Η πλατεία στην οποία φτάνουν τα μικρά λεωφορεία και τα ταξί έχει πάντοτε κόσμο. Έρχονται όλα τα οχήματα μέχρι εκεί, λεωφορεία, ταξί, τρίκυκλα, για να αποβιβάσουν κόσμο, πιστούς προσκυνητές και για να κάνουν αναστροφή και να συνεχίσουν τις διαδρομές τους στην πόλη.
Εκεί, στην ίδια πλατεία όπου στήνονται πάγκοι για γρήγορο φαγητό, πωλούνται υφάσματα για να καλύψουν οι γυναίκες την ομορφιά τους, στήνονται κουβέντες και ορίζονται συναντήσεις, εκεί όπου οι ξεναγοί μετρούν τα γκρουπ πριν την αναχώρηση, εκεί είναι η αφετηρία του μεγάλου προσκυνήματος.
Οικογένειες αγροτικές που έρχονται από μακριά, άνθρωποι της πόλης, εργάτες που κάνουν ημερήσια εκδρομή, έμποροι που έκλεισαν για λίγο το κατάστημά τους.
Να και ο Μουράτ, ένας μικρός μαθητής από τη Βαγδάτη. Είναι έξι-εφτά χρονών, μαζί με τις δύο αδελφές του, με τη μητέρα του και με τις δύο θείες του. Έχει έρθει και αυτός για το προσκύνημα. Να και δύο νεαροί, μάλλον Πακιστανοί Σιίτες, οι οποίοι κοιτούν επίμονα το κινητό τους τηλέφωνο, παίζουν κάποιο παιχνίδι προφανώς και σκουντάνε κάθε τόσο ο ένας τον άλλον γελώντας. Να και μια παρέα από πανέμορφες Περσίδες.
Γελούν και αυτές όταν κοιτούν το φακό του επίδοξου φωτογράφου τους. Πιο πέρα, μια οικογένεια από το νότιο Ιράκ, από μια από τις μειονότητες των Βάλτων της Μεσοποταμίας. Ανταλλάσουν αστεία με κάποιους περαστικούς, μοιάζουν χαρούμενοι γιατί πήγε καλά η περσινή σοδειά τους, αλλά πουλούν και ψάρια, σε έναν πάγκο στην εθνική. Είναι διαφορετικοί στο ντύσιμο, διαφορετικοί στο φέρσιμο, έχουν έρθει και αυτοί εκεί για το μεγάλο γεγονός.
Από την πλατεία και πέρα, όλοι συνεχίζουν πεζοί. Περνούν τον έλεγχο και το γέλιο σιγά σιγά σταματά. Τα παιδικά στόματα σωπαίνουν, τα νιάτα καταπιέζονται και τα αστεία τιμωρούνται. Ο εξάχρονος Μουράτ δεν καταλαβαίνει γιατι.
-Ποιος πέθανε; ρωτάει.
-Πάμε και μη μιλάς. Του λέει η αδελφή του.
– Μα δεν βλέπεις αυτό το κουτί πάνω στο αυτοκίνητο; Κάποιος πέθανε!
– Ναι, έχεις δίκιο! Πέθανε και τον φέρνουν εδώ για το τελευταίο προσκύνημα, για να χαιρετήσει τον ιμάμη Χουσεΐν.
Λίγο πιο πέρα, κάποιες γυναίκες πιο μεγάλης ηλικίας κλαίνε και πενθούν. Όλες είναι ντυμένες στα μαύρα. Όλες και όλοι περπατούν περίλυποι και κοιτούν τα λάβαρα που είναι κυρίως κόκκινα και μαύρα, πένθιμα.
Παντού το πένθος, παντού τα λόγια της θυσίας. Διηγήσεις σε μεγάφωνα και μακέτες σε ύφος και «αισθητική φάτνης», για το πώς ακριβώς έγινε η μάχη και ο φόνος της τάδε ή της δείνα προσωπικότητας της πίστης. Παντού ένα μόνιμο μνημόσυνο. Είναι το μεγάλο τέμενος του Ιμάμη Χουσεΐν, του γιου του Ιμάμη Αλί.
Ο Χουσεΐν ήταν εγγονός του προφήτη Μωάμεθ. Κι όμως, πολέμησε απέναντι στα αδέλφια του, τους Άραβες, τους νέους μουσουλμάνους, για το ποιος θα επικρατήσει στα εδάφη της Μεσοποταμίας. Ένας Άραβας, ο οποίος πολέμησε εναντίον Αράβων διεκδικώντας τα πρωτεία της καινούργιας πίστης.
Η μάχη στην Καρμπάλα της Μεσοποταμίας έγινε το 680 μ.Χ. και η θυσία του Χουσεΐν και των συντρόφων του έγιναν το θεμέλιο του νέου κλάδου του Ισλάμ που έμελλε να γίνει γνωστός ως Σιιτισμός. Η βάση αυτού του δόγματος είναι η αποδοχή της θυσίας.
Είναι το συνεχές μαρτύριο. Είναι η αποδοχή των βασάνων, του πόνου, γιατί έτσι είχε κάνει και ο Ιμάμης τους κάποτε.
Η αποδοχή της θυσίας και ο θαυμασμός της αυτοθυσίας, προφανώς υπάρχει σαν στοιχείο και σε άλλες θρησκείες, αλλά σε καμία από τις γνωστές θρησκείες δεν υπάρχει τέτοια επίμονη και συνεχής λατρεία του ίδιου του θανάτου.
Δεν υπήρχε στην αρχαία Ελλάδα ναός του Πλούτωνα. Υπήρχε κάθοδος στον Άδη και άνοδος, όπως για παράδειγμα στην περίπτωση της Περσεφόνης. Υπήρχε θάνατος και ανάσταση. Υπήρχε μνήμη των νεκρών, κάτι ιδιαίτερα ευγενές και θεμιτό, αλλά όχι μόνιμο πένθος. Ή κι αν υπήρχε, θα ήταν σε ένα μέρος που είχε να κάνει με τους νεκρούς, απομονωμένο, περιθωριακό και σίγουρα όχι πολυσύχναστο, κάτι σαν νεκρομαντείο, όχι ένα κεντρικο προσκύνημα.
Δεν βλέπουμε στον Χριστιανισμό για παράδειγμα κάποιο ναό της Σταύρωσης, αλλά υπάρχει ναός της Ανάστασης. Η θυσία του Θεού έχει την έννοια της επετείου και μετά την επέτειο έρχεται η ανάσταση, η αναστήλωση της αισιοδοξίας και της χαράς.
Στο Σιιτισμό όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το μνημόσυνο είναι συνεχές. 365 μέρες το χρόνο οι άνθρωποι αυτοί πηγαίνουν στα μαυσωλεία των Ιμάμηδων, προσκυνούν, κλαίνε, συγκινούνται, στεναχωριούνται. Κάθε μέρα σαν να είναι Μεγάλη Παρασκευή…
Οι Πέρσες, ως Σιίτες και αυτοί, τιμούν τον Χουσεΐν και τον Αλί, δηλαδή τους Άραβες ηγέτες που κατέλυσαν την αυτοκρατορία τους. Αυτοί οι πρώτοι Άραβες, η οικογένεια του Προφήτη και του Αλί, ήταν οι ίδιοι που μερικές δεκαετίες πριν τη μάχη της Καρμπάλα είχαν καταλύσει το τελευταίο Περσικό ζωροαστρικό βασίλειο, τη δυναστεία των Σασσανιδών, όχι πολύ μακριά από τη σημερινή Βαγδάτη και είχαν σβήσει την Περσική κουλτούρα από την περιοχή.
Σήμερα οι Πέρσες, κατά εκατομμύρια, πηγαίνουν στην Καρμπάλα και στη Νατζάφ για να τιμήσουν τους Άραβες αυτούς που κάποτε κατέλυσαν την αυτοκρατορία τους. Είναι ένα μπέρδεμα όλο αυτό, αλλά αντικατοπτριζει την ψυχρή, ιστορική πραγματικότητα.
Στο εσωτερικό του μαυσωλείου επικρατεί συνωστισμός και γίνεται ο μεγάλος διαχωρισμός. Αλλού οι άντρες, αλλού οι γυναίκες. Μαυροφορούσες όλες, ενώ αυτοί πιο ελεύθεροι. Φιλούν όλοι τις πόρτες όταν μπαίνουν, ψιθυρίζουν προσευχές.
Ο Μουράτ, ο εξάχρονος, πρέπει να μείνει με μία από τις αδελφές του κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο, καθώς δεν μπορεί να πάει μόνος του να προσκυνήσει μαζί με τους άντρες. Είναι πολύ μικρός, αλλά από την άλλη, δεν είναι και σωστό να πάει στο τμήμα του τεμένους όπου βρίσκονται οι γυναίκες. Πρέπει λοιπόν να περιμένει μέχρι να τελειώσει η μαμά του με το προσκύνημα και να τον πάρει από το χέρι και να πάνε μαζί και λίγο πιο μέσα.
Οι γυναίκες θα αγγίξουν το μαυσωλείο του Ιμάμη με τα χέρια τους, θα ψελλίσουν κάποιες προσευχές και θα κοιτάξουν πάνω τους και γύρω τους με θαυμασμό κι έκπληξη: κρύσταλλα, ακριβά υφάσματα, πολύτιμοι λίθοι, φαντασμαγορική ατμόσφαιρα, υπέροχη διακόσμηση, πρισματική, σαν χιλιάδες διαμάντια να στολίζουν το βλέμμα τους κοιτώντας προς τον ουρανό.
Το ίδιο το μαυσωλείο είναι χρυσοποίκιλτο, ασημένιο, περίτεχνο, με ωραία διακόσμηση, με φως, με ομορφιά. Αυτό είναι το παράδοξο και το οξύμωρο. Το μαυσωλείο έχει φως, έχει ομορφιά, έχει κομψότητα, έχει τέχνη, έχει πλούτο πάνω του και μέσα του.
Είναι αυτό που θαυμάζει και πρέπει να θαυμάζει ο άνθρωπος. Είναι αυτό το οποίο συνήθως προσέχει ο άνθρωπος στην ομορφιά και στην τέχνη. Είναι η αισιοδοξία, η χαρά, το χρώμα, ο πλούτος, η λάμψη, η λεπτομέρεια, η ικανότητα ενός ζωγράφου, το ταλέντο ενος αρχιτεκτονα, είναι αυτό που του αρέσει, αυτό που του φέρνει χαμόγελο και ανάταση.
Κι όμως, όταν βγουν από το μαυσωλείο ή πηγαίνοντας προς το μαυσωλείο, όλοι αυτοί οι χιλιάδες προσκυνητές, τα εκατομμύρια των πιστών, λατρεύουν το μονόχρωμο μαύρο, τη θυσία, την καταδίκη του χρώματος, την απώλεια, την απουσία της χαράς, τον αδιακοπο θρήνο.
Και αυτό το μαύρο που ξεκινά από τους ιερούς χώρους αυτού του μεγάλου προσκυνήματος και φωλιάζει στις καρδιές αυτών των ανθρώπων, αυτός ο συνεχής πόνος, η αποδοχή της συνέχειάς του, τους συνοδεύει σε όλη τους τη ζωή. Πώς είναι δυνατόν μια πίστη να στηρίζεται μόνο σε αυτή την ιδιότυπη λατρεία του πένθους;
Από την Καρμπάλα, από την Νατζάφ, από την Κούφα, από τις πόλεις αυτές της Μεσοποταμίας τα λάβαρα για τη θυσία συνεχίζονται κατά μήκος των δρόμων. Κατά μήκος της εθνικής οδού, κατά μήκος του παλιού σιδηροδρόμου που δεν λειτουργεί, πολλά λάβαρα, πολλές εικόνες μαρτύρων.
Να και οι στρατηγοί του Ιράν σε αφίσες, να και οι άνθρωποι της Χεσμπολάχ του Λιβάνου σε φωτογραφίες, να και οι προσφάτως δολοφονηθέντες ήρωες του Σιιτισμού σε τσιμεντένια πλαίσια, να και ταγματάρχες που κρατούν ασυρμάτους, γελαστά παιδιά που χάθηκαν άδοξα και άδικα.
Είναι οι νεκροί των Σιιτικών πολιτοφυλακών και απεικονίζονται παντού, φυσικά και στην είσοδο-έξοδο της κάθε πόλης, εκεί όπου γίνεται ο έλεγχος από τις Σιιτικές πολιτοφυλακές. Αυτή λοιπόν η λατρεία του πένθους έχει απλωθεί σε ένα μεγάλο μέρος της χώρας, καθώς το Ιράκ ελέγχεται από τις Σιιτικές πολιτοφυλακές.
Φεύγοντας βόρεια από τη Βαγδάτη, προς τη Σαμάρα και κυρίως προς την περιοχή του Τικρίτ, στη γενέτειρα του Σαντάμ Χουσεΐν, σιγά σιγά τα πολλά λάβαρα σβήνουν και οι πολλές εικόνες των μαρτύρων μειώνονται. Από εκεί και πάνω, ξεκινά η περιοχή των Σουνιτών. Μια ζώνη όπου δεν ζουν Σιίτες, αλλά την οποία -σήμερα- ελέγχουν Σιίτες. Αυτό είναι το περίεργο αυτή τη στιγμή στο Ιράκ. Αυτή η εύθραυστη έως ακατανόητη ισορροπία.
Τα λάβαρα του πένθους απλώνονται μέχρι το Βορρά της χώρας, αλλά είναι πολύ λιγότερα. Είναι μία πρόσκαιρη, προσωρινή κι εύθραυστη συνθήκη ο έλεγχος των περιοχών αυτών από τους Σιίτες. Είναι κάτι το προφανές αυτό, καθώς δεν έχουν έρεισμα στην περιοχή, δεν υπάρχει ντόπιος πληθυσμός που να τους υποστηρίζει, όπως στα νότια της χώρας.
Κι όμως, έχουν γίνει αποδεκτοί από τον υπόλοιπο πληθυσμό του Ιράκ ως αυτοί οι οποίοι πολέμησαν και έδιωξαν την άλλη πλευρά του πένθους, την άλλη πλευρά του σκοταδιού, το σουνιτικό Ισλαμικό Κράτος, το οποίο είχε επικρατήσει στο κεντρικό και στο βόρειο Ιράκ για μερικά χρόνια.
…το προσκύνημα στην Καρμπάλα συνεχίζεται και θα συνεχιστεί για αιώνες.
Ο Μουράτ εμεινε για λίγο εντελώς μόνος και φοβήθηκε. Χωρίς να το καταλάβει, άπλωσε κι έπιασε από το χέρι έναν από τους φύλακες του ιερού που κρατούν ενα πολύχρωμο φτερό ξεσκονίσματος για να δείχνουν τις κατευθύνσεις.
– Πού είναι η μαμά σου; Του είπε αυτός.
Ο μικρός έδειξε προς την μεριά που ήταν όλες οι μαυροφορούσες και βούρκωσε.
– Δεν ξέρω…
Εν τέλει, συναντήθηκε με τις γυναίκες του σπιτιού μετά από λίγα λεπτά και ηρέμησε.
Οι οικογένειες έκαναν το καθήκον τους, πήραν το μεσημεριανό τους φαγητό, μερικοί πήγαν για πικνίκ, γύρισαν ξανά στο γέλιο της καθημερινότητας, στα απλά προβλήματα της ζωής τους και στην αντιμετώπιση της ρουτίνας τους. Η πίστη τους λέει να πενθούν, να θρηνούν και να τιμούν τους ήρωες που σκοτώθηκαν για αυτήν 15 αιωνες πριν.
Η θρησκεία τους προστάζει να θυμούνται το θάνατο κάθε μέρα, σε κάθε στροφή του δρόμου, σε κάθε έλεγχο από τις πολιτοφυλακές, σε κάθε πόλη, σε κάθε σταυροδρόμι της Βαγδάτης, σε κάθε πλατεία, παντού… Θυμούνται την ιερή θυσία κοιτάζοντας τις φιγούρες των μαρτύρων, αλλά από την άλλη, πρέπει και να ζήσουν.
Αν κάποιος πρέπει πάντοτε να πενθεί και να πονά και να βασανίζεται, πότε θα του μείνει χρόνος για να γελάσει;
Το Ιράκ θέλει χρόνο για να γελάσει.
Θέλει μια ευκαιρία για να ζήσει καλύτερα. Θέλει μια παρένθεση φωτός μέσα σε αυτό το σκοτάδι που το έχουν ρίξει.
Γιατί μπορεί τα θεμέλια του σκότους να βρίσκονται στα θρησκευτικά δόγματα και στα παρακλάδια τους, όμως τα πραγματικά, τα γερά, τα πέτρινα, τα σταθερά θεμέλια της παρακμής και της αποτυχίας αυτής της χώρας βρίσκονται στις αποφάσεις των Αγγλοαμερικανών, και των πρώην αποικιοκρατών, μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας («σύμφωνο Σάικς-Πικό» για το μοίρασμα της περιοχής αναμεσα σε Αγγλία και Γαλλία).
Το πρόβλημα έχει ξεκινησει από τη δεκαετία του 1920, με τη δημιουργία μιας τεχνητής χώρας, ενός κράτους αδύναμου, ανομοιογενούς, με σύνορα που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα, που δεν εξυπηρετούν κανέναν και που σίγουρα θα αλλάξουν με βίαιο τρόπο στο άμεσο μέλλον.
Το τελευταίο διάστημα, ο νεοσκοταδισμός της Ευρώπης μας υποδεικνύει να αγκαλιάσουμε το μελλοντικό πολεμικό πένθος, να συμβιβαστούμε με το συνεχές βάσανο μιας συνεχούς κοινωνικής δυσθυμίας και λιτότητας, να εξοικειωθούμε με τα φέρετρα και τους πολέμους. Ούτε λίγο ούτε πολύ, μας λένε ότι είναι κάτι το φυσιολογικό:
«Σταματήστε να ελπίζετε, να χαίρεστε, να προοδεύετε, το γέλιο θα έρθει σε μιαν άλλη ζωή, σε έναν απροδιόριστο παράδεισο».
Αυτό περίπου μας υπόσχονται οι θιασώτες αυτής της πολεμοχαρούς Ευρώπης. Στο Ιράκ το μόνιμο πένθους το οριοθετούν οι ιμάμηδες του Σιιτισμού και το συμβολίζουν οι μαύρες σημαίες, στην Ευρώπη το επερχόμενο πένθος το διακηρύσσουν οι δικοί μας πολιτικοί «ιμάμηδες» μέσα από καλοστημένες ομιλίες και τηλεπαράθυρα και θα επιμένουν στον ίδιο τόνο, μέχρι να θέσουν την κοινωνία σε μόνιμη και απόλυτη νάρκωση βίας κι απελπισίας.
Όσοι είναι σήμερα από 45 ετών και κάτω, θυμούνται από πολύ παλιά τις λέξεις λιτότητα, τρομοκρατία, εχθροί, πόλεμοι, εκτοπισμοί, απειλές, προβλήματα, κρίση, κίνδυνοι…. Πότε θα μείνει λίγος χώρος και χρόνος για χαρά, ομορφιά και αισιοδοξία, πέρα από μαύρες σημαίες και πολεμικά λάβαρα;
