Του Δαυίδ Αϊβαζιάν
Η δημόσια ζωή της χώρας βρίσκεται σε κρίσιμο σημείο. Η τραγωδία των Τεμπών δεν ήταν απλώς ένα έγκλημα ευθυνών· ήταν η στιγμή που η κοινωνία είδε καθαρά ότι το κράτος που χτίστηκε από τη μεταπολίτευση και μετά δεν μπορεί – ή δεν θέλει – να προστατεύσει τους πολίτες του. Ήταν το σημείο μηδέν της εμπιστοσύνης.
Μέσα σε αυτό το σκοτεινό τοπίο αναδύθηκε μια φωνή που δεν ανήκε στο πολιτικό σύστημα, δεν είχε κομματικό παρελθόν, ούτε επαγγελματικές φιλοδοξίες εξουσίας. Ήταν η φωνή της κας Καρυστιανού. Όχι ως πολιτικός. Όχι ως δημόσιο πρόσωπο. Αλλά ως μάνα. Ως άνθρωπος που βίωσε το απόλυτο: την απώλεια παιδιού από κρατική εγκληματική αμέλεια.
Σήμερα, όλο και περισσότεροι θέτουν το ερώτημα αν πρέπει να κατέβει στην πολιτική, αν πρέπει να κάνει κόμμα, αν πρέπει να ηγηθεί. Όμως πριν απαντηθεί αυτό, χρειάζεται να ξεκαθαριστεί κάτι βασικό. Αν η κα Καρυστιανού αποφασίσει να κατέβει στην πολιτική, έχει κάθε δικαίωμα – ίσως και περισσότερο από πολλούς από όσους κυβέρνησαν.
Ποιος ακριβώς έθεσε τον κανόνα ότι για να διεκδικήσεις αλλαγή πρέπει να είσαι «επαγγελματίας πολιτικός»; Είδαμε τι έκαναν οι επαγγελματίες πολιτικοί επί σαράντα χρόνια. Είδαμε τα προγράμματά τους, τις μεταρρυθμίσεις τους, τις υποσχέσεις τους. Και το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Δεν απέτυχε η κοινωνία. Απέτυχαν οι ίδιοι. Συνεπώς, το επιχείρημα ότι «δεν είναι πολιτικός» δεν στέκει. Αντιθέτως, η απουσία κομματικού παρελθόντος σήμερα συνιστά προτέρημα, όχι μειονέκτημα.
Ωστόσο, το πραγματικό ερώτημα δεν είναι αν θα κάνει κόμμα, αλλά γιατί θα το κάνει. Αν αποφασίσει να μπει στην πολιτική, δεν πρέπει να το κάνει από πίεση, ούτε επειδή «ο κόσμος το ζητάει», ούτε επειδή κάποιοι βλέπουν στο πρόσωπό της μια πολιτική ευκαιρία. Θα πρέπει να το κάνει μόνο αν πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει κάτι ουσιαστικό. Αν έχει όραμα, αν έχει δύναμη και αν νιώθει ευθύνη. Η κοινωνία την εμπιστεύεται όχι για να κυβερνήσει, αλλά για να πει την αλήθεια. Και αν τελικά μπει στον πολιτικό στίβο, θα είναι από τους ελάχιστους ανθρώπους που το κάνουν όχι ως καριέρα, αλλά ως πράξη ευθύνης. Αυτό είναι που τη διαφοροποιεί.
Η ηθική της στάση είναι ο βασικός λόγος που ο κόσμος βλέπει στο πρόσωπό της κάτι καθαρό. Για μήνες πολεμήθηκε, δέχθηκε επιθέσεις, σπίλωση και ειρωνεία. Όχι επειδή είπε κάτι λάθος, αλλά επειδή είπε κάτι που πονάει: ότι το κράτος φταίει, ότι το σύστημα φταίει, ότι οι πολιτικές ευθύνες είναι υπαρκτές και όχι απλώς «θεσμικές».
Και όλα αυτά ειπώθηκαν από μια μητέρα που έχασε το παιδί της. Σε μια χώρα όπου οι περισσότεροι πολιτικοί αρνούνται κάθε ευθύνη για τα πάντα, αυτή η στάση ξεχωρίζει. Γι’ αυτό και αν αποφασίσει να ηγηθεί μιας πολιτικής κίνησης, ο κόσμος θα την ακούσει. Όχι επειδή «ξέρει πολιτική», αλλά επειδή ξέρει την αλήθεια.
Αν τελικά κατέβει, δεν θα πρόκειται για «άλλο ένα κόμμα». Δεν θα είναι ανακύκλωση παλιών σχημάτων, ούτε νέο ΠΑΣΟΚ με άλλο χρώμα, ούτε νέος ΣΥΡΙΖΑ με διαφορετικό ύφος. Δεν θα είναι ρετουσαρισμένη εκδοχή του ίδιου πολιτικού συστήματος. Η πιθανή κάθοδός της θα λειτουργήσει ως τομή, γιατί θα εκπροσωπεί το πιο πληγωμένο αλλά και το πιο τίμιο κομμάτι της κοινωνίας: εκείνους που δεν έχουν πια τίποτα να χάσουν. Δεν θα είναι πολιτικό προϊόν. Θα είναι πολιτικό σοκ.
Υπάρχει όμως και κάτι που δεν μπορεί να μείνει ασχολίαστο. Δεν γίνεται οι ίδιοι πολιτικοί χώροι που κυβέρνησαν, συγκυβέρνησαν, χρεοκόπησαν τη χώρα, διαχειρίστηκαν εξουσία χωρίς λογοδοσία και παρήγαγαν απογοήτευση και αποχή, να εμφανίζονται σήμερα ως κριτές της «καταλληλότητας» κάποιου να μπει στην πολιτική. Δεν μπορεί η Νέα Δημοκρατία του ΟΠΕΚΕΠΕ, των υποκλοπών και όλων των σκανδάλων, οι άνθρωποι των θαλασσοδανείων του ΠΑΣΟΚ, η καπιταλιστική αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ ως μόνιμο, ασφαλές ανάχωμα του συστήματος να έχουν άποψη – και μάλιστα αρνητική – για την είσοδο ενός ανθρώπου εκτός πολιτικού κατεστημένου. Αν κάτι πέτυχαν όλοι αυτοί μαζί, ήταν να πείσουν εκατομμύρια πολίτες ότι η πολιτική δεν τους αφορά, ότι όλα είναι στημένα και ότι δεν αξίζει καν να συμμετέχουν. Αυτό είναι το πραγματικό τους έργο.
Η κοινωνία δεν ζητά άλλη διαχείριση. Ζητά ρήξη με το αυτονόητο ψέμα. Και αν μια μάνα που έχασε το παιδί της από κρατική ευθύνη τολμά να σκεφτεί την είσοδο στην πολιτική, τότε το πρόβλημα δεν είναι εκείνη. Το πρόβλημα είναι ένα πολιτικό σύστημα που δεν αντέχει ούτε την καθαρότητα, ούτε τη μνήμη, ούτε τη δικαιοσύνη.
