Όπως ακριβώς ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιούργησε καταστάσεις που επηρέασαν την Ευρώπη και την Ελλάδα, έτσι και η ενδεχόμενη επίτευξη εκεχειρίας με προοπτική ειρήνης, αναμένεται να έχει άμεσο αντίκτυπο στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Διότι όταν κάποια στιγμή ο πόλεμος, που μαίνεται σκληρός και αδυσώπητος στην καρδιά της Ευρώπης σταματήσει, θα υπάρξει μια πρώτη ανακούφιση ότι η «τρέλα» δεν θα γενικευθεί με ανάφλεξη ολόκληρης της Ευρώπης. Ταυτόχρονα θα δοθεί ο απαραίτητος χρόνος ώστε να υπάρξουν νέες διευθετήσεις που θα επιτρέψουν στο σύστημα να προχωρήσει, μιας και στην Ευρώπη η εικόνα δεν θα είναι ποτέ ίδια, με την προ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Χωρίς αμφιβολία κάθε πόλεμος συνιστά καταστροφή και κρίση. Αλλά, επίσης χωρίς αμφιβολία, κάθε κρίση, αφού εκδηλωθεί και δεν μπορεί, πλέον, να αποσοβηθεί, κρύβει ευκαιρίες και δυνατότητες. Για την Ευρώπη ο πόλεμος της Ουκρανίας είχε συγκλονιστικές συνέπειες, με δύο να είναι οι πιο σημαντικές και να αγγίζουν την Ελλάδα.
Πρώτον, η απεξάρτηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας, στο πλαίσιο οικονομικών κυρώσεων και γενικότερα περιορισμού των εμπορικών σχέσεων με τη Ρωσία. Ήδη οι σχετικές προμήθειες ρωσικού πετρελαίου και φυσικού αερίου έχουν περιοριστεί και τα επόμενα χρόνια -αν δεν μηδενιστούν- θα περιοριστούν πολύ. Στο πλαίσιο των εναλλακτικών πηγών και οδών προμήθειας των ευρωπαϊκών χωρών με υδρογονάνθρακες από άλλες περιοχές του πλανήτη και κυρίως από τις ΗΠΑ, η Ελλάδα αλλάζει επίπεδο, με επίκεντρο τη Βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα τη Θράκη και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Η οικονομική δραστηριότητα θα αυξηθεί και η περιοχή από παραμεθόριος και ακρότατο σύνορο της ΕΕ θα αναβαθμιστεί στο επίκεντρο του ενεργειακού ενδιαφέροντος. Από «τρύπα στη γεωγραφία» θα αποκτήσει περίοπτη και επώνυμη θέση στον ευρωπαϊκό χάρτη ως ενεργειακή πύλη της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης των άνω των 110 εκατ. κατοίκων. Η εξέλιξη αφορά επίσης και την ασφάλεια της Θράκης, που απειλείται από την επιθετικότητα και τον αναθεωρητισμό της Τουρκίας, η οποία στην απευκταία σκέψη επιθετικής κίνησης θα πρέπει να το σκεφτεί δύο, τρεις και 1013 φορές.
Από την άλλη βαδίζουμε ολοταχώς προς τον επανεξοπλισμό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ως μέλη του ΝΑΤΟ είχαν επί επτά δεκαετίες επαναπαυθεί στην αμερικανική ομπρέλα. Είχαν την απόλυτη πεποίθηση της ασφάλειας λόγω αφενός των καλών γειτόνων και αφετέρου της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ έναντι της Ρωσίας, ως διαδόχου της Σοβιετικής Ένωσης στην παγκόσμια σκακιέρα. Με βάση αυτή τη συνθήκη προσάρμοζαν την αναπτυξιακή τους πολιτική και το κοινωνικό κράτος, για το οποίο δικαίως υπερηφανεύεται και θέλει να προστατέψει η Ευρώπη. Διότι η στρατιωτική θωράκιση μιας χώρας με την προμήθεια αμυντικών συστημάτων και τη συντήρηση αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεων είναι δαπανηρή υπόθεση. Και ως γνωστόν τα λεφτά δεν είναι ατελείωτα, αφού όταν τα ξοδεύεις σε κάποιον τομέα, τα στερείς από κάποιον άλλο. Το σύνθημα «Κανόνια ή βούτυρο» έχει κάποια βάση. Η Ελλάδα που λόγω της τουρκικής απειλής δεν έχει πάρει εδώ και πολλές δεκαετίες ούτε ανάσα, παγιδευμένη στην ικανοποίηση της διπλής ανάγκης για κοινωνική ανάπτυξη και αμυντική δυνατότητα, γνωρίζει πολύ καλά την πίεση που δημιουργεί η συγκεκριμένη συνθήκη. Τώρα που έφτασε η ώρα και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι εταίροι να προσαρμοστούν, είναι πιθανόν η ΕΕ να οδηγηθεί σε αλλαγές ισορροπιών και προτεραιοτήτων, που να βρίσκονται εγγύτερα στις ανάγκες, αλλά και τις δυνατότητες της χώρας μας.
Ακόμη κι αν οι εξελίξεις με επίκεντρο την προσπάθεια για ειρήνη στην Ουκρανία μοιάζουν να είναι θετικές -ή μάλλον λιγότερο αρνητικές- για την Ελλάδα και τη Βόρεια Ελλάδα, η χώρα μας προκειμένου να επωφεληθεί οφείλει να κάνει τη δουλειά της. Σε εθνικό επίπεδο η παραγωγική και ανταγωνιστική οικονομία είναι απολύτως απαραίτητη για κάθε χώρα που επιμένει να διακηρύσσει την ανεξαρτησία της, ενώ το βορειοελλαδικό τόξο πρέπει να κάνει βήματα μπροστά στην κοινωνική εξέλιξη, ξεφεύγοντας από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των συγκεντρωτικών μηχανισμών του ελληνικού κράτους. Διότι για να σταματήσουν να φυλλορροούν και στη συνέχεια να ξεκινήσουν να ανθίζουν οι παραμεθόριες περιοχές του ελληνικού Βορρά δεν αρκεί η ασφάλεια, που είναι μεν θεμελιώδης συνθήκη, αλλά από μόνη της δεν είναι επαρκής. Χρειάζεται οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη με σταθερά χαρακτηριστικά και προοπτική, κάτι που οφείλει να καλλιεργήσει η πολιτεία. Διότι ο ιδιωτικός τομέας κινείται επειδή υπάρχει κέρδος, αλλά επίσης από μόνος του δεν μπορεί να διασφαλίσει γενικότερη πρόοδο.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία τα τελευταία σχεδόν τέσσερα χρόνια είναι το συγκλονιστικότερο γεγονός στην μεταπολεμική -και μεταψυχροπολεμική- Ευρώπη. Ενδεχομένως ισοδύναμο με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, που στο κάτω κάτω έπεσε αναίμακτα. Άρα οι αλλαγές που επιφέρει στον χάρτη και οι συνέπειές του στην εικόνα της Ευρώπης θα αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά, τα οποία βρίσκονται υπό διαμόρφωση. Την ώρα που στη Γενεύη, στο Άμπου Ντάμπι, στην Κωνσταντινούπολη, στην Ουάσιγκτον, στο Κίεβο και στη Μόσχα κρίνεται εν πολλοίς η τύχη μιας συμφωνίας που μπορεί να οδηγήσει στην ειρήνη, στην υπόλοιπη Ευρώπη -και στην Ελλάδα- οι πολιτικές ηγεσίες και οι κοινωνίες προετοιμάζουν και προετοιμάζονται για την επόμενη ημέρα. Είναι, δηλαδή, αναγκασμένες να δουν και πέρα από τη μύτη τους. Ένα σπορ που στην Ελλάδα δεν καλλιεργείται σχεδόν σε κανένα επίπεδο, ούτε της εξουσίας ούτε των πολιτών.
