website analysis Κόλαφος η αγόρευση της εισαγγελέως Στεφανάτου για τη Χρυσή Αυγή – Epikairo.gr

FAQ newsΚόλαφος η αγόρευση της εισαγγελέως Στεφανάτου για τη Χρυσή Αυγή

Η αγόρευση της εισαγγελέως Κυριακής Στεφανάτου στη δίκη της Χρυσής Αυγής συνεχίστηκε με έντονη κριτική προς τους κατηγορουμένους για την απόλυτη άρνηση κάθε εμπλοκής σε εγκληματικές ενέργειες.

Με έντονη επιχειρηματολογία και σαφείς αιχμές απέναντι στη στάση των κατηγορουμένων συνεχίστηκε για δεύτερη ημέρα η αγόρευση της εισαγγελέως του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Κυριακής Στεφανάτου, στο πλαίσιο της δίκης της Χρυσής Αυγής, με αντικείμενο την κρίση του δικαστηρίου ως προς την ενοχή ή μη των εμπλεκομένων προσώπων. Η εισαγγελέας στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός ότι ορισμένοι εκ των κατηγορουμένων επιλέγουν την απόλυτη άρνηση κάθε εμπλοκής, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου, όπως τόνισε, υπάρχουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία. «Οι κατηγορούμενοι προσδοκούν ότι το δικαστήριο δεν θα έχει διαβάσει την εκκαλούμενη απόφαση, ενώ οι σχετικές φωτογραφίες έχουν ήδη επιδειχθεί στους μάρτυρες», ανέφερε, χαρακτηρίζοντας τη συγκεκριμένη τακτική «επιτομή της στρεψοδικίας» και αποδίδοντας σε αυτήν την παρατεταμένη χρονική διάρκεια της διαδικασίας, η οποία μετρά πλέον 12 χρόνια. Κατά την κ. Στεφανάτου, η πλήρης άρνηση των γεγονότων δημιουργεί ένα ασταθές και αντιφατικό πλαίσιο, το οποίο δεν επιτρέπει τη συγκρότηση συνεκτικού δικανικού συλλογισμού. «Αρνούνται τα πάντα», υπογράμμισε, παραπέμποντας σε γνωστή φράση της Ουρανίας Μιχαλολιάκου: «αν σε πιάσουν με μαχαίρι, αρνήσου τα πάντα». Στο ίδιο πλαίσιο, μίλησε για το «παράδοξο του έντιμου ανθρώπου», εξηγώντας ότι η απόλυτη και κατηγορηματική άρνηση συχνά δημιουργεί την ψευδαίσθηση δικαίου, χωρίς όμως να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Η αναφορά αυτή προκάλεσε αντίδραση μέσα στη δικαστική αίθουσα, καθώς ο Γιάννης Λαγός, μοναδικός κατηγορούμενος που παρίσταται στη διαδικασία, παρενέβη φωνάζοντας προς την εισαγγελέα: «Ναι, σαν εσάς!», ανεβάζοντας στιγμιαία τους τόνους. Συνεχίζοντας, η εισαγγελέας αναφέρθηκε στην οργανωμένη επίθεση της Χρυσής Αυγής κατά των Αιγύπτιων αλιεργατών, επισημαίνοντας ότι η οργάνωση όχι μόνο σχεδίασε και υλοποίησε την επίθεση που οδήγησε στον σοβαρό τραυματισμό ενός εργάτη, αλλά στη συνέχεια επιβράβευσε και επικρότησε τα μέλη που συμμετείχαν. Όπως σημείωσε, η στάση αυτή ενθάρρυνε τη συνέχιση της βίαιης δράσης, γεγονός που αποτυπώθηκε και στην επόμενη επίθεση του Πανταζή κατά των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ, ένα χρόνο αργότερα. Ιδιαίτερη βαρύτητα έδωσε η κ. Στεφανάτου στο πώς η εσωτερική λειτουργία και ιεραρχία της οργάνωσης καλλιεργούσε τη βία ως μέσο ανέλιξης. Σύμφωνα με την εισαγγελέα, αυτή η λογική αποτέλεσε έναν από τους παράγοντες που οδήγησαν τον Γιώργο Ρουπακιά στη δολοφονία του Παύλου Φύσσα. «Το μήνυμα ήταν σαφές: όσο λιγότερες αναστολές έχεις, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να ανέβεις», ανέφερε, προσθέτοντας ότι υπήρχε η αντίληψη πως ακόμη και η υποψηφιότητα για το Κοινοβούλιο μπορούσε να συνδεθεί με τέτοιες πράξεις. Στο ίδιο πνεύμα εντάχθηκαν και δηλώσεις στελεχών, όπως του Αποστόλου, ο οποίος φέρεται να δήλωνε ότι στις επόμενες εκλογές «εγώ θα είμαι ο υποψήφιος», ενώ μετά τη δολοφονία Φύσσα γινόταν λόγος ακόμη και για εκλογικά ποσοστά της τάξης του 40%. Η εισαγγελέας έκανε, τέλος, αναφορά και στη δολοφονία του Σαχζάτ Λουκμάν, για την οποία δύο μέλη της Χρυσής Αυγής έχουν καταδικαστεί σε πολυετείς καθείρξεις. Όπως τόνισε, το έγκλημα διαπράχθηκε αποκλειστικά από ρατσιστικό μίσος, γεγονός που τεκμηριώνεται τόσο από τα φυλλάδια της Χρυσής Αυγής που βρέθηκαν στην κατοχή του ενός δράστη, όσο και από τον εξοπλισμό τους, ο οποίος περιλάμβανε όπλα κατάλληλα για «μάχες δρόμου», όπως πεταλούδες, σιδηρογροθιές, σουγιάδες και ξύλινα ρόπαλα. Σύμφωνα με την κ. Στεφανάτου, οι συνθήκες τέλεσης και ο τρόπος δράσης στη συγκεκριμένη υπόθεση αποτυπώνουν με σαφήνεια το χαρακτηριστικό modus operandi της οργάνωσης, καθώς οι δράστες, καθοδηγούμενοι από φυλετικό μίσος, στοχοποιούσαν και καταδίωκαν μετανάστες στο σκοτάδι, στο κέντρο της Αθήνας, εφαρμόζοντας στην πράξη την ιδεολογικά φορτισμένη και οργανωμένη βία της Χρυσής Αυγής. Σε άλλο σημείο της αγόρευσής της, η κ. Στεφανάτου επισήμανε, αναφερόμενη στο κύμα μηνύσεων που είχαν καταθέσει τότε στελέχη και μέλη της Χρυσής Αυγής, ότι «οι κατηγορούμενοι αξιοποιούσαν τους θεσμούς ως εργαλείο για την επίτευξη των στόχων τους». Όπως διευκρίνισε, αυτή η πρακτική λειτουργούσε αποτρεπτικά τόσο για αλλοδαπούς χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα όσο και για πολίτες που δεν επιθυμούσαν να εμπλακούν σε χρονοβόρες και ψυχοφθόρες διαδικασίες με μηνύσεις και αστυνομικά τμήματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο ιδιοκτήτης του μπαρ «Cointreau», καταγόμενος από το Καμερούν, ο οποίος, παρά τις σοβαρές ζημιές που υπέστη το κατάστημά του, επέλεξε να μη στραφεί νομικά. Παράλληλα, η εισαγγελέας έκανε ειδική αναφορά και σε αστυνομικούς που παρείχαν στήριξη στη Χρυσή Αυγή κατά την τέλεση εγκληματικών ενεργειών. Όπως ανέφερε, υπήρξε σχετική επισήμανση από αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την ύπαρξη μιας μικρής ομάδας αστυνομικών που είτε συνέδραμαν ενεργά είτε, στην ηπιότερη εκδοχή, επέδειξαν ανοχή απέναντι στη δράση της οργάνωσης. Μάλιστα, από έρευνα που διενεργήθηκε σε 110 αστυνομικά τμήματα, διαπιστώθηκε ότι σε δέκα περιπτώσεις αστυνομικών προέκυψαν στοιχεία που αποδείκνυαν κάποιας μορφής εμπλοκή τους σε επιθέσεις που αποδίδονται στη Χρυσή Αυγή.

Πηγή: dikastiko.gr