Θετική θεωρούν οι περισσότεροι αναλυτές την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να χορηγήσει στην Ουκρανία δάνειο ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ για τα έτη 2026-2027, μέσω δανεισμού της ίδιας της ΕΕ από τις αγορές. Ads Και πράγματι το χειρότερο, κατά πολλούς, δεν ήταν το ίδιο το δάνειο, αλλά το ενδεχόμενο να αποδεσμευτούν και να δοθούν στην Ουκρανία τα παγωμένα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία που φυλάσσονται στο Euroclear.
Μια επιλογή που υποστήριξαν ανοιχτά η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, ο Γερμανός Φρίντριχ Μερτς, και οι σκανδιναβοί ηγέτες.
Ένα τέτοιο «ξεπάγωμα», όμως, θα άνοιγε ένα εξαιρετικά επικίνδυνο δρόμο. Ads Θα δημιουργούσε νομικό προηγούμενο, θα όξυνε περαιτέρω τη γεωπολιτική σύγκρουση με τη Ρωσία και κυρίως θα έφερνε το Βέλγιο, όπου εδρεύει το Euroclear, στο επίκεντρο μιας θεσμικής και νομικής αντιπαράθεσης με απρόβλεπτες συνέπειες.
Με την τελική απόφαση της ΕΕ να δανειστεί από τις κεφαλαιαγορές για να χρηματοδοτήσει την Ουκρανία, το σενάριο αυτό απομακρύνεται τουλάχιστον προς το παρόν.
Τα ρωσικά περιουσιακά στοιχεία παραμένουν ακινητοποιημένα, χωρίς να μετατραπούν ακόμη σε χρηματοδοτικό εργαλείο πολέμου.
Ηττήθηκαν, συνεπώς, τα «γεράκια της Ευρώπης. Και κέρδισαν όσοι αντιτάχθηκαν: η Ιταλίδα Τζόρτζια Μελόνι, ο Βέλγος Μπαρτ ντε Βέβερ και βεβαίως όσοι εξαιρέθηκαν από τον κοινό δανεισμό (Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία).
Το δάνειο δεν θα έχει καμία επίπτωση στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, αφού η απόφαση για δανεισμό της Ουκρανίας βασίζεται στην «ενισχυμένη συνεργασία» (άρθρο 20 ΣΕΕ).
Όλα αυτά, όμως, είναι η «μισή αλήθεια».
Ο πόλεμος ως κανονικότητα
Αυτό που δεν λέγεται ακόμη και από τους ακροδεξιούς ηγέτες που αντιτάχθηκαν στην αποδέσμευση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, είναι ότι η απόφαση για τα 90 δισ. ευρώ είναι κάτι περισσότερο από μια πράξη οικονομικής στήριξης.
Πρόκειται για μια στρατηγική επιλογή της ΕΕ των ελίτ με σαφές πολιτικό πρόσημο.
Οι συντηρητικές δυνάμεις, που υποστηρίζουν τις πολεμικές βιομηχανίες, παρουσιάζουν τον πόλεμο ως δεδομένο για τα επόμενα χρόνια, ως κανονικότητα και φροντίζουν να εξασφαλίσουν τη χρηματοδότησή του.
Αρκεί να διαβάσει κανείς πού θα διοχετευτούν τα κεφάλαια του δανείου προς την Ουκρανία.
Πρώτον, στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών και ουκρανικών αμυντικών βιομηχανιών. Δεύτερον, στη συνέχιση της τήρησης του κράτους δικαίου από την Ουκρανία και τρίτον, στη διασφάλιση των συμφερόντων ασφάλειας και άμυνας όλων των κρατών-μελών.
Η ίδια η χρονική εμβέλεια της απόφασης είναι αποκαλυπτική.
Όταν η ΕΕ δεσμεύεται για δανεισμό υπέρ μιας εμπόλεμης χώρας δύο και τρία χρόνια, δεν επιδιώκει την ειρήνη, αλλά προετοιμάζεται για επέκταση του πολέμου.
Η ένοπλη σύγκρουση, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, παύει να αντιμετωπίζεται ως έκτακτη κατάσταση και εντάσσεται στον σχεδιασμό της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Με άλλα λόγια η Ευρώπη των ελίτ χαράσσει μια στρατηγική πολιτική όχι με στόχο την αποκλιμάκωση των εντάσεων και τελικά την ειρήνευση και τη συνεργασία, αλλά τη διαχείριση ενός παρατεταμένου πολέμου, που θα επεκταθεί, όπως υποστηρίζουν, στη Γηραιά Ήπειρο.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το ενδεχόμενο ανάληψης ειρηνευτικών πρωτοβουλιών απουσιάζει εντελώς από το τραπέζι των συνομιλιών, αφήνοντας ελεύθερο τον Τραμπ να «αλωνίζει» και να εμφανίζεται ως «ειρηνοποιός».
Κάτι ανάλογο είχε γίνει και στο παρελθόν. Με την εφαρμογή του δόγματος Μπους «διαρκής πόλεμος για διαρκή ειρήνη» στο Ιράκ και το Αφγανιστάν, που είχε καταστροφικές συνέπειες στην οικονομία, και όχι μόνο, των Ηνωμένων Πολιτειών.
Με τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, όταν η τότε Ευρωπαϊκή Κοινότητα απέτυχε να αποτρέψει τον πόλεμο, περιορίστηκε σε δηλώσεις και τελικά αποδέχθηκε τη στρατιωτική λύση που επιβλήθηκε από ορισμένα κράτη-μέλη της και το ΝΑΤΟ.
Η ειρήνη δεν προέκυψε τότε από κάποια ευρωπαϊκή πρωτοβουλία, αλλά από την εξάντληση των αντιμαχόμενων και την επιβολή τετελεσμένων από τις Ηνωμένες Πολιτείες επί θητείας Κλίντον (συμφωνία του Ντέιτον για τη Βοσνία, συμφωνία του Κουμάνοβο για το Κόσοβο).
Η οικονομία το πολέμου
Πέραν τούτου, θεσμικά η επιλογή τώρα της «ενισχυμένης συνεργασίας», η ρητή, δηλαδή, εξαίρεση της Ουγγαρίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας από κάθε οικονομική υποχρέωση, δείχνει τα όρια της ευρωπαϊκής συνοχής.
Η ΕΕ δεν αποφασίζει ως σύνολο, αλλά ως πλειοψηφικός μηχανισμός πρόθυμων κρατών.
Αυτό που γινόταν στο πεδίο της οικονομίας, επεκτείνεται σ΄ ένα ζήτημα ύψιστης σημασίας, όπως είναι αυτό του πολέμου. Δεν υπάρχει μια κοινή γραμμή, αλλά διαφορετικά στρατόπεδα.
Η λογική είναι απλή. Όσοι θέλουν, οι πρόθυμοι για πόλεμο, προχωρούν. Οι υπόλοιποι μένουν εκτός.
Έτσι η ΕΕ μετατρέπεται σταδιακά σε ένωση πολλών ταχυτήτων όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και στη γεωπολιτική.
Βεβαίως κάποιος θα ισχυριστεί ότι δεν είναι η πρώτη φορά που η Ένωση διχάζεται σε θέματα γεωστρατηγικής. Το ίδιο είχε γίνει στο Ιράκ το 2003 και στη Λιβύη το 2011, όταν ευρωπαϊκά κράτη πρωτοστάτησαν σε μια στρατιωτική επέμβαση χωρίς σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, όπως και με τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, η Ευρώπη των λαών βρέθηκε να «πληρώνει» τις συνέπειες (χάος, προσφυγικά ρεύματα, αποσταθεροποίηση, διαφθορά στις χώρες όπου έγιναν οι στρατιωτικές επεμβάσεις), χωρίς οι ηγέτες της να αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη των επιλογών τους. Χωρίς να έχουν ποτέ λογοδοτήσει.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική διάσταση της απόφασης για κοινό δανεισμό της Ουκρανίας, η ΕΕ θα αντλήσει κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές και θα τα διοχετεύσει στην Ουκρανία, με εγγύηση τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.
Το εργαλείο που είχε δημιουργηθεί για να στηρίξει κοινωνίες μετά την πανδημία χρησιμοποιείται πλέον για τη χρηματοδότηση πολέμου.
Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, δηλαδή, αναλαμβάνουν ένα χρέος για έναν πόλεμο του οποίου τη στρατηγική δεν ελέγχουν, για τον οποίο δεν ρωτήθηκαν και προφανώς σε βάρος των κοινωνικών παροχών.
Ο πόλεμος παρουσιάζεται ως απόλυτη προτεραιότητα και για αυτή την επιλογή κανείς από τους ηγέτες δεν λογοδοτεί.
Και θα υπενθυμίσω αυτό που ήδη έχει επισημανθεί από όσους είχαν και έχουν αντιρρήσεις για την αξιοποίηση των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων, που δεν είναι βεβαίως φιλοπουτινικοί.
Η εργαλειοποίηση κρατικών αποθεματικών εισάγει μια επικίνδυνη ασάφεια στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και μπορεί να γίνει μπούμεραγκ σε βάρος όσων την επιδιώκουν.
Το στοίχημα για την Ευρώπη
Τελικά το κρίσιμο ερώτημα δεν είναι αν η Ουκρανία πρέπει να στηριχθεί.
Το ερώτημα είναι αν η Ευρώπη θέλει να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της ως ένωση ειρήνης, ή ως χρηματοδοτική και πολιτική οντότητα, που υποστηρίζει ένοπλες συγκρούσεις διαρκείας.
Ιδιαίτερα ορισμένα κράτη της Βαλτικής και της Βόρειας Ευρώπης, κυρίως η Γερμανία, προωθούν μια λογική απόλυτης αντιπαράθεσης, στην οποία η διπλωματία αντιμετωπίζεται σχεδόν ως ύποπτη.
Παρόμοια ρητορική είχε κυριαρχήσει και στο παρελθόν, αλλά σε μικρότερη ένταση και από ορισμένα μόνο κράτη-μέλη. Η στρατιωτική λύση παρουσιαζόταν ως μονόδρομος, η ειρήνη ως αφέλεια.
Χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έστελναν στρατεύματα στο εξωτερικό, είχαν μάθει να ζουν με τον πόλεμο, να τον χρηματοδοτούν, να τον ενσωματώνουν στους προϋπολογισμούς τους.
Όπως στα Βαλκάνια, στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ, στη Λιβύη, έτσι και σήμερα, η Ευρώπη των ελίτ, στο σύνολό της πλέον, δείχνει πιο έτοιμη να διαχειριστεί τις συνέπειες της ένοπλης σύγκρουσης παρά να επενδύσει σοβαρά στην αποτροπή της.
Γιατί όταν ο πόλεμος γίνεται κανονικότητα και ο δανεισμός στρατηγική, τότε αυτό που διακυβεύεται δεν είναι απλώς μια σύγκρουση, δεν είναι μόνον το μέλλον της Ουκρανίας, αλλά η ίδια η ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και στο σημείο αυτό έρχεται ο ρόλος της Ευρώπης των λαών, της κοινωνίας των πολιτών, των απλών ανθρώπων.
Ο Νόαμ Τσόμσκυ, περιγράφοντας την κατασκευή της συναίνεσης, σημειώνει ότι οι κρίσιμες επιλογές παρουσιάζονται όχι ως πολιτικά διακυβεύματα, αλλά ως τεχνικές αναγκαιότητες.
Το γεγονός ότι δεσμεύονται μελλοντικοί προϋπολογισμοί για έναν πόλεμο άγνωστης διάρκειας, αποσυνδέεται από το πολιτικό του περιεχόμενο.
Η ερώτηση «για πόσο θα διαρκέσει και γιατί γίνεται» απουσιάζει από τη δημόσια σφαίρα. Αυτό που μένει είναι το «δεν υπάρχει εναλλακτική».
Επιπλέον, ο πόλεμος έχει θεαματοποιηθεί. Η ειρήνη δεν έχει εικόνες έντασης, δεν παράγει άμεσες ειδήσεις. Έτσι, εξαφανίζεται από τον λόγο.
Δεν αντικρούεται, απλώς παραλείπεται. Αυτό που δεν λέγεται, παύει να υπάρχει ως πολιτική δυνατότητα.
Η διαρκής ροή ειδήσεων πολέμου δημιουργεί την ψευδαίσθηση άμεσης κατανόησης, ενώ στην πραγματικότητα εξουδετερώνει τη δυνατότητα να βλέπουμε τις εξελίξεις «από μια απόσταση» και να ασκούμε κριτική.
Η απόφαση της ΕΕ να δανείσει την Ουκρανία εντάσσεται σε αυτή τη στρατηγική της ένοπλης σύγκρουσης. Ακόμη και η αναφορά στα ακινητοποιημένα ρωσικά κεφάλαια λειτουργεί επικοινωνιακά. Δημιουργεί την αίσθηση ότι το κόστος θα μεταφερθεί αλλού, ότι η Ευρώπη δεν θα πληρώσει πραγματικά.
Ο πόλεμος παρουσιάζεται ως δεδομένος, ο δανεισμός ως λογική συνέπεια και η κριτική ως απόκλιση. Η Ευρώπη των ελίτ δεν χρειάζεται πια να επιχειρηματολογήσει υπέρ της στρατηγικής της. Αρκεί να τη διαχειρίζεται επικοινωνιακά.
Και το ερώτημα είναι αν η κοινωνία των πολιτών μπορεί να αποδομήσει αυτό το κυρίαρχο αφήγημα.
Αν οι προοδευτικές δυνάμεις μπορούν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και να δημιουργήσουν ένα ισχυρό αντιπολεμικό μέτωπο, πριν είναι αργά για όλους/ες. Η Ευρώπη γίνεται ισχυρότερη, ασφαλέστερη και οι πολίτες της ευημερούν όταν οι ηγεσίες αναλαμβάνουν ειρηνευτικές πρωτοβουλίες και όχι όταν κάνουν ό,τι είναι δυνατόν για να δημιουργήσουν νέες εστίες πολέμου.
*Ο Παύλος Νεράντζης είναι δημοσιογράφος και παραγωγός ντοκιμαντέρ, διδάκτωρ του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ και συγγραφέας του βιβλίου «Η Αλήθεια βομβαρδίζεται. Τα ΜΜΕ και ο Πόλεμος με το βλέμμα ενός πολεμικού ανταποκριτή. Από τον 19ο έως τον 21ο αιώνα», εκδ. Παπαζήση.
