Ανάμεσα στις ακριβότερες χώρες της Ευρώπης συγκαταλέγεται η Ελλάδα όσον αφορά στις τιμές των τροφίμων – το βασικότερο αγαθό της καθημερινής μας διαβίωσης – όπως προκύπτει από το πλέον πρόσφατο food price index της Eurostat. Ads Αν και σε ορισμένες χώρες οι τιμές των τροφίμων είναι χαμηλότερες από τον μέσο όρο της ΕΕ, τα νοικοκυριά εκεί συχνά αναγκάζονται να διαθέτουν μεγαλύτερο κομμάτι του προϋπολογισμού τους για τα έξοδα φαγητού/διατροφής.
Τα τρόφιμα αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες δαπάνες των ευρωπαϊκών νοικοκυριών. Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντιστοιχούν κατά μέσο όρο περίπου στο 11,9% των συνολικών εξόδων, ενώ σε χώρες όπως η Ρουμανία το ποσοστό μπορεί να φτάνει έως και το 20%.
Την ίδια στιγμή, οι τιμές διαφέρουν έντονα από χώρα σε χώρα. Για να γίνουν συγκρίσεις, η Eurostat χρησιμοποιεί τον «δείκτη επιπέδου τιμών τροφίμων»: Αν θεωρήσουμε ότι το μέσο «καλάθι τροφίμων» στην ΕΕ κοστίζει 100 ευρώ, ο δείκτης δείχνει πόσο θα κόστιζε το ίδιο καλάθι σε κάθε χώρα. Ads Τιμή πάνω από το 100 σημαίνει ακριβότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ, κάτω από το 100 σημαίνει φθηνότερα.
Διαβάστε επίσης: Eurostat / Ουραγός στην ΕΕ η Ελλάδα και στο κατά κεφαλήν εισόδημα
Πού βρίσκεται η Ελλάδα
Με βάση το παρακάτω γράφημα της Eurostat, η Ελλάδα καταγράφει δείκτη 105,1, άρα οι τιμές τροφίμων είναι περίπου 5,1% υψηλότερες από τον μέσο όρο της Ένωσης, δηλαδή αν το «τυπικό καλάθι» της ΕΕ κοστίζει 100 ευρώ, στην Ελλάδα αντιστοιχεί σε περίπου 105 ευρώ.
Στη σχετική κατάταξη η χώρα τοποθετείται στη μέση προς την ακριβότερη πλευρά: Είναι 14η από την κορυφή, με ελάχιστη απόσταση από το Βέλγιο (105,2) και λίγο πάνω από την Κύπρο (104,8) και την Ιταλία (104,0).
Ξεπερνά επίσης τον μέσο όρο της ευρωζώνης (103,2) και τη Γερμανία (102,9), αλλά απέχει αισθητά από τις πολύ ακριβές αγορές της Δανίας (119,3) και του Λουξεμβούργου (125,7), πόσο μάλλον της Ελβετίας (161,1).
Σε σχέση με τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, βρίσκεται σαφώς ψηλότερα από χώρες όπως η Βουλγαρία (87,1) και η Ρουμανία (74,6).
Με άλλα λόγια, δεν είναι στην κορυφή της ακρίβειας, αλλά ξεφεύγει από το ευρωπαϊκό σημείο ισορροπίας προς τα πάνω.
Οι φθηνότερες και οι ακριβότερες χώρες
Σύμφωνα με τη Eurostat, το 2024 η Βόρεια Μακεδονία ήταν η φθηνότερη χώρα στα τρόφιμα ανάμεσα σε 36 ευρωπαϊκές χώρες: το «τυπικό καλάθι» κόστιζε εκεί 73 ευρώ, δηλαδή 27% κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Στον αντίποδα, η Ελβετία ήταν η ακριβότερη, με τιμές 61,1% πάνω από τον μέσο όρο: Το ίδιο καλάθι έφτανε τα 161,1 ευρώ. Η Βόρεια Μακεδονία είναι υποψήφια προς ένταξη στην ΕΕ (όχι ακόμα μέλος, αλλά με ενεργές εμπορικές συμφωνίες), ενώ η Ελβετία δεν ανήκει στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και στηρίζεται σε ένα πλέγμα διμερών συμφωνιών με την ΕΕ.
Πού βρίσκεται η ΕΕ: Από τη Ρουμανία μέχρι το Λουξεμβούργο
Μέσα στην ίδια την ΕΕ, η χαμηλότερη τιμή καταγράφεται στη Ρουμανία (74,6 ευρώ), ενώ η υψηλότερη στο Λουξεμβούργο (125,7 ευρώ).
Με άλλα λόγια, τα τρόφιμα είναι 25,4% φθηνότερα στη Ρουμανία και 25,7% ακριβότερα στο Λουξεμβούργο σε σύγκριση με τον μέσο όρο της Ένωσης.
Μετά την Ελβετία, τη «τριάδα» των ακριβότερων συμπληρώνουν δύο χώρες της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (EFTA): Η Ισλανδία (146,3 ευρώ) και η Νορβηγία (130,6 ευρώ). Πρόκειται για χώρες εκτός ΕΕ που συνεργάζονται στενά με το μπλοκ κυρίως στο εμπόριο και την πρόσβαση στην αγορά, διατηρώντας ωστόσο μεγαλύτερο εθνικό έλεγχο σε νόμους, σύνορα και πολιτικές.
Τουλάχιστον 10% ακριβότερα από τον μέσο όρο της ΕΕ είναι επίσης τα τρόφιμα σε Δανία (119,3 ευρώ), Ιρλανδία (111,9 ευρώ), Γαλλία (111,5 ευρώ), Αυστρία (110,9 ευρώ) και Μάλτα (110,9 ευρώ).
Νοτιοανατολική Ευρώπη και Δυτικά Βαλκάνια: Οι χαμηλότερες τιμές
Η Νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Δυτικά Βαλκάνια εμφανίζουν συνολικά τα χαμηλότερα επίπεδα τιμών. Εκτός από τη Βόρεια Μακεδονία και τη Ρουμανία, κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ βρίσκονται επίσης η Τουρκία (75,7 ευρώ), η Βοσνία-Ερζεγοβίνη (82,5 ευρώ), το Μαυροβούνιο (82,6 ευρώ) και η Βουλγαρία (87,1 ευρώ).
Φθηνότερες από τον μέσο όρο είναι και η Σερβία (95,7 ευρώ) και η Αλβανία (98,7 ευρώ).
Από τις «μεγάλες τέσσερις» οικονομίες της ΕΕ, ακριβότερα από τον μέσο όρο είναι τα τρόφιμα σε Ιταλία (104 ευρώ) και Γερμανία (102,9 ευρώ), ενώ η Ισπανία (94,6 ευρώ) είναι 5,4% φθηνότερη.
Γενικά, αρκετές χώρες της Κεντρικής και ορισμένες της Ανατολικής Ευρώπης παραμένουν κάτω ή κοντά στον μέσο όρο (όπως Σλοβακία, Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία). Αντίθετα, η Δυτική Ευρώπη τείνει να έχει υψηλότερες τιμές, ενώ οι σκανδιναβικές χώρες συγκαταλέγονται στις πιο ακριβές.
Γιατί οι διαφορές «μετράνε» για τα νοικοκυριά
Η Ιλάρια Μπενεντέτι, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Τούσια, εξηγεί ότι δομικοί παράγοντες – όπως το κόστος παραγωγής, ο βαθμός ενσωμάτωσης των εφοδιαστικών αλυσίδων και η έκθεση σε παγκόσμιους κραδασμούς – παίζουν καθοριστικό ρόλο στις αποκλίσεις.
Όπως σημειώνει, μικρότερες και πολύ «ανοιχτές» οικονομίες, συχνά με νομίσματα που είναι πιο ευάλωτα σε διακυμάνσεις, μετέφεραν εντονότερα στον καταναλωτή το αυξημένο κόστος ενέργειας και αγροτικών εισροών την περίοδο της πανδημίας και του πολέμου Ρωσίας – Ουκρανίας.
Η ίδια υπογραμμίζει ότι το κρίσιμο δεν είναι μόνο η τιμή, αλλά και το πόσο μεγάλο μέρος του εισοδήματος απορροφά.
Σε αρκετές χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, τα τρόφιμα ξεπερνούν το 20% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ σε οικονομίες υψηλότερου εισοδήματος το ποσοστό είναι συνήθως κάτω από 12%. Έτσι, η ίδια αύξηση τιμών «πονά» πολύ περισσότερο εκεί όπου τα εισοδήματα είναι χαμηλότερα.
Μισθοί, εργασία, φόροι και…προτιμήσεις
Ο Άλαν Μάθιους, καθηγητής στο Trinity College του Δουβλίνου, θεωρεί ότι ο σημαντικότερος λόγος πίσω από τις διαφορές είναι οι αποκλίσεις σε εισοδήματα και μισθούς.
Σε χώρες με υψηλότερους μισθούς, όπως η Δανία και η Ελβετία, το μεγαλύτερο εργατικό κόστος στη γεωργία, την επεξεργασία και το λιανεμπόριο περνά τελικά στην τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής.
Επιπλέον, ρόλο παίζουν οι φόροι, ιδίως ο ΦΠΑ στα τρόφιμα: Σε ορισμένες χώρες ο συντελεστής είναι μειωμένος ή και μηδενικός (όπως στην Ιρλανδία), ενώ αλλού – όπως στη Δανία – τα τρόφιμα επιβαρύνονται με τον βασικό συντελεστή.
Ο Μάθιους προσθέτει ότι και οι καταναλωτικές προτιμήσεις «μετράνε»: Στη Βόρεια και Δυτική Ευρώπη μπορεί να αγοράζεται μεγαλύτερο ποσοστό βιολογικών ή «premium» προϊόντων ή να υπάρχει προτίμηση σε επώνυμα προϊόντα αντί για τις συνήθως φθηνότερες «ετικέτες» των σούπερ μάρκετ.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την επισιτιστική ασφάλεια
Ο Γερεμίας Μάτε Μπάλογκ, αναπληρώτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κόρβινους της Βουδαπέστης, επισημαίνει ότι οι διαφορές τιμών έχουν συνέπειες για την επισιτιστική ασφάλεια, ιδιαίτερα όταν συνυπολογιστούν με το διαθέσιμο εισόδημα. Όπως λέει, οι χώρες με υψηλά εισοδήματα μπορούν ευκολότερα να «απορροφήσουν» υψηλές τιμές, ενώ τα νοικοκυριά χαμηλότερου εισοδήματος στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη επιβαρύνονται δυσανάλογα – ακόμη κι αν οι ονομαστικές τιμές τροφίμων είναι χαμηλότερες.
Και εδώ βρίσκεται μια σημαντική λεπτομέρεια: Ο δείκτης επιπέδου τιμών της Eurostat δεν λαμβάνει υπόψη το εισόδημα των νοικοκυριών, άρα δεν δείχνει την «προσιτότητα» (affordability). Για παράδειγμα, τα τρόφιμα μπορεί να είναι ακριβά στη Δανία, όμως τα υψηλότερα διαθέσιμα εισοδήματα επιτρέπουν στους καταναλωτές να αντέχουν καλύτερα το κόστος.
