Η εισαγγελέας του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, Κυριακή Στεφανάτου, πρότεινε την καταδίκη και των 42 κατηγορουμένων σύμφωνα με το κατηγορητήριο, όπως είχε συμβεί και σε πρώτο βαθμό, στη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Οι κατηγορίες αφορούν τη σύσταση και δράση εγκληματικής οργάνωσης, τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα και την απόπειρα ανθρωποκτονίας κατά Αιγύπτιων αλιεργατών. Στο σημερινό μέρος της αγόρευσής της, η εισαγγελέας ανέλυσε διεξοδικά τον ρόλο κάθε πρώην βουλευτή της Χρυσής Αυγής, αξιοποιώντας δηλώσεις και πράξεις τους, ενώ παράλληλα αποδόμησε τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης.
Αναφερόμενη στον Νίκο Μιχαλολιάκο, τόνισε ότι υπήρξε ο απόλυτος και αδιαμφισβήτητος ηγέτης της οργάνωσης, με πλήρη γνώση όσων διαδραματίζονταν στο εσωτερικό της. Υπογράμμισε ότι διακήρυττε κατ’ επανάληψη τη ναζιστική του ιδεολογία και ότι οι τοποθετήσεις του προσαρμόζονταν ανάλογα με το ακροατήριο, ισχυριζόμενος συχνά πως παρερμηνεύονταν. Όπως σημείωσε, η οργάνωση επιδίωκε, μέσω της βίας, να υποκαταστήσει το κράτος, φτάνοντας ακόμη και σε απειλές κατά πολιτικών προσώπων, όπως ο τότε δήμαρχος Γιώργος Καμίνης.
Ολοκληρώνοντας την τετραήμερη αγόρευσή της, η εισαγγελέας επισήμανε ότι οι κατηγορούμενοι, και ιδιαίτερα ο Μιχαλολιάκος, δεν αναγνώρισαν πως, παρά τις αδυναμίες της, η δημοκρατία προσφέρει τη δυνατότητα διόρθωσης των λαθών και αποτελεί ανώτερο πολίτευμα.
Κατά την άποψή της, η Χρυσή Αυγή λειτούργησε ως εγκληματική οργάνωση. Στην τελική αποστροφή της ανέφερε ότι ο τρόπος ζωής και δράσης του Μιχαλολιάκου συμπυκνώνεται στη φράση: «Με κατηγόρησαν ότι ανήκω σε τρομοκρατική οργάνωση και, αφού μου το απέδωσαν, πρέπει να το πράξω». Υπενθύμισε επίσης ότι και σε νεαρή ηλικία είχε επιχειρήσει να στραφεί κατά της δημοκρατίας, η οποία τότε τον αντιμετώπισε με επιείκεια. Για όλους αυτούς τους λόγους, ζήτησε την ενοχή των κατηγορουμένων, όπως και πρωτοδίκως.
