετε τίποτε, θα πρέπει να απευθυνθείτε στο ΔΝΤ»!

Την πληροφορία είχε μεταφέρει στη Βουλή, λίγες ημέρες αργότερα, στη συζήτηση του προϋπολογισμού, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Η τότε κυβέρνηση, φυσικά, απέρριψε με απαξιωτικά σχόλια την προειδοποίηση. «Η ελληνική οικονομία είναι θωρακισμένη από τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων χρόνων», διαβεβαίωνε ο Κώστας Καραμανλής. Και η αντιπολίτευση προτίμησε να μην μπει σε δυσοίωνες συζητήσεις, που στενοχωρούν τους ψηφοφόρους.

Τα σύννεφα, βέβαια, είχαν αρχίσει να μαζεύονται. Τον Δεκέμβριο του 2008, τα ελληνικά spreads, από τις 20 μονάδες βάσης, όπου είχαν βρεθεί στα τέλη του 2003, είχαν σκαρφαλώσει στις 210. Με το νέο έτος, ο οίκος S&P ανακοίνωνε την πρώτη υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Ο «ελληνικός κίνδυνος» (μαζί με τον ιταλικό) έγινε το πρώτο θέμα συζήτησης από το Λονδίνο ως τη Φρανκφούρτη. Ωσπου, στα μέσα Φεβρουαρίου 2009, ο τότε γερμανός υπουργός Οικονομικών, ο σοσιαλδημοκράτης Πέερ Στάινμπρουκ, έκανε μια αναπάντεχη δήλωση. Ο,τι κι αν λένε οι ευρωπαϊκές συνθήκες, είπε, αν μια χώρα του ευρώ αντιμετωπίσει πρόβλημα με το χρέος της, η ευρωζώνη θα βρει τρόπο να βοηθήσει. Την άλλη κιόλας μέρα, τα spreads των ελληνικών δεκαετών ομολόγων αποκλιμακώθηκαν απότομα. Η Ελλάδα είχε κερδίσει χρόνο να αντιδράσει.

Αλλά δεν αντέδρασε. Ο δανεισμός της επιταχύνθηκε και τα όποια μέτρα αναβλήθηκαν για αργότερα, διότι τον Ιούνιο είχαμε ευρωεκλογές και το κυβερνών κόμμα «έπρεπε» να τις κερδίσει. Τις έχασε. Εναν χρόνο αργότερα, τον Μάιο του 2010, η τρόικα είχε πια καταπλεύσει στα χωρικά μας ύδατα. Τα υπόλοιπα, όσα ακολούθησαν, τα έχουμε ζήσει τόσο έντονα, ώστε μάλλον δεν χρειάζεται κάποιος να μας τα θυμίσει.

Οι ημέρες ευνοούν τις αναδρομές στη μεγάλη περιπέτεια της χρεοκοπίας και την προϊστορία της. Κάτι η επέτειος του δημοψηφίσματος, σήμερα, κάτι οι εξομολογήσεις της Ανγκελα Μέρκελ στην Αθήνα, η συζήτηση επιστρέφει στα παλιά. Μόνο που, αν είναι να θυμηθούμε «οικεία κακά», ας τα θυμηθούμε σωστά.

Η αφήγηση της κυρίας Μέρκελ, για παράδειγμα, έχει δύο, τουλάχιστον, κενά. Το ένα είναι πως εκείνη, όπως λέει, μόλις το 2010 συνειδητοποίησε το ελληνικό πρόβλημα. Και αιφνιδιάστηκε. Δύσκολο να γίνει πιστευτό, όταν ξέρουμε πως η Ελλάδα ήταν θέμα συζήτησης στο Βερολίνο και τη Φρανκφούρτη από τα τέλη του 2008. Η ίδια, άλλωστε, είχε εξομολογηθεί, τον Απρίλιο του 2009, στους «Financial Times», ότι η Ελλάδα ήταν η μεγαλύτερη, εκείνο τον καιρό, αγωνία της.

Το δεύτερο κενό είναι η επιμονή της πως δεν μπορούσε τίποτε καλύτερο να κάνει για την ελληνική κρίση, το 2010, κι ας πιέστηκε μέχρι δακρύων από τους Αμερικανούς, αφού οι συνθήκες (και το Γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν της επέτρεπαν να εκταμιεύσει χρήματα για την Ελλάδα. Σαν να μην είχε ακούσει τον υπουργό της, τον Στάινμπρουκ να λέει, πριν από λίγους μήνες, κάτι σαν αυτό που θα έλεγε τρία χρόνια αργότερα, το 2012, ο Μάριο Ντράγκι – «whatever it takes» – με ανάλογα αποτελέσματα.

Μα είχαν μεσολαβήσει δύο κρίσιμες – και, όπως αποδείχθηκε, μοιραίες – αλλαγές. Η πρώτη συνέβη στην ίδια τη Γερμανία. Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2009 η κυρία Μέρκελ σχημάτισε νέο συνασπισμό εξουσίας και στο υπουργείο Οικονομικών εγκαταστάθηκε ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η δεύτερη συνέβη στην Ελλάδα. Η οποία κατάφερε να κερδίσει την κούρσα με τις άλλες χώρες του Νότου και να κόψει πρώτη το νήμα της χρεοκοπίας.

Όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί, αν η Ιρλανδία έπεφτε πρώτη, αν ήταν ο δικός της πρωθυπουργός, ο Μπράιαν Κάουεν, αντί του Γ. Παπανδρέου, που ζητούσε πρώτος βοήθεια για να αντιμετωπίσει αδυναμία δανεισμού από τις αγορές, όλα θα ήταν διαφορετικά. Η Ιρλανδία ήταν μια χώρα δημοσιονομικά πιο ενάρετη κι από τη Γερμανία. Η πτώση της δεν θα μπορούσε να αποδοθεί στην «τεμπελιά» και στη «σπατάλη» των Ιρλανδών. Η Ευρώπη θα είχε υποχρεωθεί, εξ αρχής, να αντιμετωπίσει την κρίση όχι ως «αμαρτία» μιας χώρας, αλλά ως συστημικό πρόβλημα του ευρώ. Αλλά ενώ η Ιρλανδία έπαιρνε, από το 2008, με ευρεία συναίνεση, μέτρα λιτότητας για να προλάβει το κακό, η Ελλάδα, αμέριμνη, έτρεχε προς τον γκρεμό. Και έγινε ο ιδανικός ένοχος.

Είχε μέσα σε πέντε χρόνια σωρεύσει περισσότερο χρέος από όσο σε όλη της την ιστορία ως ελεύθερο κράτος. Είχε να επιδείξει μια υποδειγματικά ανεύθυνη δημοσιονομική διαχείριση, δέσμια ενός αρχαϊκού, πελατειακού πολιτικού συστήματος, με έναν δημόσιο τομέα υπερ-διογκωμένο και υπο-παραγωγικό.

Κι έτσι, έδωσε στον διάδοχο του Στάινμπρουκ, τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, την ευκαιρία να επιβάλει την άποψη πως η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη προς την Ελλάδα θα δημιουργούσε έναν «ηθικό κίνδυνο». Πως η κρίση χρέους ήταν μια εθνική, ελληνική αμαρτία και οι αμαρτωλοί θα έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά, πριν αξιώσουν βοήθεια και σωτηρία.

Το πλήρωσε η Ευρώπη, το πλήρωσε ακόμη χειρότερα η ίδια η Ελλάδα. Το τι έμαθε η Ευρώπη από εκείνη τη δοκιμασία είναι ένα ανοιχτό ερώτημα. Το κρίσιμο, ωστόσο, είναι τι έμαθε, πόσο άλλαξε η Ελλάδα. Και η εν εξελίξει δυσώδης υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ μοιάζει να φωνάζει: μπορεί να άλλαξαν πολλά, αλλά δεν άλλαξε το πιο κρίσιμο απ’ όλα: το βασικό ένστικτο της Πολιτικής εξακολουθεί να την οδηγεί στην αέναη αναπαραγωγή πελατειακών δικτύων που (πιστεύει) ότι της εξασφαλίζουν μια αρχαϊκή νομιμοποίηση διά της ανομίας.