Η ελληνική Ιστορία δεν είναι μια καθαρή, μονοφωνική αφήγηση αλλά ένα πεδίο συγκρούσεων και αντιφάσεων, όπως συμβαίνει σε πολλούς τόπους.
Aν όμως κάτι επανέρχεται επίμονα στον δημόσιο λόγο κάθε φορά που η ακροδεξιά σηκώνει κεφάλι, είναι η προσπάθεια να οικειοποιηθεί το παρελθόν, να το απλοποιήσει χοντροκομμένα και να το μετατρέψει σε εργαλείο φίμωσης στο παρόν. Ειδικά αν το παρόν, είναι άβολο για μια κυβέρνηση της οποίας τα ακροδεξιά στελέχη είναι υπόλογα για σκάνδαλα.
Ο δήμαρχος Φλώρινας που διέκοψε συναυλία της Banda Entopica γιατί έπαιζε σλάβικα τραγούδια, τράβηξε απλά την κουρτίνα για να φανούν οι δυο Ελλάδες που «….σιγοπίνουν το πιοτό» όπως τραγουδούσε ο Διονύσης Σαββόπουλος.
Από τη μία οι Σλαβομακεδόνες, απόγονοι ανθρώπων που πολέμησαν για την ελευθερία μιας χώρας που τους εκδιώκει ακόμα, από την άλλη, τα πολιτικά «ορφανά» του Μεταξά, οι ιδεολογικοί κληρονόμοι εκείνων που συνεργάστηκαν, πρόδωσαν εγκλημάτησαν κι αντί να τιμωρηθούν στελέχωσαν το κράτος και σήμερα μας κυβερνούν με σκάνδαλα και μπόλικο θράσος.
Ας ξεκινήσουμε από την ιστορία των Σλαβομακεδόνων, γιατί αυτή είναι που συστηματικά αποσιωπάται. Οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί της Μακεδονίας δεν ήταν ένα εξωτικό σώμα εκτός ελληνικής Ιστορίας. Ήταν αγρότες, εργάτες, αντάρτες. Άνθρωποι που έζησαν τις ίδιες φτώχειες, τις ίδιες διώξεις, τους ίδιους πολέμους.
Στη δεκαετία του ’40, χιλιάδες από αυτούς εντάχθηκαν στο αντιφασιστικό κίνημα, πολέμησαν τη ναζιστική κατοχή, συμμετείχαν μαζικά στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ, και αργότερα στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας. Δεν πολέμησαν «εναντίον της Ελλάδας», όπως βολεύει κάποιους να λένε σήμερα. Πολέμησαν για μια Ελλάδα ελεύθερη από κατακτητές, δοσίλογους και φασισμούς.
Σήμερα τραγουδούν τα παιδιά και τα εγγόνια των προσφύγων που δεν επιτράπηκε ποτέ να γυρίσουν στον τόπο τους αν και πολέμησαν γι’αυτόν. Τραγουδούν τα παιδιά και τα εγγόνια εκείνων που τους στέρησαν με βασανιστήρια να μιλούν τη γλώσσα τους μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και το χωριό όπως έχει περιγράψει ο ποιητής Μάρκος Μέσκος αλλά και ο μουσικός Dine Doneff στο tvxs.
Αυτή η ιστορική πραγματικότητα είναι άβολη για τον εθνικιστικό μύθο, γιατί δείχνει κάτι απλό αλλά επικίνδυνο για όσους θέλουν την Ιστορία μονόχρωμη: ότι η έννοια της πατρίδας δεν ταυτίζεται με την εθνοτική καθαρότητα, ούτε με τη γλωσσική ομοιομορφία. Ταυτίζεται με τη στάση απέναντι στην ελευθερία, τη δικαιοσύνη και τη δημοκρατία. Και σε αυτό το τεστ, οι σλαβομακεδόνες αντάρτες πέρασαν με το παραπάνω.
Στον αντίποδα βρίσκεται μια άλλη «παράδοση», πολύ πιο σκοτεινή. Είναι η παράδοση του αυταρχισμού, του αντικομμουνισμού, της εθνικοφροσύνης που πάντα έβρισκε τρόπο να συνυπάρχει με την καταστολή και την προδοσία.
Από το καθεστώς Μεταξά μέχρι τους δοσίλογους της Κατοχής και από εκεί στο μετεμφυλιακό κράτος των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, αυτή η γραμμή δεν κόπηκε ποτέ.
Απλώς άλλαζε προσωπεία και σήμερα εμφανίζεται με φόρα λόγω της ανόδου της ακροδεξιάς διεθνώς, εμφανίζεται με γραβάτα, κοινοβουλευτικό λόγο και δήθεν φιλελεύθερο προσωπείο, που πέφτει με εντυπωσιακή ευκολία μόλις δοθεί η ευκαιρία.
Όταν σύγχρονοι πολιτικοί εκπρόσωποι αυτής της παράδοσης όπως ο Πλεύρης, επικαλούνται το «αίμα που χύθηκε» για να αποφασίσουν ποια τραγούδια επιτρέπονται, ποιες γλώσσες αντέχονται και ποιοι πολίτες πρέπει να σιωπούν, δεν τιμούν την Ιστορία. Τη βεβηλώνουν. Γιατί το αίμα εκείνων που πολέμησαν δεν χύθηκε για να αποκτήσει η εκάστοτε εξουσία το δικαίωμα να ορίζει τι είναι «εθνικά ορθό». Χύθηκε ακριβώς για να υπάρχουν κανόνες, δικαιώματα και εγγυήσεις που να προστατεύουν την κοινωνία από τέτοιου είδους αυθαιρεσίες.
Εδώ βρίσκεται και η μεγάλη απάτη του ακροδεξιού λόγου: η εσκεμμένη σύγχυση ανάμεσα στη θυσία και στα δικαιώματα. Οι θυσίες του παρελθόντος δεν έγιναν για να ακυρώσουν το κράτος δικαίου· αντίθετα, χάρη στις θυσίες θεμελιώνονται κράτη δικαίου. Δεν νομιμοποιούν οι θυσίες τη λογοκρισία· την αποκλείουν. Και σίγουρα δεν μπαίνουν σε ζυγαριά με τις ελευθερίες του παρόντος, λες και πρόκειται για ανταγωνιστικά μεγέθη. Όποιος το επιχειρεί αυτό, δεν υπερασπίζεται τη μνήμη των νεκρών, προετοιμάζει το έδαφος για να ξαναγράψει την Ιστορία όπως τον βολεύει.
Αυτή η επιχειρηματολογία δεν είναι ούτε πρωτότυπη ούτε «πατριωτική». Είναι η πιο κοινότοπη δικαιολογία κάθε καθεστώτος που πρώτα περιορίζει και μετά εξηγεί γιατί «αναγκάστηκε» να το κάνει. Και φυσικα δεν λείπουν χοντροκομμένα ψεύδη όπως η απίστευτη ανιστόρητη φράση του Πλεύρη πως καποτε τάχα απελευθερωθήκαμε απο τους Σλάβους, οι οποίοι βέβαια ουδέποτε μας υποδούλωσαν.
Από τις δικτατορίες μέχρι τα σύγχρονα αυταρχικά καθεστώτα, το μοτίβο είναι πάντα το ίδιο. Επίκληση κινδύνου, επίκληση θυσιών, επίκληση εθνικού καθήκοντος. Και κάπου εκεί, το Σύνταγμα μπαίνει σε παρένθεση καθώς όλα θολώνουν στις σχετικοποιήσεις, το μελάνι της σουπιάς, πίσω από αναρτήσεις σαν αυτές του Πλεύρη, πίσω από δηλώσεις σαν αυτές του Γεωργιάδη.
Η ειρωνεία είναι ότι όσοι σήμερα υψώνουν τη φωνή τους στο όνομα της πατρίδας, στέκονται πολιτικά πολύ πιο κοντά στους διώκτες, στους λογοκριτές και στους συνεργάτες της εξουσίας, παρά σε εκείνους που πραγματικά αγωνίστηκαν. Οι Σλαβομακεδόνες αντάρτες δεν ήταν «παρέκκλιση» από την ελληνική Ιστορία. Ήταν κομμάτι της πιο έντιμης, πιο θαρραλέας και πιο διεθνιστικής της σελίδας. Αντίθετα, οι ιδεολογικοί απόγονοι του Μεταξά είναι αυτοί που κουβαλούν μια βαριά, ντροπιαστική κληρονομιά, όσο κι αν προσπαθούν να τη λουστράρουν.
Και αν κάτι πρέπει να ειπωθεί καθαρά, είναι το εξής: η δημοκρατία δεν κινδυνεύει από τα τραγούδια των ξεριζωμένων και των διωγμένων, τις γλώσσες ή τις μνήμες τους. Αυτά όλα είναι κοινός μας πλούτος. Κινδυνεύει από τον φασισμό, την άγνοια, την επικίνδυνη βλακεία όσων διαστρεβλώνουν ηθελημένα ή μη την ιστορία. Κινδυνεύει από το δηλητήριο ενάντια στον οποιονδήποτε «άλλο» και τις ιδέες της εθνικής καθαρότητας. Και στην ακροδεξιά, δυστυχώς, αυτά όλα δεν λογαριάστηκαν ποτέ ως μειονεκτήματα.
Ας τραγουδήσουμε δυνατά μαζί με εκείνους που φίμωσε μια ντροπιαστική δημοτική αρχή. Τώρα είναι ξανά η ώρα να διεκδικήσουμε την οριστική αποκατάσταση τους. Η εκδίωξη τους αποτελεί μαύρη κηλίδα στον χάρτη της χώρας και ντροπή για τη χώρα, για τον καθένα και την καθεμία που το ανέχεται.
