Η Κορίν Πελισόν είναι καθηγήτρια Φιλοσοφίας και Ηθικής στο Πανεπιστήμιο Gustave-Eifel (Γουστάβος Αϊφελ). Γνωστή στο ελληνικό κοινό και από μεταφράσεις άλλων έργων της αλλά και από το πάθος της υπέρ της ανανέωσης του παλιού κλασικού Διαφωτισμού, ο οποίος χάθηκε στους λαβυρίνθους του καπιταλιστικού φαντασιακού της κοινωνίας του κέρδους και των αγορών.
Ενας Διαφωτισμός που απώλεσε το ορθολογιστικό και ουνιβερσαλιστικό του πνεύμα, ένας λόγος που μετατράπηκε σε οικονομιστικό υπολογισμό μέσα από την απολυτοποίηση της παραγωγής, της τεχνικής, του τεχνοκρατισμού, της κατανάλωσης, του ανταγωνισμού και της χειραγώγησης.
Η κριτική της όμως στον παλαιό Διαφωτισμό δεν έχει καμία σχέση με τον Αντιδιαφωτισμό. Η ίδια προειδοποιεί πως είναι κεφαλαιώδες να διακρίνουμε τις κριτικές κατά του Διαφωτισμού από τον Αντιδιαφωτισμό. Ο οποίος όμως και αυτός δεν είναι ενιαίος. Γιατί είναι άλλο να απορρίπτεις τον Διαφωτισμό ζητώντας μια επιστροφή στις λογικές του αποκλεισμού και του δικαίου του αίματος και άλλο να αναφέρεσαι στο πώς αυτός μετασχηματίστηκε σε ηγεμονικό λόγο τον 20ό και 21ο αιώνα.
Υπάρχει όμως και εκείνος ο Αντιδιαφωτισμός που παίρνει τη μορφή του μετανθρωπισμού. Αυτός απορρίπτει την ατομική αυτονομία, είναι επιρρεπής στη μοιρολατρία και δύσπιστος απέναντι στον ορθό λόγο, πετάει στην κάλαθο της Ιστορίας το αίτημα του σεβασμού της αξιοπρέπειας όλων. Βλέπει τη ζωή σαν πόλεμο στον οποίο δεν υπάρχει θέση για τους ευάλωτους.
Και εδώ εισερχόμαστε στα κύρια δωμάτια της ιδεολογικής και φιλοσοφικής κατοικίας της Πελισόν. Αυτά είναι δύο. Το ένα είναι αυτό στο οποίο εκτίθενται οι απόψεις της για το τι είναι το Σχήμα κυριαρχίας και τι το Σχήμα της υπόληψης (consideration) και το άλλο αυτό όπου εκτίθενται οι θέσεις της για τον Διαφωτισμό της εποχής του εμβίου.
Ονομάζει Σχήμα «το σύνολο των παραστάσεων και των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών και τεχνολογικών επιλογών που σχηματίζουν τη μήτρα μιας κοινωνίας και οργανώνουν τις σχέσεις παραγωγής…» (σ. 112).
Αν μιλούσαμε με μαρξιστικούς όρους, θα έλεγα πως το Σχήμα είναι κάτι σαν τον μαρξικό Τρόπο Παραγωγής. Το Σχήμα της κυριαρχίας είναι αυτό της αρπακτικής κυριαρχίας επί της φύσης, η οποία πραγμοποιεί τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα (άγρια και κατοικίδια) και στηρίζεται στην εκμετάλλευση, αφού υπάγει τα πάντα στην οικονομία. Ακόμη και τη δημοκρατία, η οποία εξ αυτού του λόγου απειλείται και αμφισβητείται.
Τα τρία μείζονα προβλήματα που γεννιούνται στο Σχήμα της κυριαρχίας είναι ο οικονομισμός, ο εθνικισμός και η καταστροφή του πλανήτη και των πάνω σ’ αυτόν έμβιων όντων. Η υπολογιστική σκέψη που αντικαθιστά τον ορθολογισμό γίνεται το βασικό εργαλείο μέσω του οποίου συντηρείται η καπιταλιστική κοινωνία. Εδώ έχουμε έναν διπλό ακρωτηριασμό του λόγου.
Από τη μια ο λόγος ακρωτηριάστηκε χάνοντας την ηθική του διάσταση και απομειώθηκε σε ένα εργαλείο υπολογισμού, όπου κυριαρχούν οι «ειδικοί» και η τεχνοεπιστημονική κοινωνία. Και από την άλλη ο εργαλειοποιημένος Διαφωτισμός αντιπαραθέτει τον πολιτισμό στη φύση.
Ολα αυτά όμως έχουν αντίκτυπο και στην πολιτική και στη δημοκρατία. Το όραμα υποχωρεί για χάρη της αποτελεσματικότητας, του ανταγωνισμού και του εγωιστικού υπολογισμού.
«Η απουσία πολιτικού οράματος και η απόσυρση του πολιτικού, το οποίο έχει καταστεί όργανο μιας οικονομίας που δεν συνίσταται πλέον στη διαχείριση των δημόσιων αγαθών, αλλά περιορίζεται στη νόρμα της μέγιστης αποδοτικότητας, υπονομεύουν την αξιοπιστία των σύγχρονων φιλελεύθερων κυβερνήσεων» (σ. 107). Οι ελίτ απαξιώνουν τα οράματα, γιατί ενδιαφέρονται να υποτάξουν τη δημοκρατία στον καπιταλισμό.
Ταυτοχρόνως, σύμφωνα με την Πελισόν, δεν υπάρχουν «πλήρεις δημοκρατίες». Οι σύγχρονες δημοκρατίες είναι φιλελεύθερες ολιγαρχίες. Με κανέναν τρόπο, όσα προβλήματα και να έχουν οι σύγχρονες δημοκρατίες, δεν με πείθει η άποψη πως οι σημερινές δημοκρατίες είναι «φιλελεύθερες ολιγαρχίες». Αυτή όμως είναι μια αξιολογική θέση, το μείζον στη σκέψη της Πελισόν είναι ο φιλοσοφικός της στοχασμός και αυτός είναι αξεπέραστος.
Ετσι είτε θεωρούμε τις φιλελεύθερες δημοκρατίες ολιγαρχικές είτε όχι σημασία έχει η διάκριση δύο Σχημάτων, αυτού της κυριαρχίας και αυτού της υπόληψης του εμβίου.
Για να σώσουμε τη δημοκρατία, την πολιτική αλλά και τον πλανήτη πρέπει να εγκαταλείψουμε το Σχήμα της κυριαρχίας για χάρη του Σχήματος της υπόληψης. Τι είναι όμως αυτό; Το Σχήμα της εποχής του εμβίου ενώνει την οικολογική μετάβαση, την κοινωνική δικαιοσύνη και την υπόθεση του σεβασμού των ζώων σε μια κίνηση ατομικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Εδώ προτεραιότητα έχουν όλα αυτά που η «τεχνική» στον καπιταλισμό και όχι γενικά η τεχνική απορρίπτει.
Είναι η σωματικότητα και η περατότητα, η κουλτούρα του σεβασμού στο διαφορετικό αντί της κουλτούρας που καθαγιάζει την εργαλειακή ορθολογικότητα, η κουλτούρα της ζωής όλων αντί της κουλτούρας του θανάτου και της βίας, είναι η αξιοπρέπεια όλων αντί της «αξιοκρατίας».
Η φιλόσοφος θεωρεί πως η αλλαγή των Σχημάτων δεν θα γίνει βίαια και με επαναστάσεις, αλλά με σταδιακό και δημοκρατικό τρόπο. Αυτή, κατ’ αναλογία με τη μαρξική θεώρηση που αρχικά ήταν επαναστατική για να σοσιαλδημοκρατικοποιηθεί τα τελευταία του χρόνια, ιδιαιτέρως μετά την εμπειρία της Κομμούνας του 1871, και ακόμη περισσότερο μετά από τον Ενγκελς, κατατάσσει τη βία στο Σχήμα της κυριαρχίας και την εξοστρακίζει ολοκληρωτικά από το Σχήμα της υπόληψης, ακόμη και στην εποχή της μετάβασης σ’ αυτό. Η βία, κατ’ αυτήν, υπάρχει μόνο εκεί όπου στην καρδιά της πολιτικής εγκαθίσταται ο ανταγωνισμός και ο υπολογισμός.
Μια τέτοια πολιτική γεννά αυτομάτως την πάλη των τάξεων και τον πόλεμο ανάμεσα στα έθνη.
Το Σχήμα της υπόληψης δεν τα έχει ανάγκη όλα αυτά. Την ίδια τακτική ακολουθεί και όταν εξετάζει το 2021, τέσσερα χρόνια πριν απ’ όσα συμβαίνουν σήμερα, και το πώς η Ευρώπη μπορεί να διαμορφώνει την εξωτερική πολιτική της. Αυτή, σύμφωνα με τη φιλόσοφο, πρέπει να στηρίζεται στη διπλωματία, την ανθρωπιστική βοήθεια, τη συνεργασία για το προσφυγικό και όχι στη δημιουργία στρατού.
Η Πελισόν έχει μια φιλειρηνική απάντηση για όλα τα καυτά ερωτήματα.
Αν κανείς τα πάρει όλα αυτά κατά γράμμα και προσπαθήσει να διαμορφώσει μια πολιτική στρατηγική, είναι σίγουρο πως θα σκοντάψει πάνω στην πραγματικότητα που ονομάζεται Τραμπ. Αλλά η Πελισόν είναι φιλόσοφος και όχι λογογράφος πολιτικών αρχηγών. Και ως τέτοια πρέπει να τη διαβάζουμε.
Η Πελισόν δεν απορρίπτει συνολικά τον Διαφωτισμό του 19ου αιώνα. Στηριγμένη και στις ενστάσεις των Χορκχάιμερ, Αντόρνο, Λεβινάς, Μερλό Ποντί της φαινομενολογίας του Χούσερλ και όχι μόνο, υποβάλλει σε κριτική την εκτροπή του Διαφωτισμού σε υπολογιστικό πνεύμα. Αυτή όμως η εξέλιξη γι’ αυτήν δεν ήταν εγγενής στον παραδοσιακό Διαφωτισμό, όπως ήταν για τους περισσότερους από τους στοχαστές που αναφέρθηκαν παραπάνω.
Κατά την Πελισόν «ο λόγος τρελάθηκε» λόγω του ότι υποχρεώθηκε να υπηρετήσει ένα σύστημα εντός μιας συγκεκριμένης οργάνωσης της οικονομίας που τον οδήγησε στον εκφυλισμό. Ο δικός της οικολογικός Διαφωτισμός ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν ξεχνά πως όλα όσα συμβαίνουν στη σχέση του ανθρώπου με τη φύση δεν οφείλονται σε κάποια εγγενή απληστία του Λόγου γενικά, αλλά στην παρέκκλισή του από τον εαυτό του για χάρη «των αγορών και της οικονομίας», στην καθυπόταξή του σ’ αυτές.
Τελικά η οικολογική μετάβαση και όχι οι κοινοτοπίες περί πράσινης οικονομίας είναι το ζητούμενο.
Οι πυλώνες αυτής της μετάβασης είναι τέσσερις: Η διαφύλαξη του περιβάλλοντος, η μέριμνα για την υγεία των σύγχρονων μας και των μελλοντικών μας γενεών, η κοινωνική δικαιοσύνη και τέλος ο σεβασμός των άγριων και των κατοικίδιων ζώων.
Επομένως ακόμη και αν η ίδια δεν το δηλώνει καθαρά, εδώ έχουμε να κάνουμε με το πάντρεμα του παλαιού σοσιαλδημοκρατικού λόγου (παλαιός Διαφωτισμός) με τον σύγχρονο οικολογικό (νέος οικολογικός Διαφωτισμός) συν τη διάσταση του φεμινισμού ως παράδειγμα αυτονομίας και χειραφέτησης που αποτελεί έργο των ίδιων των γυναικών.
Συνεπώς «η ελευθερία του υποκειμένου, η ικανότητα να θέτει σε αμφισβήτηση την κατεστημένη τάξη και η αυτονομία του παραμένουν ο ορίζοντας μιας φιλοσοφίας που δείχνει ότι η οικολογία και η σχέση με τους άλλους συμπεριλαμβανόμενων των ζώων, αποτελούν κομμάτι της ύπαρξής μας» (σ. 66). Καθόλου τυχαία που θεωρεί τους αγρότες και την αγροτική εργασία ως πρωτεργάτες του Διαφωτισμού στην εποχή του εμβίου. Ενώ καθόλου δεν ξεχνά τον ρόλο και την αξία των ιθαγενών. Εξαιρετική είναι και η ανάπτυξη του προσφυγικού ζητήματος, αλλά και των ελλειμμάτων της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Εχουμε όμως να κάνουμε και μ’ ένα λόγο που ανανεώνει τη δημοκρατία.
Η αυτονομία του ατόμου, κύριο χαρακτηριστικό του καντιανού Διαφωτισμού, δένει αρμονικά με τον αυτοπεριορισμό που επιτάσσει ο σεβασμός της φύσης και της σωματικότητας όλων. Αυτός ο νέος οικολογικός Διαφωτισμός απαιτεί επίσης από τον λόγο και μια αίσθηση ταπεινότητας και όχι την αφ’ υψηλού τάση του παλαιού. Προϋποθέτει την αίσθηση της ανάγκης συνύπαρξης όλων με όλους και όχι να αντιλαμβάνεσαι την κοινωνία σαν «αρένα αντίπαλων ελευθεριών».
Η φιλοσοφική παιδεία και γνώσεις του μεταφραστή Γιάννη Κτενά τον βοήθησαν να ανταπεξέλθει με απόλυτη επιτυχία στη μετάφραση ενός εξαιρετικά πυκνού και δύσκολου κειμένου.