Αν και η καταγωγής της είναι από την κεντρική Ασία, κάπου από τη Βόρεια Μογγολία, η τσόχα, αυτό το μάλλινο εξαιρετικής ποιότητας ύφασμα, σχετίζεται με ένα κομμάτι της ιστορίας της Θεσσαλονίκης. Και μάλιστα πάει πολύ πίσω στον χρόνο αφού τουλάχιστον τέσσερα σουλτανικά φιρμάνια επί Οθωμανικής Εποχής ρύθμιζαν θέματα που αφορούσαν την εμπορία και τη διακίνησή της.
Η τσόχα έχει την τιμητική αυτές τις μέρες και στρώνεται πάνω από στρόγγυλα, τετράγωνα ή ορθογώνια τραπέζια για χαρτοπαίκτες που στη θέα του πράσινου υφάσματος τα χέρια τους ιδρώνουν και τρέμουν και τα μάτια τους γυαλίζουν αναμένοντας την πολυπόθητη φιγούρα της τράπουλας. Η τσόχα δεν μπαίνει τυχαία στο τραπέζι, καθώς επιτρέπει τα τραπουλόχαρτα να γλιστρούν και έτσι να μοιράζονται πιο εύκολα και επιπλέον απορροφά τον ήχο των φύλλων που πέφτουν.
Αλλά αυτή η τσόχα καμία σχέση δεν έχει με την άλλη, την παλιά, την ακριβή, τη μάλλινη που χρησιμοποιούνταν κυρίως για την κατασκευή των στολών του στρατού.
Για την ιστορία της Θεσσαλονίκη και τη μελέτη του συνταξιούχου δικηγόρου, Ορέστη Τσάμη, όλα άρχισαν περίπου στα 1363, όταν ο Σουλτάνος Μουράτ ο Α΄ – αυτός που καθιέρωσε την Αδριανούπολη ως πρωτεύουσα και επέκτεινε την αυτοκρατορία στα Βαλκάνια- αποφάσισε να ιδρύσει ένα νέο στρατιωτικό σώμα, το οποίο θα αποτελούσε την έμπιστη προσωπική του φρουρά. Έτσι γεννήθηκε το επίλεκτο σώμα των Γενίτσαρων με την τακτική του παιδομαζώματος και ο Μουράτ ο Α΄, όπως και όλοι οι μετέπειτα Σουλτάνοι, ανέλαβε την προσωπική δέσμευση να φροντίζει για τη στέγαση, τη σίτιση, τον μισθό και τη στολή τους.
Βασικό υλικό για την κατασκευή των στολών των Γενίτσαρων ήταν η τσόχα, το χοντρό, εξαιρετικής ποιότητας μάλλινο υλικό, το οποίο έπρεπε να φτάσει και στη Θεσσαλονίκη.
Για τη συνέχιση της ιστορίας, είναι αναγκαία μια παρένθεση που μας πάει σχεδόν έναν αιώνα μετά. Το έτος 1492 οι βασιλείς της Ισπανίας Φερδινάνδος Β΄ και Ισαβέλλα Α’ ζήτησαν από τους Εβραίους υπηκόους τους, είτε να γίνουν Χριστιανοί Καθολικοί είτε να εγκαταλείψουν τη χώρα. Το Διάταγμα της Αλάμπρα (Edicto de Granada) ήταν τόσο αυστηρό και απόλυτο που οδήγησε στη μεγάλη έξοδο των Εβραίων, των Σεφαραδιτών, οι οποίοι διασκορπίστηκαν σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά και στη Βόρεια Αφρική. Περίπου 200.000 Ισπανοί Εβραίοι πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, μεταφέροντας την κουλτούρα και τον πολιτισμό τους σε χώρες μακρινές, μεγάλος αριθμός τους ωστόσο έφτασε στη Θεσσαλονίκη που ήταν εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο με μεγάλη ενδοχώρα.
«Οι Σεφαραδίτες έφεραν μαζί τους την τεχνογνωσία στην ύφανση των μάλλινων υφασμάτων -από τα εργαστήρια της Καστίλλης- και άρχισε έτσι να παρατηρείται μια έντονη δραστηριότητα στην κατασκευή και ιδιαίτερα στην εμπορία της τσόχας στη Θεσσαλονίκη, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν επί των Οθωμανών παραγωγών και εμπόρων. Στο τέλος του 18ου αιώνα περίπου 11.000 οικογένειες Σεφαραδιτών ασχολούνταν αποκλειστικά με την τσόχα στη Θεσσαλονίκη», λέει στη Voria, ο κ. Τσάμης.
Με τα χρόνια ο Σουλτάνος διαπίστωσε πως οι Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης παρήγαγαν και εισήγαγαν πολύ καλής ποιότητας τσόχα, έτσι ξεκίνησε αποκλειστική συνεργασία μαζί τους, για τις στολές των Γενίτσαρων. Ένα πρώτο φιρμάνι που εκδόθηκε, στα 1720, όριζε πως οι Σεφαραδίτες έπρεπε να παραδίδουν κάθε χρόνο 1.200 τόπιας άσπρης και κόκκινης τσόχας, για τα οποία δεν θα έπαιρναν χρήματα, αλλά τους διδόταν απαλλαγή από κάποιους από τους φόρους που έπρεπε να πληρώσουν ως αλλόθρησκοι υπήκοοι του Σουλτάνου. Όπως μάλιστα προκύπτει από τις πηγές, ο εκάστοτε Σουλτάνος ήταν τόσο αυστηρός και τόσο σχολαστικός με την ποσότητα και την ποιότητα της τσόχας, που επέβλεπε προσωπικά τα τόπια κι όταν διαπίστωνε αστοχίες στην υφή ή στο χρώμα, οι συνέπειες ήταν βαρύτατες.
Οι εμπορικές συναλλαγές με την Υψηλή Πύλη κατέστησαν τους Σεφαραδίτες έμπορους τσόχας τον πιο σημαντικό επαγγελματικό κλάδο της Θεσσαλονίκης, τα μέλη του οποίου έπαιζαν για πολλά χρόνια σημαντικό ρόλο στην εμπορική ζωή της πόλης. Σχετικά σύντομα οι τσοχατζήδες συνασπίστηκαν και οργάνωσαν μια μεγάλη συντεχνία (ισνάφι), η οποία ασκούσε τον έλεγχο της κατασκευής και της εισαγωγής τσόχας και σε συνεργασία με τον ιεροδικαστή (καδή) ρύθμιζε την τιμή πώλησης.
Ως τον 17ο αιώνα τα μέλη της συντεχνίας των τζοχατζήδων ήταν όλοι Εβραίοι Σεφαραδίτες, είτε ως έμποροι είτε ως κατασκευαστές. Κι όπως ήταν φυσικό αυτό δεν άρεσε στον χριστιανικό πληθυσμό της πόλης, αλλά και στους Οθωμανούς, ιδιαίτερα όσους ασχολούνταν με το εμπόριο. Πολύ γρήγορα άρχισαν οι καταγγελίες και μία από αυτές κλήθηκε να διερευνήσει ο ιεροδίκης, ο οποίος έλαβε στις 8 Δεκεμβρίου του 1695 ένα φιρμάνι από την Υψηλή Πύλη, σύμφωνα με το οποίο κάποιοι Εβραίοι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για να είναι μέλη της συντεχνίας.
Ο πόλεμος της τσόχας είχε μόλις αρχίσει και θα συνεχιζόταν με ένταση, καθώς οι Χριστιανοί διαμαρτύρονταν που πλήρωναν φόρους και εισφορές 37,5% των εισοδημάτων τους, ενώ οι Εβραίοι τζοχατζήδες είχαν απαλλαγή αυτού του φόρου εισοδήματος και πλήρωναν μόνο τον κεφαλικό φόρο, το γνωστό χαράτσι.
Στο από 19 Αυγούστου 1775 Σουλτανικό Φιρμάνι αναφέρεται ότι «επ΄ ευκαιρία της προ τινός χρόνου γενομένης εκστρατείας (Ορλοφικά) οι ΄Ελληνες Νάνος Γούναρης, Μηνάς Βεκίλης και οι σύντροφοί των (πιθανόν μέλη της συντεχνίας των τσοχατζήδων), συνεννοημένοι από κοινού πέτυχαν να κατανείμουν τους, δια φιρμανίων, επιβαλλόμενους φόρους κατ΄ αρεσκείαν των», πιέζοντας έτσι τους Εβραίους, που ήταν απαλλαγμένοι των φόρων. Η κατάσταση δεν ήταν καλή, σύντομα επήλθε μια χαλάρωση στην κατασκευή της τσόχας και οι Εβραίοι απείλησαν ακόμη και με διακοπή της εργασίας τους.
«Διέταξε λοιπόν ο Σουλτάνος, κατόπιν εισηγήσεως του αρχιντεφτερντάρη του Χατζή Ρετζαή, να ερευνηθεί εάν στα βιβλία του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου υπήρχαν παλαιότερα φιρμάνια από τα οποία αποδεικνύονταν ότι οι Εβραίοι (Σεφαραδίτες) της Θεσσαλονίκης που ασχολούνταν με την κατασκευή της τσόχας των Γενίτσαρων της Υψηλής Πύλης ήταν όντως απαλλαγμένοι των φόρων», αναφέρει ο κ. Τσάμης και συνεχίζει λέγοντας πως «σύμφωνα με τη διαταγή του Σουλτάνου εάν αποδεικνύονταν κάτι τέτοιο, τότε θα άλλαζε το φορολογικό καθεστώς και θα κατανέμονταν ως εξης: οι Μουσουλμάνοι το 1/4, οι Εβραίοι το 1/4 και οι Χριστιανοί (ραγιάδες) τα 2/4».
Βέβαια, δεν ήταν όλοι οι Εβραίοι εύποροι, ούτε ασχολόταν όλοι με το εμπόριο, για παράδειγμα ο ίδιος ο ιεροδίκης ζήτησε να απαλλάσσονται από τους φόρους του ελλιμενισμού οθωμανικής φρεγάτας οι Εβραίοι που κατοικούσαν στα χωριά γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Και το πέτυχε με το σκεπτικό ότι αυτή η ομάδα απαρτίζεται «ως επί το πλείστον από πτωχούς ανθρώπους, άξιους ευσπλαχνίας».
Χριστιανοί και Εβραίοι βρισκόταν τακτικά σε αντιπαράθεση και διαμαρτύρονταν, οι πρώτοι μάλιστα διέκριναν συχνά μια αδικία κι ένιωθαν πως οι δεύτεροι είχαν ευνοϊκή μεταχείριση. Οι Χριστιανοί υποστήριζαν πως οι αριθμός των Εβραίων πολλαπλασιάστηκε και οι περισσότεροι, ασχολούμενοι με το εμπόριο της τσόχας, είχαν πλουτίσει και ήταν πλέον ευκατάστατοι. Στις 23 Απριλίου 1825 ένα νέο σουλτανικό φιρμάνι, ορίζει πως οι φόροι θα επιβάλλονται ανάλογα με τα κτήματα που είχε καθένας και την οικονομική του κατάσταση.
«Η διαμάχη Εβραίων και Χριστιανών εμπόρων τσόχας είχε πλέον καθαρά φορολογικούς λόγους και έπαιρνε επικίνδυνη τροπή. Αλλά τότε ήταν που συνέβη ένα αναπάντεχο γεγονός, το οποίο έστειλε το θέμα της κατασκευής και της εμπορίας της τσόχας στα… τάρταρα. Τον Ιούνιο του 1826 ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ ανακοίνωσε τη συγκρότηση στρατού κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Οι Γενίτσαροι αντέδρασαν, εξεγέρθηκαν και βάδισαν προς το Παλάτι. Ο Σουλτάνος ζήτησε την βοήθεια των Σπαχήδων (ιππικό) και του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης. Επακολούθησε σφοδρή σύγκρουση όπου έχασαν τη ζωή τους πάρα πολλοί Γενίτσαροι και όλοι οι παραδοθέντες αποκεφαλίσθηκαν ή απαγχονίστηκαν, η δε εξόντωσή τους χαρακτηρίστηκε από την Υψηλή Πύλη ως “ευεργετικό γεγονός”», επισημαίνει στη Voria ο κ. Τσάμης.
Για τέσσερις αιώνες οι Γενίτσαροι αποτελούσαν την αιχμή της πολεμικής μηχανής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των σουλτάνων. Σύμφωνα με τους ιστορικούς ωστόσο, με τον καιρό εξελίχθηκαν σε παραστρατιωτικό κέντρο εξουσίας με εσωτερικούς πολιτικούς και οικονομικούς αγώνες, πολλές φορές και κατά των ίδιων των σουλτάνων, οπότε και διατάχθηκε το 1826 ο ολοκληρωτικός διωγμός τους, ο αποκαλούμενος Βακάι-ι-Χαϊριγιέ (Vakay-i-Hayriye).
Ξεκινώντας το μακρύ ταξίδι της από τις στέπες της Μογγολίας η τσόχα, κατέκτησε τον κόσμο και σήμερα χρησιμοποιείται για ρούχα και παπούτσια, σε μουσικά όργανα όπως στα σφυράκια του πιάνου, ως μονωτικό και απορροφητικό κραδασμών υλικό σε μηχανές, για την κατασκευή αντικειμένων με οικολογικό αποτύπωμα, για σκηνές και κουβέρτες, λόγω της αντοχής της στο κρύο, αλλά ακόμη και για κοσμήματα, παιχνίδια, εικαστικές εφαρμογές.
Στη Θεσσαλονίκη δεν υπάρχει πια συντεχνία εμπόρων τσόχας, ενώ και η ποιότητά της δεν είναι εκείνη των περασμένων αιώνων. Χριστιανοί και Εβραίοι δεν έχουν κανέναν λόγο να τσακωθούν για τη διακίνησή της και φυσικά κανείς δεν θα διαμαρτυρηθεί στις αρχές για την τιμή πώλησης. Οι καταναλωτές θα αναζητήσουν την πιο φτηνή, την πιο πράσινη, την ιδανική για το τραπέζι όπου πάνω της θα πέσουν οι ντάμες, οι κούπες, οι βαλέδες και οι άσσοι… Όσοι δεν κρύβονται στο μανίκι.
