website analysis Κριτική θεάτρου: «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» – Epikairo.gr

Κριτική θεάτρου: «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού»
Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος και οι ηθοποιοί του έδωσαν νέα, επίκαιρη πνοή στο διάσημο έργο του Μαρκ Μέντοφ.
Ο Πάρις Θωμόπουλος ως Παύλος και η Ευσταθία Τσαπαρέλη ως Μαρία συγκροτούν ένα άρτιο υποκριτικό ζευγάρι, που με την αλληλεπίδρασή του σπάει τα στεγανά του κόσμου της κωφότητας

Πασίγνωστο από τη μακρά θεατρική του διαδρομή αλλά και από την κινηματογραφική μεταφορά της Ράντα Χέινς, με τη Μάρλι Μάτλιν και τον Ουίλιαμ Χαρτ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, το θεατρικό έργο του Μαρκ Μέντοφ «Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ταξίδεψε σε ολόκληρο τον κόσμο –και στην Ελλάδα– μέσα από χιλιάδες παραστάσεις και συνέβαλε αποφασιστικά στην ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης απέναντι στην, κατά κυριολεξία, ανήκουστη μειονότητα των κωφαλάλων. Το έργο άφησε εποχή όταν πρωτοπαίχτηκε, πριν από 45 χρόνια, καθώς ανέτρεψε την κατεστημένη εικόνα για το αθέατο στο ευρύ κοινό σύμπαν της κωφότητας, τάραξε τις συνειδήσεις και προξένησε σοβαρές και μόνιμες ρωγμές στις τρέχουσες προκαταλήψεις και στα επικρατούντα κοινωνικά στερεότυπα.

Σαν μαγικός καθρέφτης

Η υπόθεση του έργου επικεντρώνεται στη σχέση ενός δασκάλου λογοθεραπείας που προσλαμβάνεται σ’ ένα σχολείο κωφών και μιας παλιάς μαθήτριας η οποία τώρα εργάζεται εκεί ως καθαρίστρια. Σε αντίθεση με τον συντηρητικό διευθυντή του σχολείου, ο καινούργιος δάσκαλος έχει μερικές πρωτοποριακές ιδέες για την επικοινωνία με τον κόσμο της κωφότητας και βρίσκει στην παλιά μαθήτρια το ιδεώδες πρότυπο της εφαρμογής τους. Η σχέση τους όμως, διστακτική στην αρχή και παράφορα ορμητική στη συνέχεια, δεν θα είναι διόλου ανέφελη, καθώς τα προβλήματα αλληλοκατανόησης που ανακύπτουν είναι δυσεπίλυτα.

Εξίσου δυσεπίλυτα πρέπει να ήταν και τα τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισε ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος αναλαμβάνοντας να σκηνοθετήσει τη δική του διασκευασμένη εκδοχή του έργου. Εδώ η κινησιολογία των ηρώων απαιτούσε ειδική υποκριτική προσέγγιση, οι σωματικές εκδηλώσεις περνούσαν κατευθείαν στα χέρια και τα χέρια χάριζαν στα πρόσωπα την έκφραση που αντιστοιχούσε σε κάθε ψυχική κατάσταση των ηρώων. Οι μορφασμοί αναλογούσαν στις χειρονομίες και ο μη ακουόμενος λόγος σχηματιζόταν στα χείλη των ηθοποιών όπως το είδωλο σ’ έναν καθρέφτη προικοδοτημένο με τη μαγική ιδιότητα ν’ αλλάζει ό,τι εικονίζεται στην επιφάνειά του ή όπως ένα σήμα που γυρίζει, διαφοροποιημένο σε νόημα και ενισχυμένο σε ένταση, στο πρόσωπο της αρχικής του εκπομπής.

Στο σύμπαν της κωφότητας

Η παράσταση είχε λοιπόν όλα τα στοιχεία μιας εκπομπής που η ολοκλήρωση και η καθολική της προσβασιμότητα σε κωφούς και ακούοντες θεατές απαιτούν τρία επίπεδα έκφρασης. Τη νοηματική γλώσσα των κωφών στην ελληνική της εκδοχή, την προφορική των ομιλούντων προσώπων και τους υπερτίτλους που αποτελούσαν τη γέφυρα μεταξύ των δύο κόσμων. Ολοι οι ηθοποιοί ασκήθηκαν στη νοηματική γλώσσα, για την εκμάθηση της οποίας επιστρατεύτηκαν οι εξειδικευμένες μεταφράστριες Αρτεμησία Παντελάκη και Αννα Λιάκου, και το επί σκηνής αποτέλεσμα ήταν άκρως εντυπωσιακό. Οχι μόνο γιατί οι ηθοποιοί, έπειτα από εντατικά μαθήματα προφανώς, αφομοίωσαν αυτή την ιδιαίτερη επικοινωνιακή πρακτική, αλλά κυρίως γιατί προσάρμοσαν με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία την κωδικοποιημένη χειρονομική του στην ιδιαίτερη υποκριτική τους παρουσία.

Το σύμπαν της κωφότητας εντούτοις παραμένει μόνο οριακά προσβάσιμο και αυτό ακριβώς το σύμπαν εκπροσωπεί η Μαρία, που, αρνούμενη να αφομοιωθεί από τη δεσπόζουσα γραμμή του σχολείου, αποξενώνεται από τον διευθυντή και έρχεται σε συγκρουσιακό εναγκαλισμό με τον Παύλο. Η Ευσταθία Τσαπαρέλη και ο Πάρις Θωμόπουλος που εμφανίζονται στους αντίστοιχους ρόλους συγκροτούν ένα άρτιο υποκριτικό ζευγάρι. Εκείνη με έκδηλη σε κάθε σκίρτημα την πληθωρική ιδιοσυγκρασία της ηρωίδας της και τη διαρκή επιφυλακή απέναντι σε κάθε απόπειρα παραβίασης των ορίων της κι εκείνος με την παθιασμένη αφοσίωση του δασκάλου που αντιλαμβάνεται, δύσκολα αλλά και με συνείδηση του επερχόμενου αδιεξόδου, ότι ήρθε ο καιρός να μαθητεύσει στη μαθήτρια που έχει ερωτευτεί.

Κοντά τους ο Δημήτρης Δεληγιάννης (Δημήτρης) ενσάρκωσε με χιουμοριστική διάθεση τον ανήσυχο χαρακτήρα ενός πανέξυπνου μαθητή, η Σοφία Σίμου (Λίνα) υποδύθηκε με παιδική ανυπομονησία την αυθόρμητη μαθήτρια, η Αντρια Ράπτη έδωσε έμφαση στην τραυματισμένη προσωπικότητα της μητέρας που χάνει την επαφή με την κόρη της και ο Μιχάλης Γεωργακόπουλος αναπαρέστησε με συμβιβαστική διαλλακτικότητα τα διλήμματα ενός διευθυντή ειδικού σχολείου που ταλαντεύεται ανάμεσα στην παραδοσιακή παιδαγωγική και την πειραματική της υπέρβαση.

Ποιοι είναι οι κωφοί, εκείνοι ή εμείς;

Το κεντρικό ζήτημα που αναδείχθηκε από τη σκηνοθεσία του Δημοσθένη Παπαδόπουλου και την καθιστά επίκαιρη ήταν το ότι, παρά την αναμφισβήτητη πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών, η ευρύτερη κοινή γνώμη εξακολουθεί να πιστεύει πως οι κωφάλαλοι οφείλουν να προσαρμοστούν στον κόσμο των ακουόντων. Οτι η δική μας υποχρέωση περιορίζεται στον προσηλυτισμό τους, που τις περισσότερες φορές καταλήγει στην επιβολή μιας πειθαναγκαστικής κοινωνικοποίησης. Οτι η ευθύνη μας ως κατόχων και των πέντε αισθήσεων εξαντλείται στη διδαχή τους – και εδώ συγκεκριμένα στη μύηση των προβληματικών παιδιών στον κυρίαρχο γλωσσικό κώδικα μέσω της ανάγνωσης των χειλέων.

Θέλουμε να τους κάνουμε να μιλήσουν, έστω και ελλειπτικά, αγνοώντας ότι ενδέχεται πολλοί απ’ αυτούς να προτιμούν τη νοήμονα σιωπή τους. Δεν υποπτευόμαστε καν ότι ίσως να απαιτείται η διάνοιξη μιας πρόσβασης στη δική τους πραγματικότητα και κωφεύουμε πεισματικά στο αίτημα νομιμοποίησης του κωφού αλλά εκκωφαντικά παρόντος αξιακού τους σύμπαντος. Ποιοι είναι λοιπόν οι κωφοί, εκείνοι ή εμείς; Αυτός είναι ο κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται ολόκληρη η αξιοθέατη παράσταση και αυτό είναι το ερώτημα μπροστά στο οποίο καλούμαστε να στήσουμε το αυτί.

INFO
Θέατρο Αλφα Ληναίος – Φωτίου Δευτέρα & Τρίτη