Αν κάτι ενδεχομένως κάνει αντιπαθές, ή να προκαλεί επιφυλάξεις, οποιοδήποτε κείμενο, μη ποιητικής ή αφηγηματικής εννοείται τάξεως, είναι αναμφισβήτητα ο προσωπικός τόνος. Ενας τόνος όμως που γίνεται σχεδόν αναπόφευκτος όταν διευρυνόμενος, σχεδόν από μόνος του, χωρίς προσπάθεια, μπορεί να περιλάβει μέσα του πολλούς άλλους, σχεδόν όλους τους άλλους, θα διακινδύνευε να πει κανείς. Σε περίπτωση βέβαια που ο καθένας αναλογιζόμενος προσωπικές του στιγμές θα εξωθούνταν σε έναν απολογισμό της ζωής του, χωρίς επώδυνες διαδικασίες, χωρίς να προσπαθεί να σκεφτεί ή να έχει θυμηθεί περιστατικά που τον έχουν βαθιά στιγματίσει. Είναι γνωστά εδώ και δεκαετίες – πόσες άραγε; – στους φανατικούς αναγνώστες των εφημερίδων και στους εφημεριδολάτρεις τα «στέκια», πάγκοι για την ακρίβεια, που στήνονται από νωρίς το βράδυ της Παρασκευής και του Σαββάτου σε τέσσερα σημεία της Αθήνας ώστε οι ανυπόμονοι και παθιασμένοι αναγνώστες να προμηθεύονται πολύ πριν από την «κανονική» ώρα – το πρωί δηλαδή – όπως όλοι οι άλλοι «κανονικοί» αναγνώστες, τις σαββατιάτικες και τις κυριακάτικες εφημερίδες.
Το βράδυ λοιπόν της περασμένης Παρασκευής, δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, στην πλατεία Ομονοίας. Πλησιάζοντας τον πάγκο, ακούμε τον πωλητή να μας καλωσορίζει, για πρώτη φορά μέσα σε σαράντα πέντε χρόνια, με το όνομά μας, προσθέτοντας ένα σθεναρό και γεμάτο νόημα «Μαζί γεράσαμε, κύριε Νιάρχο». Δεν νομίζουμε πως θα ήταν δυνατόν οποιοσδήποτε να αναγνωρίσει την ακριβή σημασία που θα έπαιρνε αργότερα μέσα του αυτή η εξαγγελία, αλλά σίγουρα θα αισθανόταν μια μεγάλη ευγνωμοσύνη γι’ αυτή την τόσο χειροπιαστή και πάμφθηνη επιβεβαίωση του πολυτιμότερου κομματιού της καθημερινότητάς μας που είναι η εφημερίδα. Καθώς υπήρξε το μέσον για να μας αποκαλυφθεί πως όσο είμαστε υπαρκτοί για τους δικούς μας ανθρώπους, στον ίδιο ή και συγκλονιστικότερο ακόμα βαθμό, είμαστε και για έναν «άγνωστό» μας. Κάτι περισσότερο: μεγαλώναμε με τον «άγνωστό» μας αυτό να μας «παρακολουθεί» με μια κρυμμένη για τόσο πολλά χρόνια τρυφερότητα, διαφορετικά πώς ένα τόσο κρίσιμο ρήμα όπως το «γεράσαμε» θα ερχόταν αυθόρμητα στα χείλη του; Για χρόνια μάλιστα που σε σχέση με δικούς μας, υποτίθεται, ανθρώπους δεν αποκλείεται να παρέμεναν αδιάφορα καθώς κανείς τους δεν φάνηκε διατεθειμένος να αναλογιστεί τι μας στοίχιζε μέσα μας το πέρασμά τους.
Αναφέρθηκε σε κάποιο σημείο της επιφυλλίδας η λέξη «απολογισμός» και είναι γεγονός πως όταν λόγω ηλικίας μεταβάλλεται αυτός σε μια καθημερινή, αυθόρμητη λειτουργία αν είναι ειλικρινής κανείς και δεν φοβάται να το ομολογήσει, θα παρατηρήσει κάτι τρομερά εντυπωσιακό: όσο βαραίνουν στη ζωή μας άνθρωποι που συνυπήρξαμε ακόμα και συγκλονιστικά μαζί τους, που τους διεκδικήσαμε χωρίς πια να έχει σημασία αν τους κατακτήσαμε ή αν μας απέρριψαν, την ίδια σημασία και το ίδιο βάρος να διατηρούν άνθρωποι που σε μια ολιγόλεπτη συνάντηση μαζί τους, με μια φράση τους, συχνά με μία μόνο λέξη τους, ή με ένα μόνο βλέμμα τους, έχουν γραφεί ανεξίτηλα μέσα μας. Και αν συχνά αγνοούμε το όνομά τους, η διατήρηση της μορφής τους κάνει τα ευγνώμονα γι’ αυτούς αισθήματά μας ακόμα πιο ισχυρά και πιο συγκινητικά. Οταν σχεδόν «εκβιαστικά» υποχρεωνόμαστε να αναγνωρίζουμε πως στη διάρκεια της ζωής μας επικοινωνήσαμε βαθιά με ανθρώπους που δεν υποψιαζόμασταν ότι συμβαίνει κάτι σχετικό την ώρα ακριβώς που η επικοινωνία αυτή πραγματοποιούνταν, τελικά μοιάζει να παραδεχόμαστε όλοι μας πως δεν είμαστε παρά μια σύνθεση πραγμάτων που έχουμε ακούσει, έχουμε παρατηρήσει ή έχουμε διαβάσει, κυρίως όμως ακούσει, έτσι ώστε ο «καλύτερος» ή ο «χειρότερός» μας εαυτός να μην είναι θέμα τι αποφασίζουμε εμείς οι ίδιοι για τη ζωή μας, αλλά να σχηματίζεται αυτή σε σχέση με το τι έχουν αποφασίσει οι άλλοι για μας.