website analysis Jim Jones: Ο Αμερικανός ιεροκήρυκας της παράνοιας – Έχτισε δική του πόλη στη ζούγκλα της Γουιάνας, οδήγησε 900 ανθρώπους στην αυτοκτονία – Epikairo.gr

Στις 18 Νοεμβρίου 1978, μέσα στη μόνιμα υγρή ζέστη της Γουιάνα, οι περίπου 900 κάτοικοι της κοινότητας Jonestown συγκεντρώθηκαν κάτω από μια μεγάλη τέντα. Η φωνή του ηγέτη τους, του «πατέρα» Jim Jones, αντηχούσε από τα μεγάφωνα: «Μη φοβάστε να πεθάνετε. Ο θάνατος είναι απλώς μια έξοδος από αυτόν τον καταπιεστικό κόσμο».
Λίγα λεπτά αργότερα ήπιαν ένα μείγμα γεύσης φρούτων με κυανιούχο κάλιο. Γονείς έδωσαν το φονικό ποτό στα παιδιά τους, κάποιοι διστακτικοί πυροβολήθηκαν, και ο Jim Jones βρέθηκε λίγο μετά νεκρός με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ήταν η πιο φρικτή στιγμή του αμερικανικού 20ού αιώνα, ένα τέλος που έμοιαζε προδιαγεγραμμένο και είχε την σφραγίδα ενός μόνο ανθρώπου, του Jim Jones.
Ο «σοσιαλιστής πάστορας» της Ιντιάνα
Ο James Warren Jones γεννήθηκε το 1931 στην Ιντιάνα. Από μικρός ένιωθε περιθωριοποιημένος· τον αποκαλούσαν «παράξενο», μα εκείνος διάβαζε με πάθος τη Βίβλο και μιλούσε για δικαιοσύνη και ισότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’40, ανακάλυψε το κήρυγμα: έναν χώρο όπου η ρητορική του δύναμη και η ανάγκη του για αποδοχή μπορούσαν να συνυπάρξουν.
Το 1955 ίδρυσε τον People’s Temple. Από την αρχή, η προσέγγισή του ξεχώριζε. Μιλούσε για έναν χριστιανισμό κοινωνικά ενεργό, αντιρατσιστικό, με έμφαση στη βοήθεια των φτωχών. Η οργάνωσή του αναπτύχθηκε ραγδαία. Μέσα σε λίγα χρόνια απέκτησε χιλιάδες μέλη, ακίνητα, σχολεία, ακόμα και ιατρικές δομές. Ο Jim Jones εμφανίστηκε ως ένας άνθρωπος ο οποίος καλούσε σε συνύπαρξη σε μία εποχή όπου η ΗΠΑ ήταν βαθιά διχασμένες όσον αφορά στα φυλετικά ζητήματα.
Στις εκκλησίες του, λευκοί και μαύροι προσεύχονταν μαζί, κάτι σπάνιο για την εποχή. Ο ίδιος έλεγε: «Ο Ιησούς ήταν κομμουνιστής πριν τον αποκαλέσουν έτσι».
Ο Jones αναδείχθηκε σε τοπική πολιτική δύναμη, χαιρετιζόμενος από προοδευτικούς και Δημοκρατικούς αξιωματούχους. Ο Τύπος τον παρουσίαζε ως «σύγχρονο Σωτήρα των φτωχών».
Η στροφή προς την εξουσία και τον έλεγχο
Καθώς η δύναμή του αυξανόταν, ο Jim Jones άρχισε να βλέπει τον εαυτό του ως… μεσσία. Ζητούσε απόλυτη πίστη, καταργούσε τις οικογένειες μέσα στην κοινότητα, και προωθούσε το δόγμα της «πνευματικής επανάστασης». Επινοούσε «θαύματα», προέβλεπε το μέλλον, θεράπευε αρρώστιες – πάντα μπροστά σε κοινό που τον λάτρευε. Όποιος αμφισβητούσε, στιγματιζόταν ως «προδότης».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’70, οι φήμες για κακοποίηση, οικονομική εκμετάλλευση και ψυχολογικό έλεγχο πλήθαιναν. Πρώην μέλη τον περιέγραφαν ως «παρανοϊκό, εξουσιομανή και εθισμένο στα ναρκωτικά». Ένα από τα στελέχη του People’s Temple θυμόταν: «Του φαινόταν αδιανόητο ότι κάποιος θα μπορούσε να φύγει. Πίστευε ότι ήταν ο μόνος που έβλεπε καθαρά τον κόσμο».
Κλείσιμο
Όταν οι δημοσιογράφοι άρχισαν να ερευνούν, ο Jones αντέδρασε. Ετοίμασε την «Έξοδο» – ένα εγχείρημα για τη δημιουργία μιας «σοσιαλιστικής ουτοπίας» μακριά από τις ΗΠΑ.
Η «Γη της Επαγγελίας» στη Γουιάνα
Το 1977, πάνω από 1.000 μέλη του People’s Temple μεταφέρθηκαν στη Γουιάνα, μια μικρή χώρα της Νότιας Αμερικής. Η Γουιάνα, πρώην βρετανική αποικία με αριστερή κυβέρνηση, φαινόταν ιδανικό καταφύγιο για έναν άνθρωπο που διακήρυσσε πως «η Αμερική έχει γίνει ένα φασιστικό κράτος που διώκει τους αδύναμους».
Εκεί, μέσα στη ζούγκλα, ο Jones έχτισε τη Jonestown, μια αυτάρκη κοινότητα με καλλιέργειες, σχολεία και φυλάκια φρουρών. Επισήμως, ήταν «ο Παράδεισος του λαού». Στην πράξη, ήταν ένα στρατόπεδο υπό απόλυτο έλεγχο.

Ξεχασμένες ιστορίες που προκάλεσαν φρίκη – Πώς ένα «περίεργο παιδί» γεννημένο το 1931 έγινε μία από τις πιο σκοτεινές φιγούρες της αμερικανικής ιστορίας – Ξεκίνησε με κηρύγματα που συγκέντρωναν μαύρους και λευκούς και κατέληξε «δικτάτορας» στην δική του πόλη

Εκεί, με πρωτόγονα μέσα, έχτισαν την Jonestown —μια κοινότητα από ξύλινες παράγκες, θερμοκήπια και έναν μεγάλο χώρο συγκεντρώσεων που οι ίδιοι αποκαλούσαν «το Παρεκκλήσι». Τις πρώτες εβδομάδες επικρατούσε ενθουσιασμός. Οι φωτογραφίες που στάλθηκαν πίσω στις ΗΠΑ έδειχναν παιδιά να παίζουν, εργάτες να φυτεύουν λαχανικά, και τον Jones να χαμογελά κάτω από την πινακίδα «Welcome to Jonestown».
Οι μέρες άρχιζαν με μακρόσυρτες ομιλίες του «Πατέρα» και τελείωναν με ασκήσεις υπακοής. Ακολουθούσε εργασία στα χωράφια, στα εργαστήρια ξυλουργικής ή στα μαγειρεία. Το φαγητό ήταν ελάχιστο: ρύζι, φασόλια και σπάνια λίγο κοτόπουλο.
Ο Jim Jones στη ζούγκλα της Γουιάνα επιβλέπει την κατασκευή της πόλης του
Ο Jones, βαριά εξαρτημένος από βαρβιτουρικά, ηχογραφούσε τα πάντα, μιλώντας για επικείμενη «επίθεση του εχθρού» και για το «τέλος του κόσμου». Μια πρώην ακόλουθός του περιέγραψε: «Όλα γίνονταν για να μας κρατά σε φόβο. Μας έλεγε ότι η CIA θα έρθει να μας σκοτώσει και ότι μόνο ο θάνατος μπορούσε να μας ελευθερώσει».
Οι κάτοικοι δούλευαν έως και 12 ώρες την ημέρα, χωρίς πληρωμή, και υπέγραφαν ότι όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία ανήκαν πλέον στον «Ναό του Λαού». Τα διαβατήριά τους παρακρατούνταν «για λόγους ασφαλείας».
Δείτε βίντεο, κήρυγμα του Jim Jones στον Λαό του Λαού:
Το βράδυ, μετά το φτωχό δείπνο, όλοι υποχρεώνονταν να συμμετέχουν στις White Nights – νυχτερινές συνελεύσεις στις οποίες ο Jones ανακοίνωνε ότι επίκειται εισβολή από τις ΗΠΑ και τους καλούσε να προετοιμαστούν για «επαναστατικό θάνατο». Οι ομιλίες διαρκούσαν ώρες, ενώ συχνά ζητούσε από τους πιστούς να πίνουν «δοκιμαστικά ποτήρια» με δήθεν δηλητήριο, ως ένδειξη πίστης.
Όπως αφηγήθηκε η πρώην μέλος Deborah Layton, «Ο Jim ήθελε να μας δοκιμάζει. Έλεγε ότι μόνο όταν είσαι έτοιμος να πεθάνεις, είσαι πραγματικά ελεύθερος».
Έλεγχος, φόβος και προπαγάνδα
Οι κάτοικοι δεν είχαν πρόσβαση σε εφημερίδες ή ραδιόφωνο. Όλη η ενημέρωση ερχόταν από τον ίδιο τον Jones, ο οποίος είχε εγκαταστήσει σύστημα μεγαφώνων που λειτουργούσε όλο το εικοσιτετράωρο. Από τα ηχεία ακούγονταν τα κηρύγματά του, αποσπάσματα από λόγους του Μαρξ και του Λένιν, και ηχογραφημένες «ειδήσεις» που περιέγραφαν τη φρίκη της Αμερικής.
Όποιος εξέφραζε αμφιβολίες, υποβαλλόταν σε δημόσιες εξομολογήσεις και ταπεινώσεις μπροστά σε όλους. Παιδιά χωρίζονταν από τους γονείς τους και μεγάλωναν σε κοιτώνες υπό την επιτήρηση «φρουρών της πίστης». Οι φρουροί αυτοί, νέοι άνδρες οπλισμένοι με τουφέκια, περιπολούσαν στα όρια του οικισμού για να αποτρέψουν αποδράσεις.
Σύμφωνα με τις αναφορές του FBI, η Jonestown διέθετε ακόμη και “λάκκο τιμωρίας” — μια μικρή υπόγεια φυλακή όπου κρατούνταν όσοι θεωρούνταν απείθαρχοι ή “αντεπαναστάτες”.
Μια γυναίκα που κατάφερε να δραπετεύσει λίγους μήνες πριν την τραγωδία, η Leslie Wagner-Wilson, θυμάται:
«Ήταν αδύνατο να φύγεις. Αν μιλούσες για απόδραση, σε χαρακτήριζαν εχθρό της κοινότητας. Ζούσαμε με φόβο, πείνα και τύψεις».
Δείτε βίντεο, η ζωή στην Jonestown:
Το τέλος αρχίζει με μια επίσκεψη
Τον Νοέμβριο του 1978, ο βουλευτής Leo Ryan ταξίδεψε στη Γουιάνα για να ερευνήσει καταγγελίες συγγενών μελών του ναού. Αρχικά έγινε δεκτός φιλικά. Όμως, όταν κάποιοι κάτοικοι ζήτησαν να τον ακολουθήσουν πίσω στις ΗΠΑ, ο Jones εξοργίστηκε.
Καθώς η αποστολή του Ryan αποχωρούσε από τον πρόχειρο αεροδιάδρομο του Port Kaituma, ένοπλοι του People’s Temple άνοιξαν πυρ. Ο Ryan και τέσσερις ακόμη σκοτώθηκαν. Η επίθεση αυτή σήμανε την αρχή του τέλους.
«Είναι η μόνη αξιοπρεπής επιλογή»
Λίγες ώρες μετά, ο Jim Jones κάλεσε όλους τους κατοίκους στην κεντρική πλατεία. Ηχογράφησε την τελευταία του ομιλία – τη διαβόητη «death tape». Με σπασμένη φωνή, είπε: «Δεν μπορούμε να ζήσουμε στην ειρήνη. Ας πεθάνουμε με αξιοπρέπεια».
Μητέρες έδιναν στα βρέφη το δηλητήριο. Ουρλιαχτά ακούγονταν στο βάθος, μα ο Jones επαναλάμβανε: «Μην αφήσετε τον φόβο να σας νικήσει. Ο θάνατος είναι απελευθέρωση».
Ο ίδιος βρέθηκε λίγο αργότερα νεκρός με πυροβολισμό στο κεφάλι – πιθανόν αυτοκτονία, ίσως δολοφονία από συνεργάτη του. Το τέλος της Jonestown είχε ολοκληρωθεί.
Ένας «μεσσίας» γεννημένος από την εποχή του
Ο Jim Jones ήταν τέκνο της Αμερικής του Ψυχρού Πολέμου – ενός κόσμου γεμάτου φόβο, ανισότητες και αναζήτηση σωτήρων. Ξεκίνησε ως φωνή κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά κατέληξε να ενσαρκώνει τη σκοτεινή πλευρά της εξουσίας: τη διαστρέβλωση του ιδεαλισμού σε έλεγχο και τη μετατροπή της πίστης σε υποταγή. Ο ψυχίατρος Joel Norris έγραψε: «Ήθελε να σώσει τον κόσμο, αλλά δεν άντεχε να μην είναι ο Θεός του».
Στο τέλος, ο Jones δεν οδήγησε τους πιστούς του σε έναν επίγειο παράδεισο, αλλά στο πιο μακάβριο μνημείο τυφλής υπακοής. Το όνομα Jonestown έγινε σύμβολο του πώς μια ιδέα –όσο αγνή κι αν ξεκινά– μπορεί να σαπίσει όταν υπηρετεί τη ματαιοδοξία ενός ανθρώπου.
Φωτογραφίες: Getty Images, AFP
Ειδήσεις σήμερα:

Αγκαλιά έπεσαν ο 3χρονος και ο 25χρονος από τη μάντρα στην Αχαΐα – Πώς έγινε το τραγικό δυστύχημα

Πώς στήθηκε η απάτη με τα πολυτελή αυτοκίνητα χωρίς φόρο που αποκάλυψε η ΑΑΔΕ: Οι εταιρείες-βιτρίνες και τα ψευδή τιμολόγια «margin scheme»

O νέος χάρτης για την Golden Visa: Φρένο στις άδειες – Εντυπωσιακή είσοδος Τούρκων και Ισραηλινών

Συνεχίζοντας σε αυτό τον ιστότοπο αποδέχεστε την χρήση των cookies στη συσκευή σας όπως περιγράφεται στην πολιτική cookies
Μάθετε περισσότερα εδώ

Αποδοχή