Λιγότεροι από 60.000 άνθρωποι – το 0,001% του παγκόσμιου πληθυσμού – ελέγχουν τρεις φορές περισσότερο πλούτο από ότι το φτωχότερο 50% της ανθρωπότητας, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση για τις παγκόσμιες ανισότητες, η οποία προειδοποιεί ότι τα επίπεδα συγκέντρωσης πλούτου έχουν φτάσει σε οριακό σημείο που απαιτεί άμεση δράση. Ads Το έγκυρο World Inequality Report 2026 βασίστηκε σε δεδομένα από 200 ερευνητές, και αποκαλύπτει ότι το πλουσιότερο 10% των ανθρώπων παγκοσμίως κερδίζει περισσότερα από το υπόλοιπο 90% συνολικά, ενώ το φτωχότερο μισό λαμβάνει λιγότερο από 10% του παγκόσμιου εισοδήματος.
Σε όρους καθαρού πλούτου – δηλαδή της αξίας των περιουσιακών στοιχείων – η ανισότητα είναι ακόμη μεγαλύτερη: Το πλουσιότερο 10% κατέχει το 75% του συνολικού πλούτου, ενώ το φτωχότερο 50% μόλις το 2%.
Σε σχεδόν κάθε περιοχή του κόσμου, το ανώτερο 1% διαθέτει περισσότερο πλούτο από το υπόλοιπο 90% μαζί, με την ανισότητα να αυξάνεται με γοργούς ρυθμούς. Ads Οι συγγραφείς της έκθεσης, με επικεφαλής τον Ρικάρντο Γκόμεθ-Καρέρα από το Paris School of Economics και με συμμετοχή του διάσημου οικονομολόγου Τομά Πικετί, τονίζουν ότι η ανισότητα «ήταν ανέκαθεν χαρακτηριστικό της παγκόσμιας οικονομίας», αλλά πλέον έχει φτάσει σε επίπεδα που «απαιτούν κατεπείγουσα προσοχή».
Η εκτόξευση του υπερ-πλούτου
Το μερίδιο του παγκόσμιου πλούτου που κατέχει το 0,001% έχει αυξηθεί από περίπου 4% το 1995 σε πάνω από 6% σήμερα, ενώ ο πλούτος των πολυεκατομμυριούχων αυξάνεται κατά 8% ετησίως, σχεδόν διπλάσιο από το ποσοστό αύξησης του φτωχότερου 50%.
Η έκθεση υπογραμμίζει ότι η μείωση των ανισοτήτων δεν αφορά μόνο τη δικαιοσύνη, αλλά είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα των οικονομιών, την αντοχή των δημοκρατικών θεσμών και τη βιωσιμότητα του πλανήτη. Διαφορετικά, οι κοινωνικές και οικολογικές ισορροπίες απειλούνται σοβαρά.
Ο ρόλος του εκπαιδευτικού χάσματος και των διεθνών άνισων κανόνων
Η ανισότητα ευκαιριών ενισχύει την ανισότητα αποτελεσμάτων: Οι δημόσιες δαπάνες ανά παιδί στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική είναι 40 φορές μεγαλύτερες από εκείνες στην Υποσαχάρια Αφρική – ένα χάσμα τριπλάσιο από τη διαφορά στο κατά κεφαλήν εισόδημα.
Το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα επιτρέπει στις πλούσιες χώρες να δανείζονται φθηνά και να επενδύουν σε αγορές με υψηλές αποδόσεις, λειτουργώντας ως «χρηματοοικονομικοί εισοδηματίες».
Κάθε χρόνο, περίπου 1% του παγκόσμιου ΑΕΠ μεταφέρεται από φτωχές προς πλούσιες χώρες μέσω αυτών των καθαρών χρηματοροών – ποσό σχεδόν τριπλάσιο της παγκόσμιας αναπτυξιακής βοήθειας.
Ανισότητες φύλου και εκπομπών άνθρακα
Το μισθολογικό χάσμα παραμένει έντονο: Εξαιρώντας την άμισθη εργασία, οι γυναίκες κερδίζουν κατά μέσο όρο 61% των αποδοχών των ανδρών. Αν υπολογιστεί και η άμισθη εργασία, το ποσοστό πέφτει στο 32%.
Η έκθεση τονίζει επίσης τον καθοριστικό ρόλο της ιδιοκτησίας κεφαλαίου στις ανισότητες εκπομπών ρύπων, καθώς το φτωχότερο 50% ευθύνεται για μόλις 3% των εκπομπών που προέρχονται από ιδιωτικές επενδύσεις. και το πλουσιότερο 10% παράγει το 77% των αντίστοιχων εκπομπών.
Και το παράδοξο: Αυτοί που ρυπαίνουν λιγότερο είναι και οι πιο ευάλωτοι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης.
Οι λύσεις υπάρχουν – λείπει η πολιτική βούληση
Η έκθεση τονίζει ότι οι ανισότητες μπορούν να μειωθούν μέσω επενδύσεων στην εκπαίδευση και την υγεία, προοδευτικής φορολογίας και αποτελεσματικών προγραμμάτων αναδιανομής
Η πραγματικότητα όμως είναι ότι σε πολλές χώρες οι υπερ-πλούσιοι ξεφεύγουν από τη φορολόγηση. Οι «πραγματικοί» φορολογικοί συντελεστές αυξάνονται σταδιακά για τη μεσαία και εργατική τάξη, αλλά πέφτουν κατακόρυφα για δισεκατομμυριούχους και centimillionaires – δηλαδή όσοι έχουν περιουσιακή αξία τουλάχιστον 100 εκατ. δολαρίων.
Και ενώ τα εργαλεία πολιτικής υπάρχουν, η έκθεση καταλήγει: «Το εμπόδιο είναι η πολιτική βούληση, όχι η οικονομική δυνατότητα.»
