Επιστήμονες στη Βρετανία υποστηρίζουν ότι οι αρχαίοι άνθρωποι ίσως έμαθαν να ανάβουν φωτιά πολύ νωρίτερα από ότι θεωρούσε μέχρι σήμερα η έρευνα, μετά τον εντοπισμό ενδείξεων σκόπιμης ανάφλεξης στη σημερινή ανατολική Αγγλία, πριν από περίπου 400.000 χρόνια.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύονται στο περιοδικό Nature, μετακινούν προς τα πίσω το παλαιότερο γνωστό χρονολογικό ορόσημο για ελεγχόμενη παραγωγή φωτιάς κατά περίπου 350.000 χρόνια.
Μέχρι τώρα, οι αρχαιότερες επιβεβαιωμένες ενδείξεις συνδέονταν με θέσεις Νεάντερταλ στη σημερινή βόρεια Γαλλία και χρονολογούνταν γύρω στις 50.000 χρόνια πριν.
Η ανακάλυψη έγινε στο Μπάρναμ, μια παλαιολιθική θέση στο Σάφολκ της Αγγλίας, που ανασκάπτεται εδώ και δεκαετίες.
Ομάδα με επικεφαλής το Βρετανικό Μουσείο εντόπισε μια περιοχή «ψημένης» αργίλου, λίθινους χειροπέλεκεις από πυριτόλιθο που είχαν ραγίσει από υπερβολική θερμότητα, καθώς και δύο θραύσματα σιδηροπυρίτη – ενός ορυκτού που βγάζει σπινθήρες όταν χτυπηθεί πάνω σε πυριτόλιθο.
Οι ερευνητές αφιέρωσαν τέσσερα χρόνια σε αναλύσεις με στόχο να αποκλείσουν το ενδεχόμενο φυσικής πυρκαγιάς.
Γεωχημικές δοκιμές έδειξαν ότι οι θερμοκρασίες είχαν ξεπεράσει τους 700°C, ενώ υπήρχαν σημάδια επαναλαμβανόμενης καύσης στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Αυτό το μοτίβο, σημειώνουν, ταιριάζει περισσότερο με εστία φωτιάς που κατασκευάστηκε και χρησιμοποιήθηκε συνειδητά, παρά με μια πυρκαγιά από κεραυνό.
Ο Ρομπ Ντέιβις, παλαιολιθικός αρχαιολόγος στο Βρετανικό Μουσείο, λέει ότι ο συνδυασμός πολύ υψηλών θερμοκρασιών, ελεγχόμενης καύσης και θραυσμάτων σιδηροπυρίτη δείχνει «πώς ακριβώς άναβαν τη φωτιά και ότι όντως την άναβαν».
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο ότι ο σιδηροπυρίτης δεν απαντάται φυσικά στην περιοχή του Μπάρναμ.
Η παρουσία του ενισχύει το σενάριο πως οι άνθρωποι που ζούσαν εκεί τον συνέλεγαν σκόπιμα, επειδή γνώριζαν τις ιδιότητές του και μπορούσαν να τον αξιοποιήσουν για να ανάψουν προσάναμμα.
Η σκόπιμη παραγωγή φωτιάς διατηρείται σπάνια στο αρχαιολογικό αρχείο: Η στάχτη σκορπίζει εύκολα, το κάρβουνο αποσυντίθεται και τα θερμικά αλλοιωμένα ιζήματα μπορεί να διαβρωθούν.
Στο Μπάρναμ, όμως, τα καμένα στρώματα «σφραγίστηκαν» μέσα σε παλιά ιζήματα λίμνης ή λιμνούλας, κάτι που επέτρεψε στους επιστήμονες να ανασυνθέσουν τον τρόπο χρήσης του χώρου.
Οι συνέπειες, λένε οι ερευνητές, είναι μεγάλες: Η φωτιά επέτρεψε σε πρώιμους πληθυσμούς να επιβιώνουν σε ψυχρότερα περιβάλλοντα, να αποτρέπουν θηρευτές και να μαγειρεύουν. Το μαγείρεμα μειώνει τοξίνες σε ρίζες και κονδύλους και καταστρέφει παθογόνους οργανισμούς στο κρέας, διευκολύνοντας την πέψη και απελευθερώνοντας περισσότερη ενέργεια – ένα πλεονέκτημα που συνδέεται συχνά με τη υποστήριξη ενός μεγαλύτερου – σε μέγεθος και ικανότητα – εγκεφάλου.
Ο Κρις Στρίνγκερ, ειδικός στην ανθρώπινη εξέλιξη στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, σημειώνει ότι απολιθώματα από τη Βρετανία και την Ισπανία δείχνουν πως οι κάτοικοι του Μπάρναμ ήταν πρώιμοι Νεάντερταλ, με κρανιακά χαρακτηριστικά και DNA που «δείχνουν» αυξανόμενη γνωστική και τεχνολογική ωριμότητα.
Πέρα από την επιβίωση, η φωτιά άνοιξε δρόμο και σε νέες μορφές κοινωνικής ζωής. Οι βραδινές συναθροίσεις γύρω από μια εστία θα έδιναν χρόνο για σχεδιασμό, αφήγηση και δέσιμο της ομάδας – συμπεριφορές που συχνά συνδέονται με την ανάπτυξη της γλώσσας και πιο οργανωμένων κοινωνιών.
Αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι το Μπάρναμ ταιριάζει σε ένα ευρύτερο μοτίβο στη Βρετανία και την ηπειρωτική Ευρώπη μεταξύ 500.000 και 400.000 ετών πριν, όταν το μέγεθος του εγκεφάλου σε πρώιμους ανθρώπους άρχισε να πλησιάζει τα σύγχρονα επίπεδα και οι ενδείξεις πιο σύνθετης συμπεριφοράς γίνονται πιο ορατές.
Ο Νικ Άστον, επιμελητής των παλαιολιθικών συλλογών του Βρετανικού Μουσείου, χαρακτήρισε το εύρημα «την πιο συναρπαστική ανακάλυψη» στα 40 χρόνια της καριέρας του.
Για τους αρχαιολόγους, το εύρημα φωτίζει ένα παλιό και κρίσιμο ερώτημα: Πότε οι άνθρωποι σταμάτησαν να εξαρτώνται από κεραυνούς και φυσικές πυρκαγιές και έμαθαν να δημιουργούν φλόγα όπου και όποτε τη χρειάζονταν.
