Η απάντηση στο «γιατί τώρα;» κρύβεται στην εσωτερική πολιτική ατζέντα των δύο χωρών. Η κλιμάκωση της έντασης λειτουργεί ως στρατηγικό εργαλείο: διαμορφώνει τη δημόσια γνώμη, ενισχύει την πολιτική νομιμοποίηση και ανοίγει δρόμους για την προώθηση μακροπρόθεσμων γεωστρατηγικών στόχων. Στο Τόκιο η κυβέρνηση της Τακαΐτσι έχει στόχο τη νομιμοποίηση των αυξημένων αμυντικών δαπανών και την ενίσχυση του ρόλου της χώρας ως περιφερειακής στρατιωτικής δύναμης. Ο χαρακτηρισμός της Ταϊβάν ως «υπαρξιακής απειλής» εξυπηρετεί δύο σκοπούς: αφενός την προσπάθεια να πειστούν οι πολίτες πως οι τεράστιες επενδύσεις στην άμυνα είναι αναγκαίες και αφετέρου τη διασφάλιση ότι οι ΗΠΑ θα συνδράμουν στρατιωτικά σε περίπτωση κρίσης.
Διπλωματικές «ρουκέτες» από Ιαπωνία – Κίνα για την Ταϊβάν
Μια ιαπωνική στρατιωτική εμπλοκή στην Ταϊβάν θα ενεργοποιούσε σχεδόν αυτόματα τη συνθήκη ασφαλείας Ιαπωνίας – ΗΠΑ.
Βασιλική Πουρλιώτη
08:00
26 Νοεμβρίου 2025
Unsplash, Documento Cerative
Καθώς η διεθνής κοινότητα παρακολουθεί με αγωνία την ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα, τις εξελίξεις γύρω από το ουκρανικό και την παρατεταμένη εμφύλια σύγκρουση στο Σουδάν, μια νέα εστία έντασης αναδύεται στην ανατολική Ασία, θέτοντας δύο οικονομικούς γίγαντες στην κόψη του ξυραφιού και εγκλωβίζοντας στρατηγικά τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι μαζικές ακυρώσεις εκατοντάδων χιλιάδων πτήσεων από την Κίνα προς την Ιαπωνία, οι εκκλήσεις για μποϊκοτάζ ιαπωνικών ταινιών και οι εντατικές περιπολίες του Πεκίνου γύρω από τα αμφισβητούμενα νησιά Σενκάκου – Ντιαόγιου συνιστούν την άμεση οικονομική τιμωρία για τις αδιάλλακτες δηλώσεις της πρωθυπουργού της Ιαπωνίας Σαναέ Τακαΐτσι. Η ίδια, αρνούμενη να ανακαλέσει τον ισχυρισμό ότι μια επίθεση στην Ταϊβάν συνιστά «υπαρξιακή απειλή» για το Τόκιο (αποτελεί την πρώτη αναφορά σε στρατιωτική κινητοποίηση της Ιαπωνίας λόγω εξωτερικής κρίσης από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου), πυροδότησε τη σοβαρότερη διπλωματική κρίση των τελευταίων ετών με την Κίνα. Παράλληλα, η πρεσβεία της Ιαπωνίας στην Κίνα προέτρεπε τους πολίτες της να «αποφεύγουν τα πλήθη» και να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε «ύποπτα άτομα», αναδεικνύοντας την έντονη, ιστορικά ριζωμένη δυσπιστία που χαρακτηρίζει τις σχέσεις των δύο χωρών.
Πώς όμως μια δήλωση για μια «υποθετική» κρίση έθεσε τόσο γρήγορα σε κίνδυνο την περιφερειακή ισορροπία;
Η Ιαπωνία βρίσκεται γεωγραφικά σε απόσταση μόλις 110 χιλιομέτρων από την Ταϊβάν και οι θαλάσσιες οδοί γύρω από το νησί είναι ζωτικής σημασίας για τις ενεργειακές της προμήθειες. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε, για την ενίσχυση της ενεργειακής της ασφάλειας, εξετάζει την επαναλειτουργία ανενεργών πυρηνικών εγκαταστάσεών της.
Μια ιαπωνική στρατιωτική εμπλοκή στην Ταϊβάν θα ενεργοποιούσε σχεδόν αυτόματα τη συνθήκη ασφαλείας Ιαπωνίας – ΗΠΑ, δεσμεύοντας την Ουάσινγκτον σε μία σύγκρουση. Ουσιαστικά, η Ιαπωνία διαμορφώνει ένα πλαίσιο που καθιστά τη συμμετοχή των ΗΠΑ όχι απλώς πιθανή αλλά σχεδόν αναπόφευκτη.
Από την πλευρά του Πεκίνου, η αντίδραση εντάσσεται στο γνωστό μοτίβο της «οικονομικής βίας», δηλαδή τη στοχευμένη χρήση εμπορικών περιορισμών και μποϊκοτάζ ως εργαλείων για την επίτευξη πολιτικών στόχων.
Σε μία περίοδο που η Κίνα αντιμετωπίζει σοβαρή οικονομική επιβράδυνση, η εμφάνιση ενός «απείθαρχου» γείτονα –όπως τον παρουσιάζουν τα κρατικά ΜΜΕ– λειτουργεί ως ιδανικός αντιπερισπασμός για το εσωτερικό ακροατήριο. Τα κρατικά μέσα πυροδοτούν αντιιαπωνικό αίσθημα, με άμεσες οικονομικές συνέπειες, όπως ακυρώσεις ταξιδιών προς την Ιαπωνία (απώλεια περίπου 500.000 εισιτηρίων) και προειδοποιήσεις προς τους Κινέζους σπουδαστές (τη μεγαλύτερη ομάδα ξένων φοιτητών) για την ασφάλειά τους. Παράλληλα, η Κίνα επέβαλε πλήρη απαγόρευση στις εισαγωγές ιαπωνικών θαλασσινών ως άμεση οικονομική τιμωρία, κλιμακώνοντας τον εμπορικό πόλεμο.
Οι κινήσεις αυτές αποσκοπούν στο να καταστήσουν σαφές στο εσωτερικό ότι η Κίνα είναι ισχυρή και υπερασπίζεται τα συμφέροντά της, ενώ παράλληλα στέλνει μήνυμα στην Ιαπωνία πως οποιαδήποτε εξωτερική παρέμβαση θα αντιμετωπιστεί αποφασιστικά. Η προσέγγιση αυτή ενισχύεται από τον χαρακτηρισμό διπλωμάτη προς την Τακαΐτσι ως «βρόμικο κεφάλι που πρέπει να κοπεί», αναφορά που, παρά το γεγονός ότι το Πεκίνο έσπευσε να καταδικάσει, παραπέμπει στην επιθετική «wolf warrior diplomacy», όρο που χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τη νέα μορφή κινεζικής διπλωματίας, η οποία εστιάζει σε ένταση και επιθετικές ρητορικές.
Μέσα σε αυτό το κλίμα η Ταϊβάν λαμβάνει ενεργά μέτρα διανέμοντας εγχειρίδια επιβίωσης στους πολίτες της και δείχνοντας πως αντιλαμβάνεται ότι ο κίνδυνος είναι κοντά και τα περιθώρια ειρηνικής λύσης μειώνονται.
Η Ιαπωνία, αντιλαμβανόμενη τον οικονομικό πόλεμο της Κίνας, επιλέγει τη μεταφορά κρίσιμων αλυσίδων εφοδιασμού (ιδίως σε ημιαγωγούς και τεχνολογία) εσωτερικά ή σε πιο «φιλικές» χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτή η σταδιακή απομάκρυνση μειώνει την οικονομική ζημία από μελλοντικές κρίσεις, αλλά παράλληλα αφαιρεί το τελευταίο εμπόδιο που θα μπορούσε να αποτρέψει μια στρατιωτική σύγκρουση.
Η κρίση επιταχύνει τη στρατηγική οικονομική αποσύνδεση (decoupling) της Ιαπωνίας από την Κίνα. Η οικονομική αλληλεξάρτηση, που επί δεκαετίες λειτούργησε ως εγγύηση ειρήνης στην ανατολική Ασία, φαίνεται να οδεύει προς ολική κατάρρευση.
Για πολλά χρόνια η βαθιά οικονομική σχέση των δύο χωρών –με την Ιαπωνία να είναι ο βασικός επενδυτής και η Κίνα ο κύριος κατασκευαστικός κόμβος και αγορά– θεωρούνταν «αντίδοτο» σε οποιαδήποτε στρατιωτική περιπέτεια. Καμία από τις δύο δεν ρίσκαρε την καταστροφή των αλυσίδων εφοδιασμού και την οικονομική της ευημερία για μια εδαφική διαμάχη.
Σήμερα αυτή η σχέση έχει αντιστραφεί. Η οικονομική εξάρτηση δεν εκλαμβάνεται πλέον ως παράγοντας σταθερότητας, αλλά ως ευάλωτο σημείο και εργαλείο εκβιασμού.
