Η εισβολή της Ρωσίας του Πούτιν στην Ουκρανία πριν από τρία χρόνια και η εκλογή Τραμπ στην ηγεσία των ΗΠΑ στα τέλη του 2024 φέρνει με δραματικό τρόπο στην επικαιρότητα το θέμα της ευρωπαϊκής άμυνας. Ένας επιθετικός πόλεμος στην Ευρώπη, που θεωρείτο κάτι σχεδόν αδύνατο για επτά δεκαετίες, εξελίσσεται, ενώ η… εγγύηση των ΗΠΑ για την ασφάλεια της δυτικής Ευρώπης μέσω του ΝΑΤΟ τίθεται εν αμφιβόλω. Με αυτά τα δεδομένα οι μεν ευρωπαϊκές χώρες επαναδιατυπώνουν τον αμυντικό τους σχεδιασμό και ετοιμάζονται να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη, η δε Ευρωπαϊκή Ένωση επιχειρεί για πρώτη φορά να διευκολύνει τις αμυντικές δαπάνες των χωρών – μελών της τόσο με τη διάθεση 150 δισ. ευρώ για κοινά αμυντικά προγράμματα όσο και με ελαστικοποίηση των δημοσιονομικών κανόνων, ώστε να εξαιρούνται οι δαπάνες για την άμυνα. Αν και κάπως καθυστερημένα η ΕΕ αναγνωρίζει ότι η ασφάλεια είναι οικονομικό και κοινωνικό μέγεθος, αφού όταν μια περιοχή απειλείται στην ουσία είναι ασταθής και η αναπτυξιακή διαδικασία αντιμετωπίζει πολλά προσκόμματα και δυσκολίες.
Για την Ελλάδα όλα αυτά, που για πολλές ευρωπαϊκές χώρες είναι πρωτόγνωρα, αποτελούν καθημερινότητα. Δεδομένης της εξ’ Ανατολών επαφής με έναν σταθερά επιθετικό και αναθεωρητικής νοοτροπίας γείτονα, ο οποίος έχει επάνω στο τραπέζι την απειλή πολέμου (casus belli), η χώρα μας είναι υποχρεωμένη να δαπανά σημαντικότατους πόρους για την αμυντική της θωράκιση. Βέβαια στα χρόνια της οικονομικής κρίσης τα αμυντικά προγράμματα παρέμειναν στάσιμα -πρακτικά υποχώρησαν-, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν εκκινήσει και πάλι, ώστε να καλυφθεί το χαμένο έδαφος μιας δεκαετίας. Μάλιστα, πρόσφατα η κυβέρνηση ανακοίνωσε ένα μακροπρόθεσμο -12ετές- πρόγραμμα αμυντικής θωράκισης προϋπολογισμού 25 δισ. ευρώ, που υπό προϋποθέσεις μπορεί να προσεγγίσει τα 28 δισ. ευρώ. Χωρίς αμφιβολία πρόκειται για μεγάλο και φιλόδοξο για τα ελληνικά δεδομένα σχεδιασμό, που είναι φυσιολογικό και μοιραίο να ανοίγει για μία ακόμη φορά τη συζήτηση για το εάν οι αμυντικές δαπάνες συνιστούν επένδυση ή απλώς επαχθές βάρος στις πλάτες των Ελλήνων.
Η απάντηση σε αυτό το δίλημμα δεν είναι δύσκολη, αλλά -επίσης- δεν μπορεί να είναι ούτε δημοφιλής. Προφανώς στην Ελλάδα οι αμυντικές δαπάνες συνιστούν επενδύσεις σε δύο επίπεδα. Κατ’ αρχάς λόγω της θέσης της χώρας στο ανατολικό άκρο της Ευρώπης και της γειτνίασης με την Τουρκία. Διότι εάν στα σύνορα της Ελλάδας βρισκόταν το Λουξεμβούργο, το Μονακό, η Τσεχία, η Ελβετία, η Δανία και άλλες χώρες της Δυτικής, Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, το αμυντικό πρόβλημα της χώρας θα μπορούσε να λυθεί με το… τίποτα. Σε αυτή την υποτιθέμενη συνθήκη είναι προφανές ότι στο δίλημμα «βούτυρο ή κανόνια» η απάντηση θα ήταν «βούτυρο». Με την Τουρκία, όμως, στα σύνορα να διεκδικεί το μισό Αιγαίο και να αμφισβητεί τόσο την κυριαρχία όσο και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας μας, η αμυντική θωράκιση είναι μονόδρομος. Διότι μόνο σε συνθήκες ασφαλείας μπορεί να υπάρξει οικονομική και κοινωνική πρόοδος. Εάν η κατάσταση σε μία περιοχή είναι επισφαλής ούτε επενδύσεις γίνονται ούτε επισκέπτες αποφασίζουν να προσεγγίσουν για να τροφοδοτήσουν την τουριστική βιομηχανία.
Πέραν αυτής της αυτονόητης συνθήκης οι αμυντικές δαπάνες μπορούν, επίσης, να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της εγχώριας βιομηχανίας. Κάτι τέτοιο εδώ και δεκαετίες δεν συμβαίνει στον επιθυμητό βαθμό, αλλά τώρα πια, με τέτοια θηριώδη οικονομικά μεγέθη και πλάνο σε βάθος χρόνου, θα είναι έγκλημα -στην κυριολεξία- εάν δεν συμβεί. Ήδη μία σχετική σύσκεψη υπό τον πρωθυπουργό και τη συμμετοχή των εκπροσώπων της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας έχει γίνει και στόχος είναι τουλάχιστον το 25% των αμυντικών αναγκών της χώρας να καλύπτονται από την εγχώρια παραγωγή, αλλά στην πράξη η υλοποίηση αυτού του φιλόδοξου σχεδιασμού είναι δύσκολη. Κυρίως επειδή για πολλές δεκαετίες στην Ελλάδα η αμυντική βιομηχανία παραμένει κάτι σαν… φτωχός συγγενής. Μάλλον από πολιτική επιλογή ή πολιτική… αδυναμία. Παρά το ότι -όπως αποδεικνύει η εμπειρία άλλων χωρών- η αμυντική βιομηχανία ευνοεί την ανάπτυξη της τεχνολογίας, την αξιοποίηση της τεχνογνωσίας και την καλλιέργεια της καινοτομίας, τριών παραγόντων καθοριστικών στην ανάπτυξη οποιασδήποτε μεταποιητικής παραγωγικής δραστηριότητας, τα πρακτικά αποτελέσματα είναι πενιχρά. Σε χώρες υπερπαραγωγούς οπλικών και αμυντικών συστημάτων, όπως είναι οι ΗΠΑ, το Ισραήλ και η Ρωσία, συχνά τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της αμυντικής βιομηχανίας αξιοποιήθηκαν ευρύτερα με εντυπωσιακά αποτελέσματα.
Μία από τις… αδυναμίες των αμυντικών βιομηχανιών είναι ότι αντλούν το πελατολόγιό τους μόνον από τον δημόσιο τομέα, αφού δεν υπάρχουν ιδιώτες που να αγοράζουν αμυντικά συστήματα. Κάτι που τις προσανατολίζει σχεδόν υποχρεωτικά στις εξαγωγές, ενώ έτσι κι αλλιώς τόσο η παραγωγή όσο και οι πωλήσεις τους ελέγχονται και αδειοδοτούνται από τους δημόσιους φορείς της χώρας στην οποία ανήκουν. Η Ελλάδα, πάντως, που έχει μεγάλη ανάγκη εξοπλισμών έχει όλες τις προϋποθέσεις να καλλιεργήσει την αμυντική της βιομηχανία με παράλληλο στόχο τις εξαγωγές και τις διεθνείς συνεργασίες. Κάτι που αν συμβεί θα έχει πιθανότατα επιπτώσεις και στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, όπου αφενός δραστηριοποιούνται επιχειρήσεις που μπορούν να λειτουργήσουν ως προμηθευτές και υπεργολάβο, ενώ στη Βιομηχανική Περιοχή της Σίνδου βρίσκεται η Ελληνική Βιομηχανία οχημάτων (ΕΛΒΟ), που αν και παροπλισμένη τα τελευταία χρόνια εξακολουθεί να ανήκει στον κορμό της εθνικής αμυντικής βιομηχανίας, εμπλουτίζοντας τη βεντάλια της με μοναδικά συγκριτικά πλεονεκτήματα.