website analysis Γκανγκστερικός ρεαλισμός / Συναλλαγή, κυριαρχία και εξαναγκασμός στη νέα αμερικανική Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας – Epikairo.gr

Το πρώτο έτος της δεύτερης προεδρίας Τραμπ δεν χαρακτηρίστηκε από μια συνεκτική στρατηγική αφήγηση, αλλά από μια σειρά πράξεων που εγγράφονται εντός του συνθήματος Πρώτα η Αμερική και οι οποίες, εκ των υστέρων, αποκαλύπτουν έναν ενιαίο τρόπο άσκησης εξωτερικής πολιτικής.

Απειλές κατά της εδαφικής ακεραιότητας συμμάχων, ανοιχτή συζήτηση περί χρήσης στρατιωτικής βίας για σκοπούς εδαφικής ενσωμάτωσης, οικονομικός εξαναγκασμός μέσω κυρώσεων και δασμών, έκνομες στρατιωτικές επιχειρήσεις σε περιοχές χαμηλού θεσμικού κόστους, καθώς και μια διπλωματία «ειρηνευτικών συμφωνιών» που δεν τερματίζουν συγκρούσεις αλλά αναδιατάσσουν σχέσεις κόστους και οφέλους.

Τα επιμέρους αυτά επεισόδια δεν συγκροτούν απλώς μια επιθετική ή απομονωτική πολιτική. Συνθέτουν ένα πρότυπο συναλλαγής, στο οποίο η ισχύς ασκείται άμεσα, προσωποποιημένα και τιμωρητικά, χωρίς την ανάγκη σταθερής επίκλησης κοινών κανόνων ή θεσμικής καθολικότητας.

Η δημοσίευση της νέας Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας, λίγο πριν τη συμπλήρωση ενός έτους διακυβέρνησης Τραμπ, έρχεται να προσδώσει στην τρέχουσα αμερικανική εξωτερική πολιτική μια μορφή συνοχής. Η Στρατηγική λειτουργεί ως θεσμική επικύρωση ενός συγκεκριμένου τρόπου άσκησης εξωτερικής πολιτικής, στον οποίο η κυριαρχία, η οικονομική ισχύς και η επιλεκτική πολυμέρεια συνδέονται οργανικά σε ένα ενιαίο στρατηγικό πλέγμα.

Σε αυτό το πλαίσιο, το διεθνές δίκαιο παραμένει ουσιαστικά εκτός οπτικού πεδίου της Στρατηγικής, ενώ οι διεθνείς οργανισμοί αντιμετωπίζονται πρωτίστως ως εργαλεία επίτευξης πολιτικών στόχων και όχι ως αυτόνομοι φορείς κανόνων ή νομιμότητας.

Παρότι η Στρατηγική δεν το διατυπώνει ρητά, η συνολική της αρχιτεκτονική δεν αφήνει αμφιβολία ως προς ένα θεμελιώδες σημείο: η περίοδος της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής ηγεμονίας έχει παρέλθει και η στρατηγική συγκροτείται πλέον μέσα σε ένα γεωπολιτικό και εσωτερικό περιβάλλον που ορίζεται από ανασφάλεια, υλικούς περιορισμούς και φθίνουσα αυτοπεποίθηση ως προς την παλαιότερη ιδέα της αμερικανικής υπεροχής.

Σε αυτό το πλαίσιο, η αμερικανική ισχύς παρουσιάζεται ως ολοένα και πιο περιορισμένη και, κρίσιμα, ως κατεξοχήν συναλλακτική: η μεγάλη ανταγωνιστική δυναμική μεταξύ ισχυρών κρατών συνυφαίνεται με δομική οικονομική αλληλεξάρτηση, ενώ η ανακατανομή βαρών προς συμμάχους, η καχυποψία απέναντι σε παγκόσμιους θεσμούς και η στενότερη οριοθέτηση του «εθνικού συμφέροντος» συγκλίνουν σε μια στρατηγική όπου τα οικονομικά συμφέροντα λειτουργούν ως κεντρικός άξονας νοηματοδότησης της ασφάλειας. Αντί μιας ρητορικής αδιάλλακτης στρατηγικής αντιπαλότητας, η Στρατηγική υιοθετεί έναν πιο διαχειριστικό τόνο έναντι των ανταγωνιστών, προβάλλοντας στόχους όπως η «εξισορρόπηση» της οικονομικής σχέσης με την Κίνα, ενώ ταυτόχρονα θεμελιώνει την ιεραρχία ισχύος ως «διαχρονική αλήθεια» των διεθνών σχέσεων.

Η ρητή απόρριψη της «ατυχούς» ιδέας της παγκόσμιας κυριαρχίας υπέρ παγκόσμιων και περιφερειακών ισορροπιών δυνάμεων υποδηλώνει μια μετατόπιση από τη φιλοδοξία καθολικής πρωτοκαθεδρίας προς μια μεγαλύτερη ανοχή στη λογική σφαιρών επιρροής. Αυτό εξηγεί γιατί η Στρατηγική, πέρα από μια ιδιότυπη εμμονή με την αποκατάσταση της «πολιτισμικής αυτοπεποίθησης» της Ευρώπης, στρέφει δυσανάλογα το βλέμμα της στο Δυτικό Ημισφαίριο και σε ζητήματα «εγγύς πεδίου» — εμπόριο, μετανάστευση και εσωτερική συνοχή — όπου η αμερικανική ισχύς μπορεί να μεταφραστεί πιο άμεσα σε όρους ελέγχου, εξαναγκασμού και μετρήσιμης απόδοσης.

Η ρητορική της μη παρέμβασης και η πραγματικότητα της επιβολής

Η κεντρική θέση και, παράλληλα, δομική αντίφαση της Στρατηγικής είναι δηλωτική της νέας γραμματικής ισχύος που επιχειρεί να κανονικοποιήσει. Από τη μία πλευρά, θεμελιώνει μια «προδιάθεση μη παρεμβατισμού» στις υποθέσεις άλλων κρατών και διακηρύσσει ότι ο μη παρεμβατισμός πρέπει να θέτει «υψηλό φραγμό» για το τι συνιστά δικαιολογημένη επέμβαση.

Από την άλλη, η ίδια η Στρατηγική επαναδιατυπώνει το περιεχόμενο της παρέμβασης, περιορίζοντάς τη σε εκείνες τις μορφές που δημιουργούν εμφανές πολιτικό και στρατιωτικό κόστος, όπως οι μακρόχρονες επιχειρήσεις κατοχής και το nation-building, τις οποίες αποκηρύσσει.

Η αποκήρυξη αυτή, όμως, δεν συνεπάγεται αποχώρηση από την πολιτική επιβολής. Συνεπάγεται μετακίνηση σε ένα πιο ευέλικτο ρεπερτόριο πίεσης, όπου ο εξαναγκασμός ασκείται μέσω αγοράς, τεχνολογίας, επενδύσεων, αμυντικών προμηθειών και θεσμικής πρόσβασης. Η μετατόπιση είναι εμφανής στη σύζευξη «οικονομικής ασφάλειας» και εθνικής ασφάλειας, όπου ο προστατευτισμός, οι δασμοί, η αναδιάταξη εφοδιαστικών αλυσίδων και η αναβιομηχάνιση ορίζονται ως στρατηγικά εργαλεία. Η Στρατηγική, μάλιστα, περιγράφει τους δασμούς και τις «αμοιβαίες» εμπορικές συμφωνίες ως «ισχυρά εργαλεία», εντάσσοντας ρητά την εμπορική διπλωματία σε ένα σχήμα επιβολής κανόνων πρόσβασης στην αμερικανική αγορά.

Η παρέμβαση, με άλλα λόγια, δεν εξαφανίζεται, αλλά μεταμφιέζεται σε κανονικότητα οικονομικής διακυβέρνησης. Εδώ η αρχή της μη επέμβασης δεν καταργείται τυπικά, αλλά απογυμνώνεται από την προστατευτική της λειτουργία, καθώς η ουσία της επιρροής μεταφέρεται από την άμεση πολιτική ανατροπή στη διαχείριση εξαρτήσεων.

Αυτή η αντίφαση δεν είναι απλώς ρητορική. Είναι νομικοπολιτική. Εφόσον το διεθνές δίκαιο, και ιδίως η αρχή της κυριαρχικής ισότητας και της μη επέμβασης, σχεδιάστηκε για να συγκρατεί την εξωτερική επιβολή επί των εσωτερικών επιλογών ενός κράτους, η μετατόπιση της επιβολής προς οικονομικά και θεσμικά μέσα δημιουργεί ένα πεδίο «χαμηλής ορατότητας», στο οποίο η συμμόρφωση εξασφαλίζεται χωρίς να ενεργοποιούνται οι κλασικοί μηχανισμοί λογοδοσίας. Η επιβολή καθίσταται πιο δύσκολο να ονομαστεί νομικά, άρα και πιο εύκολο να κανονικοποιηθεί πολιτικά.

Το δεύτερο θεμέλιο της Στρατηγικής είναι μια ακραία κρατοκεντρική σύλληψη του διεθνούς συστήματος. Η πρωτοκαθεδρία των εθνών παρουσιάζεται ως ανθρωπολογική σταθερά, με το έθνος κράτος να ορίζεται ως «θεμελιώδης πολιτική μονάδα» και την προτεραιοποίηση του εθνικού συμφέροντος να εμφανίζεται ως όχι μόνο φυσική, αλλά και «δίκαιη».

Υπό το πλαίσιο αυτό, η πολυμέρεια δεν λειτουργεί ως πλαίσιο συλλογικής νομιμότητας, αλλά ως εν δυνάμει απειλή διάβρωσης της κυριαρχίας. Οι διεθνείς και υπερεθνικοί θεσμοί περιγράφονται ως «υπονομευτικές ως προς την κρατική κυριαρχία εισβολές» και καλούνται να «μεταρρυθμιστούν» ώστε να «εξυπηρετούν» την κυριαρχία και «να προωθούν αμερικανικά συμφέροντα».

Εδώ διαμορφώνεται μια κρίσιμη αναστροφή του μεταπολεμικού θεσμικού ορίζοντα. Το σύστημα του Χάρτη του ΟΗΕ δεν θεμελιώθηκε απλώς στη συνύπαρξη κυρίαρχων κρατών, αλλά στην ιδέα ότι η κυριαρχία αποκτά θεσμικό περιεχόμενο μέσα από δεσμεύσεις που αναλαμβάνονται και κανόνες που περιορίζουν, στο ελάχιστο, τη χρήση ισχύος.

Η Στρατηγική, αντίθετα, υπονοεί ότι οι δεσμεύσεις είναι ανεκτές μόνο όσο παραμένουν αναστρέψιμες, ή όσο λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές ισχύος. Αυτή η επιλεκτική θεσμικότητα εξηγεί και το κενό του κειμένου ως προς το διεθνές δίκαιο, καθώς η νομιμότητα δεν νοείται ως ανεξάρτητο μέγεθος, αλλά ως παράγωγο αποτελεσματικότητας και ευθυγράμμισης.

Η ίδια λογική διατρέχει την προσέγγιση της Στρατηγικής σε σχέση με την Ευρώπη, όπου οι «διακρατικοί» ή «υπερεθνικοί» μηχανισμοί παρουσιάζονται ως απειλή για «ελευθερία» και «κυριαρχία» και η αμερικανική στάση περιγράφεται ως διαρκής παρότρυνση διόρθωσης της «τροχιάς» της ηπείρου.

Η παρεμβατικότητα δεν ονομάζεται ως τέτοια. Εντάσσεται στη ρητορική «σεβασμού» της κυριαρχίας, ακριβώς τη στιγμή που ανακατασκευάζει την κυριαρχία ως συνθήκη συμβατότητας με ένα αμερικανικά ορισμένο πρότυπο τάξης.

Η πιο αποκαλυπτική περιοχή της Στρατηγικής ως προς το αμερικανικό όραμα για το διεθνές συστημα είναι η χρήση βίας. Στο κεφάλαιο της Μέσης Ανατολής, η «Επιχείρηση Σφυρί του Μεσονυχτίου» περιγράφεται ως πράξη που «υποβάθμισε σημαντικά» το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα. Αυτό που έχει βαρύτητα εδώ δεν είναι η αξιολόγηση της επιχειρησιακής αποτελεσματικότητας, αλλά η απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας ένταξης της χρήσης βίας στο πλαίσιο του Χάρτη του ΟΗΕ, είτε μέσω εξουσιοδότησης του Συμβουλίου Ασφαλείας, είτε μέσω ρητής επίκλησης αυτοάμυνας.

Η σιωπή δεν είναι ουδέτερη. Σε ένα έγγραφο που φιλοδοξεί να λειτουργήσει ως στρατηγικό κείμενο, η μη αιτιολόγηση της διακρατικής βίας αναδιατάσσει την ίδια τη θέση του jus ad bellum. Η νομιμότητα δεν προϋποτίθεται ως περιορισμός, αλλά αντιμετωπίζεται ως κάτι που, εφόσον χρειαστεί, μπορεί να παραχθεί εκ των υστέρων, ή να παρακαμφθεί ως δευτερεύον ζήτημα.

Η συνέπεια είναι διπλή. Πρώτον, η υποβάθμιση του ρόλου του Συμβουλίου Ασφαλείας ως θεσμικού μηχανισμού συλλογικής ασφάλειας. Δεύτερον, η κανονικοποίηση ενός προηγουμένου όπου η χρήση βίας εμφανίζεται ως διαχειριστικό εργαλείο αποτροπής και «συγκόλλησης» τάξης, χωρίς τη διαδικαστική και κανονιστική μεσολάβηση που όρισε το 1945. Η Στρατηγική δεν χρειάζεται να αρθρώσει μια θεωρία προληπτικών πληγμάτων. Αρκεί να παρουσιάσει την πράξη ως αυτονόητη, και έτσι να μετακινήσει τα όρια του επιτρεπτού.

Αν οι παραπάνω ενότητες δείχνουν την αντίφαση και τη θεσμική αποσύνδεση, ο πυρήνας που τις ενώνει είναι η συναλλαγή ως μορφή διακυβέρνησης. Η Στρατηγική προτείνει ρητά ένα μοντέλο «ευθυγράμμισης» μέσω κινήτρων και ανταλλαγμάτων: ευνοϊκότερη εμπορική μεταχείριση, τεχνολογική συνεργασία, αμυντικές προμήθειες και πρόσβαση σε ικανότητες προσφέρονται σε όσους «ευθυγραμμίζονται» και αναλαμβάνουν «ευθύνη» στις γειτονιές τους.

Στο ίδιο πνεύμα, η αναβίωση του Δόγματος Μονρόε μέσω του «Trump Corollary» οργανώνει το Δυτικό Ημισφαίριο ως ζώνη «αμερικανικής προεξοχής», με ρητή δέσμευση «επιβολής» και άρνησης δυνατότητας τρίτων δυνάμεων να τοποθετούν δυνάμεις ή να ελέγχουν «στρατηγικά ζωτικά» περιουσιακά στοιχεία. Το μοντέλο συνοψίζεται στην επιδίωξη «Ένταξη και διεύρυνση», όπου οι «σύμμαχοι» και οι «εταίροι» ορίζονται πρωτίστως ως φορείς λειτουργιών, από τον έλεγχο μεταναστευτικών ροών έως την «εξουδετέρωση» καρτέλ, ακόμη και με «θανατηφόρα βία» όπου κριθεί αναγκαίο.

Εδώ ο όρος «γκανγκστερικός ρεαλισμός» δεν είναι σχήμα εντυπωσιασμού. Είναι διαγνωστική έννοια για έναν τρόπο άσκησης ισχύος που θέτει ως βασική σχέση την προστασία υπό όρους. Αν ευθυγραμμίζεσαι, ανταμείβεσαι με πρόσβαση, επενδύσεις, τεχνολογία, αμυντική κάλυψη. Αν αποκλίνεις, μετατρέπεσαι σε κίνδυνο, άρα σε νόμιμο στόχο εξαναγκασμού, απομόνωσης ή τιμωρίας. Το κρίσιμο είναι ότι αυτή η σχέση δεν λειτουργεί στο περιθώριο των θεσμών.

Εγγράφεται στη Στρατηγική ως κανονικότητα. Ακόμη και η ειρηνοποιητική ρητορική, όπως η «Αναδιάταξη μέσω της ειρήνης», περιγράφει τις «ειρηνευτικές συμφωνίες» ως μέσο «αναπροσανατολισμού» περιοχών προς αμερικανικά συμφέροντα και «ανοίγματος νέων αγορών». Η ειρήνη, έτσι, δεν αρθρώνεται ως μία κατάσταση που παράγεται μέσω θεσμών και κανόνων, αλλά αρθρώνεται ως τεχνική αναδιάταξης σχέσεων ισχύος και οικονομικών ροών.

Η αμερικανική Εθνική Στρατηγική του 2025 δεν αποτυπώνει απλώς μια αλλαγή ύφους. Κωδικοποιεί μια βαθύτερη μεταβολή στη σχέση κανόνα, θεσμού και ισχύος, η οποία εγγράφεται σε μια ευρύτερη τάση αποθεσμοποίησης της διεθνούς διακυβέρνησης.

Η ρητορική της μη παρέμβασης συνυπάρχει με μια πολυεπίπεδη τεχνική εξαναγκασμού, ενώ η κυριαρχία αναβαθμίζεται ως απόλυτη αξίωση την ίδια στιγμή που ανακατασκευάζεται ως συνθήκη ευθυγράμμισης με ένα συγκεκριμένο, αμερικανικά ορισμένο πρότυπο τάξης. Το jus ad bellum δεν αναθεωρείται θεωρητικά, αλλά υποβαθμίζεται πρακτικά, μέσω στρατηγικών σιωπών που μετακινούν τα όρια του επιτρεπτού χωρίς να τα κατονομάζουν.

Σε αυτό το πλαίσιο, η «γκανγκστερική» συναλλαγή δεν λειτουργεί απλώς ως πολιτικό ύφος ή επικοινωνιακή υπερβολή. Αποτελεί οργανωτική αρχή μιας επιλεκτικής πολυμέρειας, όπου οι διεθνείς οργανισμοί αντιμετωπίζονται ως μέσα πίεσης και διαχείρισης εξαρτήσεων, και το διεθνές δίκαιο ως γλώσσα διαθέσιμη κατά περίπτωση, όταν εξυπηρετεί τη στρατηγική αποτελεσματικότητα. Η αποθεσμοποίηση δεν εκδηλώνεται ως ανοιχτή ρήξη με το μεταπολεμικό σύστημα, αλλά ως σταδιακή αποσύνδεση της ισχύος από δεσμευτικούς κανόνες και διαδικασίες λογοδοσίας. Η συνέπεια δεν είναι η κατάρρευση της διεθνούς τάξης, αλλά η αποκάλυψη του τρόπου με τον οποίο αυτή μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς τις δεσμεύσεις που κάποτε τη συγκροτούσαν. Ο κόσμος αυτός δεν ανήκει στο μέλλον. Είναι ήδη εδώ.

* Κωνσταντίνα Οικονόμου, Διεθνολόγος, επισκέπτρια ερευνήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο θεματικό Δελτίο Διεθνών & Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου ΕΝΑ «Τραμπ 2.0 και ο μετασχηματισμός της διεθνούς τάξης: Γεωπολιτικές και οικονομικές αναδιατάξεις»