Είναι να αναρωτιέται κανείς ποιος φέρελπις πολιτικός από τους ανερχόμενους της Ευρώπης θα μπορούσε να ξεστομίσει σήμερα την ατάκα που όλοι περιμένουν να διαβάσουν όταν πρόκειται για τον «Γατόπαρδο» του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα: «Αν θέλουμε να μείνουν όλα όπως είναι, τότε πρέπει όλα να αλλάξουν».
Θα μπορούσε να είναι και πάλι ένας αριστοκράτης Τανκρέντι που θέλει να συμμετάσχει καιροσκοπικά στη διαμόρφωση της νέας ατζέντας. Ή ένας Τανκρέντι της Ακροδεξιάς που προσβλέπει στη διαιώνιση των ταξικών διαφορών και την αναπαραγωγή της βίας. Θα μπορούσε να είναι και ένας Τανκρέντι των προαστίων που αποσκοπεί στη σάρωση του παλαιού καθεστώτος, της ανήμπορης ελίτ του φιλελευθερισμού που δεν ξέρει πώς να προσαρμοστεί στη σκακιέρα, τώρα που γέμισε μόνο «τρελούς» και πεσμένους πύργους.
Οι σκέψεις προήλθαν ύστερα από ένα φευγαλέο κοίταγμα στη σειρά του Netflix – και εδώ η εντυπωσιακή νωπογραφία της εποχής συμβαδίζει με την παρακμή και τις ρωγμές της φτώχειας, όπως στην ταινία του Βισκόντι. Σημασία έχει πρωτίστως ότι το κείμενο του ντι Λαμπεντούζα λειτουργεί ακόμη σαν γεννήτρια νοημάτων σε μια Ευρώπη μεταβατική και μεταιχμιακή – όπως η Σικελία του 1860.
Ο συγγραφέας περιγράφει, ως γνωστόν, ένα σύμπαν λουσμένο στο μεσογειακό φως – εκεί ο Βισκόντι τα κατάφερε καλύτερα – που βυθίζεται σταδιακά στη δύση του. Οι «γατόπαρδοι» της παλαιότερης ευγενικής τάξης – ο Ντον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπας ντι Σαλίνα – πρέπει να δώσουν τη σειρά τους στους σκύμνους της ανερχόμενης. Καθώς ο Γκαριμπάλντι ενώνει το νησί με την υπόλοιπη Ιταλία οι παλιοί φεουδάρχες αδυνατούν να εμποδίσουν τη λεηλασία της περιουσίας τους από τους τοκογλύφους και τους ανερχόμενους αστούς. Kαι τότε η προσαρμοστικότητα μπορεί να ανάγεται στη μεγαλύτερη σοφία, όπως λέει στον ιερωμένο Πιρόνε ο ντον Φαμπρίτσιο (ένας Ευρωπαίος της εποχής μας;): «Δεν είμαστε τυφλοί, αγαπητέ μου πάτερ, είμαστε απλά άνθρωποι. Ζούμε σε μια ευμετάβλητη πραγματικότητα και προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σ’ αυτήν όπως τα φύκια που πάλλονται στο παραμικρό θαλάσσιο ρεύμα. Στην Αγία Εκκλησία έχει δοθεί ρητά η υπόσχεση της αθανασίας, ενώ στη δική μας κοινωνική τάξη όχι. Ενα φάρμακο που μας υπόσχεται να ζήσουμε εκατό χρόνια, για εμάς ισοδυναμεί με την αιωνιότητα. Θα ανησυχήσουμε για τα παιδιά μας, ίσως και για τα εγγόνια μας, για όσα όμως δεν μπορούν να αγγίξουν τα χέρια μας δεν έχουμε καμία υποχρέωση» (εκδ. Bell, μτφ. Μαρία Σπυριδοπούλου, 1999).
Η μεταφορά με τα φύκια δηλώνει περισσότερα για την αξία του «Γατόπαρδου» απ’ όσα οποιαδήποτε απόπειρα να μεταφέρουμε αναλογίες στο σήμερα, τις οποίες απεχθάνεται πρώτα πρώτα η λογοτεχνία. Ο πραγματικός πλούτος του βιβλίου, ανάμεσα στις επαύλεις, το εκτυφλωτικό τοπίο, τη Μεσόγειο του Μπροντέλ, τις σκηνές των μαχών ή του χορού, ήταν πάντα η γλώσσα ενός αυθεντικού σνομπ, που γνώριζε τις αντιφάσεις της ανθρώπινης συμπεριφοράς:
«Οι κολακείες γλιστρούσαν πάνω στον αδιάφορο Πρίγκιπα όπως το νερό πάνω στα φύλλα των νούφαρων. Είναι ένα από τα πλεονεκτήματα που απολαμβάνουν οι υπερόπτες που έχουν συνηθίσει στην υπεροψία τους». Κι ύστερα ήταν ο ανθρωπομορφισμός του Μπεντικό, που έκοβε λουλούδια στις πρασιές: «Κάθε τόσο το σκυλί έστρεφε το αθώο του βλέμμα πάνω του σαν να επιζητούσε επαίνους για τα επιτεύγματά του… Το ζώο έτρεξε κοντά του και ακούμπησε το γεμάτο χώμα μουσούδι του πάνω στο χέρι του Πρίγκιπα». Κι ύστερα· το τέλος: «Η καρδιά του σφίχτηκε, ξέχασε το ψυχομαχητό του σκεφτόμενος τον επικείμενο θάνατο αυτών των κακόμοιρων αγαπημένων πραγμάτων… Ηταν μόνος, ένας ναυαγός πιασμένος από μια σανίδα, στο έλεος αδάμαστων ρευμάτων».