Δεν έχουν τέλος οι αποκαλύψεις γύρω από την εγκληματική οργάνωση με επίκεντρο την Τροχαία των Μουδανιών, τα μέλη της οποίας έσβηναν τροχαίες παραβάσεις με το… αζημίωτο, απαιτώντας χρηματικά ποσά αλλά και διάφορα ανταλλάγματα: από επαγγελματικές υπηρεσίες και διευκολύνσεις, έως… οικοδομικά υλικά και οικοσκευές!
Ήδη, μετά από πολύμηνη έρευνα της Διεύθυνσης Εσωτερικών Υποθέσεων, έχουν συλληφθεί τρεις αστυνομικοί, και συγκεκριμένα ένας Υπαστυνόμος Β’ και δύο Αρχιφύλακες, ενώ ακόμη εμπλέκονται άλλοι 26 αστυνομικοί (οι 17 αστυνομικοί από την Τροχαία Μουδανιών) καθώς και 54 ιδιώτες.
Δηλαδή, ούτε λίγο ούτε πολύ, ολόκληρη η τοπική υπηρεσία εμπλέκεται στη συμμορία.
Όπως αποκαλύπτει σήμερα η «Ζούγκλα», στον φερόμενο αρχηγό της σπείρας των Μουδανιών (Π.Β.), δεν του έφθανε που έστησε ένα ολόκληρο πολυμελές κύκλωμα, προκειμένου να σβήνει κλήσεις και να διαγράφει τροχαίες παραβάσεις, με το αζημίωτο βεβαίως.
Ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα «πολυμήχανος» αλλά και υπερδραστήριος.
Ως επικεφαλής του κυκλώματος, φαίνεται ότι κατάφερε να «φυτέψει» έναν φίλο του -σύμφωνα πάντα με τις καταγγελίες- ως δήθεν αστυνομικό της Τροχαίας, σε ένα ξενοδοχείο στην περιοχή.
Ο φερόμενος αρχηγός της συμμορίας, η οποία έσβηνε κλήσεις από τροχαίες παραβάσεις στα Μουδανιά (Π.Β.).
Ο συγκεκριμένος άνθρωπος (Γ.Γ.) κατάφερε με τη συνεργό του να αποσπάσει από τον ξενοδόχο (Κ.Κ.) περίπου 200.000 ευρώ, με διάφορα προσχήματα.
Επίσης, κατάφερε να του πάρει και την πιστωτική κάρτα, την οποία υπερφόρτωσε σε τοπικές αλυσίδες που πουλούσαν ηλεκτρικές οικιακές συσκευές.
Ο «μαϊμού» αστυνομικός (Γ.Γ.) που εξαπάτησε τον ξενοδόχο στα Μουδανιά
Ο δήθεν αστυνομικός, φέρεται να δρούσε με τις πλάτες του αρχηγού της συμμορίας που δρούσε στην Τροχαία Μουδανιών, η οποία έσβηνε κλήσεις τροχαίων παραβάσεων με το… αζημίωτο.
Η «Ζούγκλα» έχει στη διάθεσή της τη μήνυση που υπέβαλε ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου (Κ.Κ.), ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πολυγύρου, εναντίον του «μαϊμού» αστυνομικού και της συνεργού του.
Στη μήνυση που υπέβαλε ο ξενοδόχος Κ.Κ. και οι συνέταιροί του, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Αξιότιμε Κε/α Εισαγγελέα, εγκαλούμε τους παραπάνω αναφερόμενους και ζητούμε την άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον τους και την κατά νόμο τιμωρία τους διότι τέλεσαν εις βάρος μας αξιόποινη πράξη που προβλέπεται και τιμωρείται από ποινική διάταξη νόμου.
Συγκεκριμένα, ο πρώτος των εγκαλουμένων με πρόθεσή του, καταχρώμενος την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας και αφού ψευδώς μας παρουσιάστηκε με την ιδιότητα του αστυνομικού οργάνου, μας εξαπάτησε αποκομίζοντας παρανόμως εις βάρος μας περιουσιακό όφελος, δηλώνοντας ότι θα πραγματοποιούσε και θα πετύχαινε άμεσα μείωση κεφαλαίου και τόκων των δανείων μας όπως και διαγραφή χρεών σε εφορία και ασφαλιστικούς φορείς αποσπώντας μας για τον σκοπό αυτό τεράστια χρηματικά ποσά.
Η δε δεύτερη των εγκαλουμένων και μητέρα του, παρείχε τον τραπεζικό της λογαριασμό προς μεταφορά όλων των χρηματικών ποσών που πραγματοποιήθηκαν από εμάς προς εκείνη.
Προκειμένου δε να κατανοηθεί η ουσία της κρινόμενης υπόθεσης, σας παραθέτουμε τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που αποδεικνύουν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο την διάπραξη από τους εγκαλουμένους των ανωτέρω αξιόποινων πράξεων σε βάρος μας».
Στη συνέχεια, παραθέτει το ιστορικό της υπόθεσης και της γνωριμίας με τον «μαϊμού» αστυνομικό:
«Η γνωριμία μεταξύ του πρώτου των εγκαλούντων με τον πρώτο των εγκαλουμένων, πραγματοποιήθηκε τον Φεβρουάριο 2024 μέσω ενός φίλου της αδερφής μου, Ε.Κ. Ο εγκαλούμενος μας παρουσιάστηκε ως αστυνομικός γεγονός που επιδείκνυε συνεχώς καθώς ερχόταν πάρα πολύ συχνά με την αστυνομική στολή του στο ξενοδοχείο ……. που διατηρεί η οικογένεια μου στη Χαλκιδική και συγκεκριμένα στην Κ…………
Έκανε συχνά λόγο για την πληθώρα γνωριμιών που διέθετε σε διάφορες νευραλγικές θέσεις, συμπεριλαμβανομένου και του αστυνομικού Π.Β. και της γυναίκας του, ομοίως αστυνομικού, τους οποίους ανέφερε για τη στενή σχέση που είχε μαζί τους και μάλιστα μας τους σύστησε.
Δεν έχανε δε, την ευκαιρία να επιδεικνύει την δύναμη του και την επιρροή που ασκούσε ακόμα και σε δικούς μας φίλους και γνωστούς, χρησιμοποιώντας το όνομα του προαναφερόμενου αστυνομικού και ότι μπορεί να κάνει διάφορες «εξυπηρετήσεις» έναντι αμοιβής.
Μάλιστα, ο ανωτέρω αστυνομικός ανέφερε ενώπιον μας πολλές φορές τον εγκαλούμενο ότι “είναι δικός μας” και πόσο εκτίμηση του έχει. Επίσης τον αποκαλούσε συνάδελφο, πολλάκις, και εθεάθησαν σε κοινωνική εκδήλωση τον Αύγουστο του 2024 όλοι μαζί».
Η πλαστογραφημένη κλήση, η αγορά θέσης στάθμευσης ΑμεΑ και η δήθεν διαγραφή χρεών
Στη συνέχεια ο ξενοδόχος περιέγραψε πως εξαπατήθηκε από τον «μαϊμού» αστυνομικό:
«Η πρώτη μας συναλλακτική επαφή με τον ανωτέρω ξεκίνησε περί τα μέσα Φεβρουαρίου του έτους 2024 όταν παρκάραμε το αυτοκίνητο μας σε θέση στάθμευσης για άτομα με ειδικές ανάγκες, χωρίς να το γνωρίζουμε. Όταν το ανακαλύψαμε, διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε κάποια κλήση, αλλά ωστόσο είχαν αφαιρεθεί οι πινακίδες του αυτοκίνητου μας. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε (κυρίως ο πρώτος των εγκαλούντων συνομιλούσε μαζί του) να αναφέρουμε το γεγονός στον ανωτέρω με σκοπό να μας βοηθήσει να λάβουμε πίσω τις πινακίδες και ο ίδιος δέχτηκε να το πράξει.
Πράγματι, μετά από λίγες ημέρες μας υπέδειξε μια πλαστογραφημένη κλήση (όπως μεταγενέστερα απεδείχθη) που ανέγραφε την πινακίδα του αυτοκινήτου μας την οποία (κλήση) δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε την πλαστότητα της. Περί τα τέλη Νοεμβρίου του έτους 2024 όταν και αντιληφθήκαμε όλες τις εις βάρος μας απάτες, διαπιστώσαμε μετά από επιτόπια επίσκεψη μας στην Διεύθυνση Τροχαίας Θεσσαλονίκης ότι ο αριθμός κλήσης απευθυνόταν για άλλο αυτοκίνητο ιδίας μάρκας αλλά με άλλες πινακίδες!!!!!
Εν συνέχεια, απέστειλε στον πρώτο των εγκαλούντων ένα email από ψεύτικη ηλεκτρονική διεύθυνση του παραρτήματος της Υποδιεύθυνσης Τροχαίας Θεσσαλονίκης, ισχυριζόμενος ότι θα μπορούσε να μας εκδώσει Ευρωπαϊκή κάρτα με τα στοιχεία του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, στη θέση του οποίου παρανόμως παρκάραμε…
Επίσης, μας ανέφερε ότι θα μπορούσε να αναλάβει τη διαδικασία αγοράς της συγκεκριμένης θέσης στάθμευσης έναντι του ποσού των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ (4.434€) και αφού μας έπεισε αποδεχτήκαμε την πρόταση του. Έτσι του καταθέσαμε (ο πρώτος των εγκαλούντων) διατραπεζικά από τον υπ’ αριθμ. ………………………τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας……………….στον υπ’ αριθμ. Iban GR ……………………………….τραπεζικό λογαριασμό της τράπεζας………… δικαιούχος η μητέρα του και ήδη δεύτερη των εγκαλουμένων, τα εξής κάτωθι ποσά……..(αναφέρονται 13 καταβολές μέσω τράπεζας).
Συνολικά το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα τεσσάρων ευρώ (4.434€).
Εν συνεχεία, ενώ αναμέναμε τα αποτελέσματα από τις ενέργειες του πρώτου εγκαλουμένου αφενός για την επιστροφή της πινακίδας μας και αφετέρου για την αγορά της θέσης στάθμευσης, όπως μας είχε πείσει πως θα πραγματοποιούσε και για τον σκοπό αυτό του καταβάλλαμε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά, περί τις αρχές του Μαΐου 2024 γνωρίζοντας τα χρέη που είχαμε ως επιχείρηση, καθώς μας επιδόθηκε κατασχετήρια έκθεση, μας προσέγγισε με σκοπό να μας «βοηθήσει» έναντι αμοιβής.
Μας έπεισε λοιπόν ότι εμπίπτουμε στην διαδικασία παραγραφής των χρεών που είχαμε προς το ΚΕΑΟ, την ΑΑΔΕ και τον Δήμο, λόγω του ότι τα χρέη μας ήταν πολύ παλιά και ισχυρίστηκε έναν Νόμο του 2019 όπου με δικαστικό τρόπο πραγματοποιείται διαγραφή και παραγραφή χρεών.
Μας ανέφερε δε, ότι μπορούσε να διεκπεραιωθεί όλη η διαδικασία μέσω μιας ομάδας λογιστών και δικηγόρων που συνεργαζόταν καθώς το έχει κάνει ήδη για αρκετούς φίλους του.
Μας διαβεβαίωσε επίσης, ότι υπήρχε νόμιμη πάντα δυνατότητα παραγραφής των χρεών μας και ότι για να προχωρήσουμε έπρεπε να του καταβάλουμε κάποια χρηματικά ποσά τμηματικά. Εμείς για άλλη μια φορά πειστήκαμε από τα λόγια του πως πράγματι μπορεί να το κάνει και να μας βοηθήσει καθώς εκείνη την περίοδο βρισκόμασταν σε οικτρή οικονομική κατάσταση καθώς εγκυμονούσε κίνδυνος εκποίησης περιουσιακών μας στοιχείων λόγω των χρεών μας. Έτσι λοιπόν, ξεκινήσαμε να του δίνουμε χρήματα και μας προσκόμιζε πλαστά έγγραφα του Ελληνικού Κράτους αλλά και δικαστικές αποφάσεις πως τάχα είμαστε ασφαλείς και πως η περιουσία μας δεν θα κατασχεθεί».
Όλα τα έγγραφα που μας προσκόμιζε ως γνήσια δεν μπορούσαμε να αντιληφθούμε την πλαστότητα τους καθώς φαινόντουσαν πράγματι ότι είχανε εκδοθεί από το Ελληνικό Κράτος.
Ο πρώτος των εγκαλουμένων πάντα μας επιδείκνυε τα υποτιθέμενα αυθεντικά έγγραφα τα οποία ισχυριζόταν ότι προέρχονταν από τη νομική του ομάδα και τα οποία πράγματι ανέγραφαν την παραγραφή και διαγραφή των χρεών μας στο ΚΕΑΟ και την ΑΑΔΕ. Μας έπεισε λοιπόν με όλα αυτά τα έγγραφα που μας επιδείκνυε, ότι η διαδικασία βαίνει καλώς και για να συνεχίσει μας ζήτησε επιπλέον χρήματα.
Μετά από τη πληρωμή από την μεριά μας όλων των ποσών που μας είχε ζητήσει, μας παρέδωσε έναν φάκελο που περιελάμβανε έγγραφα στο όνομα του τρίτου των εγκαλούντων Α.Κ., σύμφωνα με τα οποία τα χρέη μας διαγράφονται και παραγράφονται!!!
Μας διαβεβαίωσε, όπως αναγράφονταν και στο πλαστό εν τέλει έγγραφο που μας παρέδωσε, υποτίθεται από την εφορία, ότι τα χρέη μας είχανε παραγραφεί και το αποτέλεσμα της όλης διαδικασίας θα εμφανιζόταν σε 4-5 μήνες καθώς απαιτούσε κάποιο χρονικό διάστημα για να φανεί η παραγραφή των χρεών μας στο σύστημα.
Την ανωτέρω εις βάρος μας απάτη, διαπιστώσαμε περί τα τέλη Νοεμβρίου του 2024 όταν μεταβήκαμε στο λογιστή μας και μας ενημέρωσε ότι όλα τα έγγραφα που μας είχε δώσει ήτανε πλαστογραφημένα και πως τα χρέη μας όχι μόνο δεν παραγραφήκαν αλλά είχανε αυξηθεί.
Το ποσό που μας έπεισε να του καταβάλλουμε για την δήθεν διαγραφή και παραγραφή των χρεών μας ανέρχεται στις εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ και εξακόσια ογδόντα ένα λεπτά (125.681€). Όλο το ποσό μεταφέρθηκε μέσω τραπεζών από δυο τραπεζικούς λογαριασμούς της Ε.Κ. και από τον λογαριασμό του Κ.Κ. στον τραπεζικό λογαριασμό της μητέρας του πρώτου εγκαλουμένου, Ε.Κ. (δεύτερη εγκαλουμένη)».
Στη συνέχεια ο Κ.Κ. αναφέρει στη μήνυσή του:
«Εν συνέχεια, ο πρώτος των εγκαλουμένων ισχυρίστηκε ότι έχει εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων με τον πατέρα του Ε.Γ. και γνωρίζοντας ότι είμασταν σε εύρεση αγοράς οικογενειακού αυτοκινήτου προθυμοποιήθηκε λόγω της εταιρίας που διατηρούσε με τον πατέρα του να μας βρει το κατάλληλο αυτοκίνητο προς αγορά. Σε πρώτη φάση τον Απρίλιο 2024, μας ζήτησε προκαταβολή́ χιλίων ευρώ (1.000€) για τη αγορά ενός αυτοκινήτου μάρκας TOYOTA…., το οποίο θα έφερναν μαζί με τον πατέρα του από Γερμανία , ισχυριζόμενος ότι το εν λόγω αυτοκίνητο είχε άμεση παράδοση και έτσι λοιπόν του καταβάλλαμε το ανωτέρω ποσό.
Αργότερα μας ζήτησε το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (3.450€) με σκοπό να ολοκληρωθεί ο εκτελωνισμός του αυτοκινήτου και πράγματι του το καταβάλλαμε… Εν τέλει και αφού καταβάλαμε το σύνολο του ποσού που μας είχε ζητήσει (4.450 €) αρχίσαμε να αναζητούμε το αυτοκίνητο μας προκειμένου να το δούμε σε τι κατάσταση βρίσκεται.
Πάντα σε όλο αυτό το διάστημα αναζήτησης του αυτοκινήτου μας ο εγκαλούμενος μας ενημέρωνε ότι τάχα το όχημα βρισκόταν σε θέση στάθμευσης συναδέλφου του, αγνώστων λοιπών στοιχείων, και όσες φορές του ζητήσαμε να δούμε το αυτοκίνητο μας προσχηματικός άλλαζε συζήτηση εφευρίσκοντας πάντα διάφορες δικαιολογίες προκειμένου να αποφύγει να δούμε το υποτιθέμενο αυτοκίνητο που αγοράσαμε από την εταιρία του.
Παράλληλα το ίδιο χρονικό διάστημα ο πρώτος των εγκαλούντων θέλησα να αγοράσω προσωπικό όχημα για τις δικές μου μετακινήσεις και μου πρότεινε ο εγκαλούμενος να αγοράσω το δικό του αυτοκίνητο στο ποσό των δεκατριών χιλιάδων και πεντακοσίων ευρώ (13.500Ε) το οποίο όμως είχε καταχωρηθεί́ στο όνομα της μητέρας του, Ε.Κ.
Πράγματι ο πρώτος των εγκαλούντων δέχτηκα να αγοράσω το εν λόγω αυτοκίνητο καταβάλλοντας το αντίστοιχο τίμημα… και ανέμενα, κατόπιν διαβεβαιώσεων του, την μεταβίβαση του αυτοκινήτου από το όνομα της μητέρας του στο δικό μου.
Για άλλη μια φορά καθυστερούσε την διαδικασία μεταβίβασης και στις συνεχείς μου οχλήσεις επικαλούνταν διάφορους λόγους όπως ότι καθυστερεί η μεταβίβαση εξαιτίας λάθους του προηγουμένου κατόχου του αυτοκινήτου στην αναγραφή́ του αριθμού πλαισίου κατά τη μεταβίβαση προς αυτόν.
Παρά τις επαναλαμβανόμενες προσπάθειες μου να επικοινωνήσω με τον εγκαλούμενο και τον πατέρα του, οι οποίες ήταν άκαρπες, δεν ολοκληρώθηκε ουδέποτε η διαδικασία μεταβίβασης του αυτοκινήτου στο όνομα μου, δεν έλαβα ποτέ το αυτοκίνητο και το ποσό των 13.500 ευρώ δεν μας έχει επιστραφεί ποτέ παρά τις συνεχείς μας εκκλήσεις. Προκειμένου να με καθησυχάσει μου προσκόμισε μια υπεύθυνη δήλωση υπογεγραμμένη από την μητέρα του (καθώς αυτή ήταν η κάτοχος του αυτοκινήτου) στην οποία αναγράφεται ότι εντός 15 ημερών θα μου επιστραφούν τα χρήματα εάν δεν γίνει η μεταβίβαση του αυτοκινήτου. Μέχρι και σήμερα δεν έλαβα στη κυριότητα μου το αυτοκίνητο, δεν επήλθε η μεταβίβαση αυτού και δεν μου έχει επιστραφεί κανένα χρηματικό ποσό».
«Έπειτα κατόπιν τηλεφωνικής επικοινωνίας του τρίτου εγκαλουμένου με την εταιρεία Κ…….. και προς εξυπηρέτηση του ξενοδοχείου μας, πήρε για λογαριασμό μας ένα πλυστικό μηχάνημα αξίας 368,84 ευρώ και μας το έφερε στο ξενοδοχείο, εν συνεχεία άρχισε να χρησιμοποιήσει το ΑΦΜ του τρίτου των εγκαλουμένων , προκειμένου να πραγματοποιήσει διάφορες προσωπικές αγορές σε πιστωτικό λογαριασμό που διατηρεί η επιχείρηση μας στον «Κ…………», επικαλούμενος ότι είναι υπεύθυνος παραγγελιών στο ξενοδοχείο μας.
Δυστυχώς όμως για άλλη μια φορά μας εξαπάτησε καθώς αντιληφθήκαμε από μία τυχαία συνάντηση που είχαμε με την πωλήτρια που εργάζεται στον Κ…….. ότι κανένα από τα τιμολόγια που εκδόθηκαν για τις αγορές του στο ανωτέρω ΑΦΜ δεν ήτανε πληρωμένα, συνολικού ποσού τριάντα μια χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (31.482,55Ε).
Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μας για το πότε θα εξοφλούσε τα τιμολόγια εισπράτταμε μόνο υποσχέσεις του εγκαλουμένου ότι θα εξοφλήσει το χρέος του αλλά φυσικά μέχρι και σήμερα δεν έχει καταβάλλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό για τις εν λόγω αγορές.
Για όλες τις ανωτέρω αγορές ότι πραγματοποιήθηκαν από τον πρώτο εγκαλούμενο μας το επιβεβαίωσε και η Υπεύθυνη πωλήτρια του Κ…….., με την οποία συνεργαζόμαστε πολλά χρόνια, και μάλιστα τους προφασίστηκε ο εγκαλούμενος προκειμένου να πραγματοποιήσει τις αγορές του αυτές, ότι είναι υπεύθυνος αγορών και μέλος της οικογένειας μας.
Εν κατακλείδι, οι εγκαλούμενοι μας προξένησαν οικονομική βλάβη εξαπατώντας μας αποκoμίζοντας εις βάρος μας παρανόμως περιουσιακό όφελος καθώς μας παρουσίασαν ψευδή γεγονότα ως αληθή εκμεταλλευόμενοι την τυφλή εμπιστοσύνη στο πρόσωπο τους.
Συνολικά για την πρώτη υπόθεση που διαδραματίστηκε τον Μάρτιο του 2024 καταβάλλαμε το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων τριάντα τεσσαρών ευρώ (4.434€), για την υπόθεση του υποτιθεμένου διακανονισμού στην ΑΑΔΕ και στο ΚΕΑΟ καταβάλλαμε το ποσό των εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες ευρώ και εξακόσια ογδόντα ένα λεπτά (125.681€), για την υπόθεση του οικογενειακού́ αυτοκινήτου καταβάλλαμε το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων πενήντα ευρώ (4.450€) και τέλος, για το αυτοκίνητο που θα αγόραζε ο πρώτος των εγκαλούντων για ιδία χρήση καταβάλλαμε το ποσό των δέκα τριών χιλιάδων και πεντακοσίων ευρώ 13.500€.
Το σύνολο των διατραπεζικά καταβληθέντων ποσών ανέρχεται συνολικά στις εκατών σαράντα οχτώ χιλιάδες πεντακόσια δεκαπέντε ευρώ (142.905Ε), το ποσό των πέντε χιλιάδων εκατών εξήντα ευρώ (5.160Ε) μετρητά και τέλος το ποσό των τριάντα μια χιλιάδων τετρακόσια ογδόντα δυο ευρώ και πενήντα πέντε λεπτά (31.482, 55Ε) για αγορές που πραγματοποίησε ο πρώτος των εγκαλουμένων στο ΑΦΜ του τρίτου των εγκαλούντων και δεν εξόφλησε ουδέποτε.
Έκτοτε και μέχρι σήμερα, παρά τις επανειλημμένες τηλεφωνικές και εν γένει προφορικές οχλήσεις μας, οι εγκαλούμενοι ουδέν χρηματικό ποσό μας απέδωσαν και καμία είδους εργασία δεν πραγματοποίησαν με τα οφειλόμενα χρήματα».
Διαβάστε σχετικά δημοσιεύματα:
