Λύθηκε το αίνιγμα με γιγαντιαία πέτρινη κατασκευή της Νεολιθικής Περιόδου: Μεταφέρθηκε με πλοίο και είναι πάνω από 1.000 χρόνια παλαιότερη από τον θόλο που την φιλοξενεί
Μια ομάδα Ισπανών ερευνητών έλυσε το αίνιγμα της γιγαντιαίας πέτρινης «λεκάνης», μοναδικής στην Ιβηρική Χερσόνησο, η οποία βρίσκεται στο εσωτερικό μεγαλιθικού θολωτού τάφου Ματαρουμπίγια στην προϊστορική τοποθεσία Βαλενσίνα ντε λα Κονσεπσιόν (Σεβίλλη).
Σύμφωνα με τη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Archaeological Science, ο τεράστιος αυτός όγκος, που ζυγίζει πάνω από 2.000 κιλά, λαξεύτηκε από έναν ειδικό βράχο και μεταφέρθηκε δια θαλάσσης από την απέναντι όχθη του αρχαίου κόλπου του Γουαδαλκιβίρ, πριν από περίπου 5.000 χρόνια. Πρόκειται έτσι για την πρώτη επιβεβαιωμένη απόδειξη ποτάμιας ή θαλάσσιας μεταφοράς ενός μεγάλιθου στην ιβηρική προϊστορία. Επιπλέον, βρισκόταν ήδη εκεί μεταξύ 1.800 και 800 ετών πριν από την κατασκευή του μεγαλιθικού θολωτού τάφου.
Η «λεκάνη» της Matarrubilla έχει ορθογώνιο σχήμα με μια σκαλιστή κοιλότητα στην επάνω πλευρά της, έχει μήκος 1,7 μέτρα, πλάτος 1,2 και ύψος σχεδόν μισό μέτρο και ζυγίζει πάνω από δύο τόνους. Ανακαλύφθηκε το 1917 στο εσωτερικό ενός μεγαλιθικού θολωτού τάφου ή θόλου (κυκλικός τάφος με θάλαμο και διάδρομο) που σήμερα ονομάζεται Ματαρουμπίγια, στην τοποθεσία Βαλενσίνα ντε λα Κονσεπσιόν, τον μεγαλύτερο οικισμό της Εποχής του Χαλκού στην Ευρώπη.
Μακροσκοπική τομή του μνημείου με ανθρώπινη φιγούρα στο θάλαμο για σύγκριση του μεγέθους και κάτοψη του θαλάμου με τη διάταξη της λεκάνης. Φωτογραφία: L.M. Caceres
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό πέτρινο όγκο τόσο για το μέγεθός του όσο, και για το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο, ένα πέτρωμα που ονομάζεται κατακλασίτης γύψος με πράσινες, λευκές και κόκκινες φλέβες και το οποίο δεν συναντάται στην περιοχή της Βαλενσίνας. Είναι το μοναδικό του είδους του που έχει καταγραφεί μέχρι σήμερα στην Ιβηρική Χερσόνησο, με παραπλήσια μόνο στην Ιρλανδία και τη Μάλτα, σημειώνει η μελέτη.
Χάρτης που απεικονίζει την κατά προσέγγιση τοποθεσία της εκβολής του Γουαδαλκιβίρ την 4η χιλιετία π.Χ., με την επισήμανση, σε κόκκινο, των γύψινων προεξοχών και των αποστάσεων προς το μέγα – σημείο της Βαλενθίνα και των πιθανών διαδρομών. Φωτογραφία:: Francisco Sánchez Díaz / L.M. Cáceres Puro
Οι ερευνητές εντόπισαν την προέλευση της πέτρας και ανακάλυψαν ότι προήλθε από την απέναντι όχθη του αρχαίου κόλπου του Γουαδαλκιβίρ, ο οποίος εκείνη την εποχή εκτεινόταν στην ενδοχώρα. Το πιο παρόμοιο πέτρωμα βρίσκεται κοντά στο Las Cabezas de San Juan (Σεβίλλη), περίπου 55 χιλιόμετρα σε ευθεία γραμμή, οπότε ο όγκος έπρεπε αναγκαστικά να μεταφερθεί μέσω νερού και στη συνέχεια να ανηφορίσει μέχρι την τελική του θέση, εξηγεί η μελέτη.
Το εύρημα δείχνει ότι οι προϊστορικές κοινότητες της Ιβηρικής Χερσονήσου διέθεταν ήδη την απαραίτητη τεχνολογία για τη μεταφορά αυτών των μεγάλων λίθων με βάρκες ή σχεδίες.
Η μεταφορά γιγαντόλιθων μέσω νερού έχει τεκμηριωθεί σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όπως το Στόουνχεντζ (Αγγλία) ή το Νιούγκραντζ (Ιρλανδία), αλλά δεν είχε επιβεβαιωθεί ποτέ πριν στην Ισπανία.
Μόλις έφτασε στη δυτική ακτή, ο όγκος θα σύρθηκε 3 χιλιόμετρα προς την ανηφόρα της Βαλενσίνα, πιθανώς με τη χρήση έλκηθρων που τραβούσαν άνθρωποι ή βόδια, αναφέρουν λεπτομερώς οι ερευνητές.
Λιθολογική και πετρογραφική ανάλυση. Γενική λήψη της λεκάνης στο εσωτερικό του θολωτού θαλάμου Ματαρρουβίγια. Φωτογραφία: J.A. Lozano Rodríguez
Αν και αρχικά θεωρήθηκε ότι μπορεί να είχε λαξευτεί με χάλκινα εργαλεία, η ανάλυση των ιχνών στην επιφάνειά του οδήγησε τους ερευνητές στο συμπέρασμα ότι αντ’ αυτού χρησιμοποιήθηκαν γυαλισμένα πέτρινα τσεκούρια και οδοντωτές αξίνες.
Τα εντοπισμένα σημάδια μοιάζουν με εκείνα που αφήνουν στο ξύλο λίθινα εργαλεία με αιχμηρές ακμές, όπως τσεκούρια και καλέμια, σημειώνει το άρθρο.
Επιπλέον, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η σκαλιστή εργασία έγινε από όλες τις κατευθύνσεις, υποδεικνύοντας ότι η «λεκάνη» δημιουργήθηκε πριν από την κατασκευή του θόλου που τη στεγάζει.
Δεν θα ήταν πρακτικό να μετακινηθεί μια τόσο μεγάλη πέτρα μέσα από τον στενό και μακρύ διάδρομο του θόλου, επισημαίνουν.
Χρησιμοποιώντας την τεχνική της οπτικά διεγερμένης φωταύγειας (OSL), η οποία επιτρέπει στους επιστήμονες να προσδιορίσουν πότε θάφτηκαν για τελευταία φορά ορυκτά, διαπίστωσαν ότι η «λεκάνη» τοποθετήθηκε στη σημερινή της θέση στο εσωτερικό του ντολμέν μεταξύ 4544 και 3227 π.Χ., ενώ ο θόλος χτίστηκε γύρω στο 2700-2400 π.Χ., δηλαδή μεταξύ 1.800 και 800 χρόνια αργότερα.
Αυτό υποδηλώνει ότι η λίθινη λεκάνη μπορεί να βρισκόταν στη θέση της πριν από την κατασκευή του θόλου, ενδεχομένως ως μέρος ενός παλαιότερου μη τεκμηριωμένου μνημείου, καταλήγει η μελέτη.
Η επιλογή της συγκεκριμένης πέτρας με τις εντυπωσιακές χρωματικές φλέβες δεν ήταν μάλλον τυχαία.
Η πολύχρωμη φύση του πετρώματος, με σκούρες πράσινες, λευκές και κόκκινες αποχρώσεις, πρέπει να το έκανε ιδιαίτερα ελκυστικό, τόσο συμβολικά όσο και αισθητικά, σημειώνει το άρθρο.
Επιπλέον, η μεταφορά του από μια τόσο μακρινή περιοχή επιβεβαιώνει ότι η Βαλενσίνα ήταν ένας τόπος μεγάλης σημασίας κατά την εποχή του χαλκού, ένα σημαντικό κέντρο συγκέντρωσης και εμπορίου, όπου έφταναν εξωτικά υλικά από μακρινές τοποθεσίες.
Οι ερευνητές ολοκληρώνουν τη μελέτη δηλώνοντας ότι η λεκάνη της Ματαρουμπίγια αποτελεί ένα εξαιρετικό κομμάτι της προϊστορίας της χερσονήσου.
Είναι έτσι για τη μορφολογία της, ένα σχεδόν τέλειο ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο, την κατασκευή της (δουλεμένη με γυαλισμένες λίθινες αξίνες για να επιτύχει το τελικό της σχήμα) και το μέγεθός της (1 κυβικό μέτρο και 2.000 κιλά βάρος), καθώς και για τη λιθολογία της ( γύψος-κατακλάστης), η οποία δεν ήταν ούτε κρυμμένη ούτε τονισμένη με κανενός είδους χρωστική ουσία.
Αλλά και για τη χρονολόγηση που προέκυψε για την τοποθέτησή του (4544-3227 π.Χ., 95,4% HDP), προγενέστερη από εκείνη των κυριότερων μεγαλιθικών μνημείων της Βαλένσινα και, επομένως, προγενέστερη από την κατασκευή του μνημείου που το φιλοξενεί.
Οι ερευνητές καταλήγουν ακόμη πως, η θέση των προεξοχών του μοναδικού βράχου, στα νότια του ποταμού Γουαδαλκιβίρ, μαρτυρά πέρα από κάθε αμφιβολία τη χρήση κάποιου είδους πλωτού μέσου για την μεταφορά του στη Βαλενσίνα, ανεξάρτητα από τη διαδρομή που χρησιμοποιήθηκε, η οποία πρέπει να έλαβε χώρα μεταξύ της 5ης και της 4ης χιλιετίας π.Χ..
Όλα τα στοιχεία, υποδηλώνουν την περιπλοκότητα του προϊστορικού οικισμού της Ύστερης Νεολιθικής Περιόδου και κυρίως, της κοινωνίας που κατοικούσε σ’ αυτόν, ακόμη και πριν από την κορύφωση της δραστηριότητάς του κατά την εποχή του χαλκού.