Κατά την περιήγησή μας στις διάφορες πλατφόρμες του διαδικτύου, σίγουρα έχουμε πέσει κάποια στιγμή πάνω σε κάποιο βίντεο με ανθρώπους που εξερευνούν εγκαταλελειμμένα κτίρια, τα οποία υποτίθεται πως είναι «στοιχειωμένα».
Αυτό το περίφημο «κυνήγια φαντασμάτων» και γενικότερα το περιεχόμενο που σχετίζεται με ιστορίες που θέλουν να προκαλέσουν τρόμο, είναι εξαιρετικά δημοφιλές, ενώ με μια γρήγορη αναζήτηση σε διάφορες πλατφόρμες, μπορεί κανείς να βρει αρκετό.
Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Τι είναι αυτό δηλαδή που μας κάνει να θέλουμε να παρακολουθήσουμε «ερευνητές» που ψάχνουν για φαντάσματα; Τι μας προσφέρει αυτό το κυνήγι.
Η Alice Vernon, Λέκτορας Δημιουργικής Γραφής και Λογοτεχνίας του 19ου Αιώνα, στο Πανεπιστήμιο Aberystwyth στην Ουαλία, ερεύνησε την ιστορία αυτού που αποκαλούμε «κυνήγι φαντασμάτων», αλλά και τους λόγους που «συνεχίζουμε να ψάχνουμε», κάτι που μετουσιώθηκε σε βιβλίο (Ghosted: A History of Ghost-Hunting, and Why We Keep Looking).
Όπως γράφει σε σχετικό άρθρο στο The Conversation, ήθελε μεταξύ άλλων να εξετάσει γιατί συνεχίζουμε να διατηρούμε την ελπίδα ότι θα βρούμε αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη μεταθανάτιας ζωής.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει, η έρευνα για τα φαντάσματα έγινε διεθνές φαινόμενο το 1848, όταν οι νεαρές αδελφές Kate και Mary Fox διέδωσαν έναν κώδικα με χτυπήματα για να επικοινωνούν με το φάντασμα που φέρεται να στοίχειωνε το αγρόκτημά τους στο Hydesville της Νέας Υόρκης.
Πέντε χρόνια αργότερα, εκτιμάται ότι είχαν συγκεντρώσει 500.000 δολάρια. Ο πνευματισμός εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και την Αυστραλία. Σύμφωνα με την Λέκτορα, ενισχύθηκε από τη θλίψη που επικράτησε μετά τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο και, στις αρχές του 20ού αιώνα, από τη μαζική απώλεια ζωών του πρώτου παγκοσμίου πολέμου.
Υπήρξαν άνθρωποι που προφανώς στράφηκαν στον πνευματισμό και στο κυνήγι φαντασμάτων για να αποκτήσουν φήμη και πλούτο, ωστόσο άλλοι τον αντιμετώπισαν ως μια γνήσια ελπίδα και μια επείγουσα ανάγκη για αποδείξεις ότι ο θάνατος δεν ήταν το τέλος.
Παράλληλα με τον πνευματισμό, όμως, όπως γράφει το άρθρο, εμφανίστηκαν ορισμένοι σκεπτικιστές που ήθελαν να ανακαλύψουν την αλήθεια για τα φαντάσματα. Οι πιο ένθερμοι επικριτές του πνευματισμού ήταν οι λεγόμενοι «μάγοι», οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα «μέντιουμ» προσπαθούσαν να αντιγράψουν το επάγγελμά τους, αλλά με μια ηθικά κατακριτέα προσέγγιση, διότι το κοινό ενός μάγου γνωρίζει πως εξαπατάται σκόπιμα.
Ο διάσημος ταχυδακτυλουργός Χάρι Χουντίνι, για παράδειγμα, συχνά διαφωνούσε έντονα με τον στενό του φίλο και πνευματιστή, Σερ Άρθουρ Κόναν Ντόιλ, σχετικά με τις πρακτικές των μέντιουμ.
Με την άνοδο των σύγχρονων επιστημονικών εργαστηρίων και την ανάπτυξη φορητών συσκευών εγγραφής ήχου και εικόνας τον 20ό αιώνα, το κυνήγι φαντασμάτων έγινε ένα όλο και πιο δημοφιλές και συχνά εντυπωσιακό χόμπι.
Στο άρθρο της Alice Vernon, γίνεται ιδιαίτερη μνεία στον Χάρι Πράις, ο οποίος ήταν ερευνητής του μεταφυσικού και συγγραφέας, χρησιμοποίησε το κυνήγι φαντασμάτων για να δημιουργήσει ένα αίσθημα λατρείας γύρω από την προσωπικότητά του, αναζητώντας κάθε ενδιαφέρουσα ιστορία για κάτι «στοιχειωμένο» που θα μπορούσε να οδηγήσει σε δημοσιότητα.
Ο ίδιος ήταν επίσης αυτός που έφερε το κυνήγι φαντασμάτων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ως μια μορφή ψυχαγωγίας. Το 1936 μάλιστα έκανε μια ζωντανή ραδιοφωνική εκπομπή του BBC μέσα από ένα στοιχειωμένο σπίτι.
Η εκπομπή του Πράις μοιάζει να είναι ο πρόδρομος του κυνηγιού φαντασμάτων όπως το γνωρίζουμε σήμερα, έστω και ξεχασμένος. Όπως αναφέρει η Vernon, διάφορα ριάλιτι σόου στη συνέχεια μιμήθηκαν την εκπομπή του.
Σήμερα, με την ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το «κυνήγια φαντασμάτων» έχει αλλάξει. Πλέον, είτε ατομικά είτε συλλογικά, είναι εύκολο να προσελκύσεις το κοινό, αφού αρκεί έστω μια κάμερα ή ένα κινητό.
Ωστόσο, όπως επισημαίνεται στο άρθρο, πρόκειται για ένα «χόμπι» με ισχυρό ανταγωνισμό, με τα άτομα που ερευνούν να ανταγωνίζονται για το ποιος θα βρει τις καλύτερες «αποδείξεις».
Για πολλούς, αυτό σημαίνει να έρχονται εξοπλισμένοι με εργαλεία τύπου Ghostbusters. Αυτά μπορεί να περιλαμβάνουν συσκευές και αισθητήρες που αναβοσβήνουν, όπως ανιχνευτές ηλεκτρομαγνητικών πεδίων, συσκευές εγγραφής ήχου υψηλής τεχνολογίας και ακόμη και παιχνίδια για γάτες με LED που ενεργοποιούνται με κίνηση.
Όλα αυτά γίνονται σε μια προσπάθεια να βρουν τις πιο «επιστημονικές» αποδείξεις και, ως εκ τούτου, δημοτικότητα και σεβασμό μεταξύ αυτής της κοινότητας.
Κυνήγι φαντασμάτων: Δεν έχει να κάνει με αποδείξεις, έχει να κάνει με ανθρώπους
Όπως εξηγεί στο άρθρο της η Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο Aberystwyth, αυτό που την παρακίνησε να ξεκινήσει την έρευνά της ήταν η σκέψη πως, παρότι μετά από αιώνες δεν έχουν βρεθεί αποδεικτικά στοιχεία γι’αυτό που αποκαλούμε «μεταφυσικό», το κυνήγι φαντασμάτων, είναι πιο δημοφιλές από ποτέ.
Η ίδια μάλιστα πήρε μέρος και σε κάποια «κυνήγια». Όπως υποστηρίζει λοιπόν, «το κυνήγι φαντασμάτων δεν έχει καμία σχέση με την επιστημονική ανακάλυψη. Έχει να κάνει με τις κοινωνικές σχέσεις, αποκαλύπτοντας περισσότερα για τους ζωντανούς παρά για τους νεκρούς».
«Μια από τις πιο διασκεδαστικές εμπειρίες της ζωής μου ήταν ένα κυνήγι φαντασμάτων. Παρά το ότι είμαι σκεπτικίστρια, με τράβηξε η αναζήτηση, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο μου επέτρεψε να συνδεθώ με νέους ανθρώπους και με την ιστορία του ίδιου του στοιχειωμένου κτιρίου», συνεχίζει, για να καταλήξει στο εξής:
«Αυτό που έμαθα από την έρευνα και τις εμπειρίες μου είναι ότι το κυνήγι φαντασμάτων αφορά εμάς, τους ζωντανούς, περισσότερο από τα φαντάσματα που προσπαθούμε να βρούμε. Το κυνήγι φαντασμάτων, όταν γίνεται με ηθικό τρόπο, είναι μια σημαντική κοινωνική δραστηριότητα. Μας επιτρέπει να επεξεργαστούμε την θλίψη, να αναλύσουμε τους φόβους μας για τον θάνατο και να εξερευνήσουμε τι σημαίνει να είσαι ζωντανός».
